Η αλλαγή του νόμου για τις ευρωεκλογές από τους δύο πολιτικούς αρχηγούς υπαγορεύτηκε από ανάγκες τακτικής οι οποίες εξηγήθηκαν σε μήκος και σε πλάτος από έγκυρους αναλυτές. Υπαγορεύτηκε επίσης από την έγνοια για το εκλογικό αποτέλεσμα, γεγονός καθ? όλα νόμιμο. Αυτή είναι η δουλειά των πολιτικών αρχηγών: να ανησυχούν για την τύχη του κόμματός τους. Ομως οι λόγοι τακτικής δεν καθιστούν αυτομάτως χρήσιμη τη νέα διαδικασία για τις ευρωεκλογές.
Ακόμα λιγότερο, δεν νομιμοποιούν τη μέθοδο τροποποίησης. Η δημοκρατική και θεσμική ορθότητα επιβάλλει να μην αλλάζεις τον εκλογικό νόμο, δηλαδή τους κανόνες του παιχνιδιού, λίγο πριν από το παιχνίδι, και μάλιστα με μονομερή απόφαση χωρίς διαβούλευση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στις εθνικές εκλογές υπήρξε ειδική ρύθμιση για να αποτρέψει τη συνήθη στην αρχική φάση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας κακή πρακτική να αλλάζει ο εκλογικός νόμος κατά το δοκούν την τελευταία στιγμή. Το γεγονός ότι δεν περιελήφθη στο Σύνταγμα η ίδια πρόνοια για τις ευρωεκλογές δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει δεοντολογικό πρόβλημα.
Ως προς το περιεχόμενο, κατά τη γνώμη μου ο νόμος εισάγει έναν ιδιαίτερα προβληματικό τρόπο ανάδειξης των ευρωβουλευτών. Πάει να διορθώσει ένα κακό προηγούμενο με ένα εξίσου αν όχι μεγαλύτερο κακό. Η αυθαίρετη επιλογή της λίστας από τον πρόεδρο του κόμματος ήταν το προηγούμενο κακό. Διόρθωση θα ήταν η καθιέρωση κανόνων εσωτερικής δημοκρατίας των κομμάτων. Οπως π.χ. οι ανοιχτές διαδικασίες συμμετοχής των πολιτών στην επιλογή των υποψηφίων που θα μπουν στη λίστα.
Η καθιέρωση του σταυρού σε μια ενιαία περιφέρεια δεν διορθώνει το κακό παρά τη δημοκρατική πρόσοψη που έχει. Ας σημειώσουμε, πάντως, ότι δεν συνιστά ελληνική πρωτοτυπία. Σταυρός προτίμησης στις ευρωεκλογές με διαφορετικούς τρόπους εφαρμόζεται και σε ορισμένες άλλες χώρες. Οι λόγοι επομένως που κατά τη γνώμη μου είναι ακατάλληλος αφορά τις ελληνικές συνθήκες.
Ο πρώτος έχει ήδη σχολιαστεί. Η καθιέρωση του σταυρού προτίμησης και μάλιστα σε εθνική κλίμακα αποθεώνει την κυριαρχία των ΜΜΕ στον καθορισμό των αποτελεσμάτων, ευνοεί τους εγκατεστημένους πελατειακούς μηχανισμούς και περιορίζει υπέρμετρα την ανάδειξη νέων ανθρώπων οι οποίοι προφανώς υστερούν έναντι των «εθνικά αναγνωρίσιμων» πολιτικών ή άλλων διάσημων που συχνά λίγη σχέση έχουν με την πολιτική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ελάχιστος χρόνος της προεκλογικής καμπάνιας σχεδόν εξανεμίζει τις δυνατότητες των νεοτέρων. Η ουσιαστική, λοιπόν, δημοκρατία λίγο κερδίζει εν προκειμένω. Επιπλέον, αυτή η επέκταση του σταυρού και στις ευρωεκλογές έρχεται την ώρα που εντείνεται ο προβληματισμός για την ανάγκη να σπάσουν οι μεγάλες περιφέρειες με σταυρό, όπως η Β? Αθήνας, γιατί αποτελούν πηγή της διαπλοκής, του μαύρου χρήματος και της πελατειακής παθογένειας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι υποβιβάζει ακόμα περισσότερο τον λόγο περί Ευρώπης στη διάρκεια της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Οχι ότι θα κυριαρχούσε. Πασχίζουν, όπως βλέπουμε, οι λεγόμενες «αντιμνημονιακές δυνάμεις» να υποτάξουν τόσο τις αυτοδιοικητικές εκλογές όσο και τις ευρωεκλογές στη δική τους «καταγγελτική» ατζέντα. Κι αυτό την ώρα που η Ελλάδα χρειάζεται να ορίσει και πάλι τη θέση της και τη σχέση της με την Ευρώπη που αλλάζει. Το κυνήγι του σταυρού ανά την Ελλάδα δύσκολα θα αναβαθμίσει, έστω κατά λίγο, το θέμα Ευρώπη στις επερχόμενες εκλογές.
Θα ήταν καλό να μην παγιωθεί η πρόσφατη αλλαγή, η οποία είναι καταφανώς εξαρτημένη από τη σημερινή συγκυρία. Φοβάμαι ότι θα είναι μια ακατάλληλη για τη χώρα μας εκλογική διαδικασία. Πάντως, αν στις επόμενες ευρωεκλογές επανέλθει η λίστα, θα πρέπει να βρει ώριμα τα κόμματα να τη συμπληρώσουν με δημοκρατικές εσωτερικές διαδικασίες.