Δε θα αναφερθώ σε προσωπικές ιστορίες. Όλοι συναντάμε καθημερινά παιδιά δεύτερης γενιάς μεταναστών που δε γνώρισαν άλλη πατρίδα από την Ελλάδα, που μιλούν ελληνικά καλύτερα κι από μας και στερούνται για χρόνια την ελληνική ιθαγένεια.
Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, με μεγάλες τότε αντιδράσεις, πέτυχε την ψήφιση ενός σημαντικού νόμου, του 3838/2010, που έδινε μια απάντηση στο πρόβλημα αυτό. Όμως, το Φεβρουάριο του 2013, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο, με το επιχείρημα ότι οι προϋποθέσεις για την κτήση ιθαγένειας που όριζε δεν απεδείκνυαν την ύπαρξη δεσμού με τη χώρα, απαραίτητη, σύμφωνα με το ΣτΕ, προϋπόθεση για την παραχώρηση ιθαγένειας. Η γέννηση του παιδιού με πενταετή νόμιμη παραμονή των γονέων στην Ελλάδα ή, εναλλακτικά, η εξαετής φοίτηση δεν κάλυπταν, κατά το ΣτΕ πάντα, την προαπαιτούμενη ένταξη. Τέλος, απέρριψε πλήρως την ψήφο μεταναστών στις δημοτικές εκλογές, αν και είναι μέτρο που ισχύει εδώ και χρόνια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στη βάση της πλειοψηφούσας αντίληψης του ΣτΕ υπάρχει μια πολιτική επιλογή : αν η ιθαγένεια και/ή ψήφος στις τοπικές εκλογές αποτελεί επιβράβευση για την ένταξη ή κίνητρο ένταξης. Για τους δικαστές, προφανώς, η ιθαγένεια έρχεται ως επιβράβευση. Πεποίθηση μου, και όχι μόνο δική μου, είναι ότι και τα δυο, πέραν από δίκαια μέτρα, αποτελούν και σημαντικά κίνητρα ένταξης: όταν ο μετανάστης αποφασίζει για τα τοπικά ζητήματα, αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον για το χώρο που ζει. Δεν είναι πια απόβλητος, ξένο σώμα, αλλά ενεργό κομμάτι του κοινωνικού συνόλου που εργάζεται για την κοινότητα και συμμετέχει σ’ αυτήν. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν είχε συζητηθεί το θέμα της συμμετοχής των μεταναστών σε εθνικές εκλογές, που απαιτεί διαφορετικό επίπεδο εμπλοκής και ενημέρωσης για τα πολιτικά θέματα και τις κομματικές διαιρέσεις στη χώρα. Το ίδιο ισχύει και για την ιθαγένεια: η ιθαγένεια θα επιτρέψει σε παιδιά μεταναστών που πηγαίνουν στα σχολεία μαζί με τα δικά μας, που μοχθούν, συχνά αριστεύουν, που είναι περήφανοι σημαιοφόροι στις εθνικές παρελάσεις, να νιώσουν κομμάτι του κοινωνικού συνόλου, να μην αναπτυχθεί η αίσθηση του ξένου σώματος αλλά, αντίθετα, του συστατικού στοιχείου μιας δυναμικής κοινωνίας εν κινήσει.
Είναι γεγονός, ότι και η κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου έδειξε, τύποις τουλάχιστον, διάθεση απάντησης στο πρόβλημα. Κυρίως, γιατί ο νόμος 3838 δεν καταργήθηκε αλλά «πάγωσε» η εφαρμογή του, δεδομένου ότι μόνο με άλλο νόμο μπορούσε να αντικατασταθεί. Αποτέλεσμα ήταν η εξ ανάγκης σύνταξη νομοσχεδίου, η κατάθεση του οποίου «σπρώχτηκε» το Νοέμβριο του 2014 αλλά, λόγω των εξελίξεων, ούτε συζητήθηκε ούτε φυσικά ψηφίστηκε.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε στις 14 Μαίου το νομοσχέδιο για την απόκτηση ιθαγένειας σε δημόσια διαβούλευση. Το νομοσχέδιο προφανώς προσαρμόζεται , όπως είναι φυσικό, στην απόφαση του ΣτΕ ώστε να μην δημιουργηθεί πάλι κώλυμα αντισυνταγματικότητας. Κατά συνέπεια, οι επιμέρους διατάξεις απαντούν στις αιτιάσεις για ανάγκη απόδειξης δεσμού με τη χώρα. Το κείμενο προβλέπει ότι η ιθαγένεια αποκτάται λόγω γέννησης στην Ελλάδα ή φοίτησης. Το παιδί που θα γεννηθεί στη χώρα μας, θεμελιώνει δικαίωμα α) αν γραφτεί στην α’ δημοτικού και συνεχίζει να φοιτά όταν υποβληθεί η αίτηση, και β) αν ένας από τους δυο γονείς διαμένει νόμιμα και μόνιμα πέντε έτη τουλάχιστον στη χώρα. Αν γεννηθεί πριν συμπληρωθούν τα πέντε χρόνια, το δικαίωμα θεμελιώνεται με την δεκαετή νόμιμη διαμονή του ενός γονέα.
Αν δεν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, ο ανήλικος αλλοδαπός αποκτά το δικαίωμα κτήσης της ιθαγένειας με τη συμπλήρωση είτε της εννιαετούς φοίτησης, είτε των έξι ετών του γυμνασίου και λυκείου. Επίσης, δικαίωμα κτήσης ιθαγένειας θεμελιώνει ένας αλλοδαπός απόφοιτος ΑΕΙ η ΤΕΙ, αν εχει απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο αυτό που φαντάζει άψυχο χαρτί, αφορά τη ζωή και το μέλλον 200.000 παιδιών χωρίς πατρίδα, που συχνά νιώθουν πιο Έλληνες από τους Έλληνες. Καθήκον ηθικό, πολιτικό, ιδεολογικό είναι να το στηρίξουμε ώστε να περάσει με όσο δυνατόν μεγαλύτερη πλειοψηφία και να γίνει, εκτός από νόμος του κράτους, κτήμα όλης της κοινωνίας. Εδώ δεν χωρούν μιζέριες ή αντιπολιτευτική διάθεση.
Ονειρευτήκαμε πολλά περισσότερα. Αλλά στα χρόνια της κρίσης και της διάλυσης όλων των αξιών και όλων των σταθερών, ας στηρίξουμε το εφικτό, χωρίς να πάψουμε να ελπίζουμε. Για πολλούς, που χρόνια ελπίσαμε σε μια λύση γι αυτά τα παιδιά, η ψήφιση του νόμου θα είναι μια μικρή προσωπική νίκη. Καθήκον μας είναι να κάνουμε αυτή τη νίκη, νίκη ολόκληρης της κοινωνίας.
Με ενδιαφέρον βέβαια περιμένουμε τη στάση του κυβερνητικού εταίρου του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ. Φοβάμαι, ότι, για άλλη μια φορά, θα είναι απόδειξη μιας «τερατώδους» συμμαχίας.