Εδώ και μερικές μέρες, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να βάλει ένα αιφνίδιο και επικίνδυνο «αυτογκόλ». Αντί για την κομματική εργαλειοποίηση του θεσμού του ΠτΔ από τη ΝΔ, η συζήτηση μεταφέρθηκε γρήγορα στο θέμα των πιθανών συμμαχιών για την επόμενη διακυβέρνηση της χώρας. Κάπως έτσι, πάνω στην δεκάχρονη επέτειο της (αλήστου μνήμης) εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ (2015), το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε να ανοίγει μια άκαιρη, ακατανόητη και θολή συζήτηση για μια «προοδευτική διακυβέρνηση» με την πολυδιασπασμένη Αριστερά. Η συζήτηση αυτή δεν έχει, ωστόσο, πραγματικό ακροατήριο μέσα στο εκλογικό σώμα του ΠΑΣΟΚ. Ποιος, στ’ αλήθεια, ζητάει σήμερα «τα αζήτητα» του αντι-Μνημονίου και ποιος νομίζει ότι σε μια ενδεχόμενη ανάκτηση της κυβερνησιμότητας της δημοκρατικής παράταξης χωράνε όλοι όσοι έπαιξαν με την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ;
Απ’ ό,τι φαίνεται, στο μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, και μόνο το ενδεχόμενο ενός come back των «κομμάτων της δραχμής» και των «κομμάτων της αυταπάτης», μέσω της «προοδευτικής διακυβέρνησης», στοίχισε ήδη στο ΠΑΣΟΚ μερικές δημοσκοπικές μονάδες. Το ΠΑΣΟΚ, επομένως, πρέπει να υπολογίσει το κόστος της απομάκρυνσης από την κύρια πολιτική βάση του. Το φαινόμενο το περιέγραψε ευθύβολα ο Γιάννης Μεϊμάρογλου σε προηγούμενο άρθρο του: «Η σημαντική διαφορά που χωρίζει ακόμα το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους πολίτες του ευρύτερου φιλελεύθερου κεντρώου χώρου στους οποίους πρέπει να απευθύνεται με πειστικό πολιτικό λόγο και κινήσεις. Άλλωστε, παραδοσιακά, το ΠΑΣΟΚ κέρδιζε τις εκλογές όταν κατάφερνε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λεγόμενου “Πολιτικού Κέντρου”.[1] Σε καμία περίπτωση, οι ψηφοφόροι αυτοί δεν θα ήθελαν να πειραματιστούν ξανά με οποιαδήποτε εκδοχή αυτής της Αριστεράς, ιδίως μετά την πρόσφατη απαξιωτική πορεία των εν λόγω κομμάτων. Αν λοιπόν, θα έπρεπε να στραφεί κάπου το ΠΑΣΟΚ είναι στους ίδιους τους ψηφοφόρους του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Αυτοί συγκροτούν μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία, η οποία δεν περιμένει τις επόμενες εκλογικές συμμαχίες αλλά αναζητά εναλλακτικές λύσεις, δίκαιες μεταρρυθμίσεις και, κυρίως, νέους πολιτικούς συμβολισμούς.
Από αυτή την άποψη, η επιλογή του ΠΑΣΟΚ να προτείνει τον κ. Τάσο Γιαννίτηση για ΠτΔ σηματοδοτεί μια τριπλή διαχωριστική γραμμή, με ιδιαίτερο ιδεολογικό ενδιαφέρον. Πρώτα απ’ όλα, με την επιλογή αυτή, το ΠΑΣΟΚ κάνει εμμέσως την αυτοκριτική του, καθώς το ίδιο επέδειξε τότε ισχυρούς μηχανισμούς ακύρωσης του «νόμου Γιαννίτση» για το ασφαλιστικό. Ξαναπιάνοντας, λοιπόν, το νήμα από εκείνο το σημείο, το ΠΑΣΟΚ δηλώνει πως η εκσυγχρονιστική ετοιμότητα και προνοητικότητα είναι αυτή που πρέπει να διαμορφώνει πλέον το περιεχόμενο της διακυβέρνησης και όχι οι ευκαιριακές υπαναχωρήσεις. Από την άλλη μεριά, η υποψηφιότητα του κ. Τάσου διαχωρίζει το ΠΑΣΟΚ από τις δεξιές «πολιτικές της αδράνειας».[2] Όλοι θυμόμαστε πως το «νεοκαραμανλικό σύστημα» της ΝΔ εισήλθε στην εξουσία (2004) με το κόλπο της «απογραφής» προκειμένου να στιγματίσει την κυβέρνηση Σημίτη. Και, επίσης, όλοι θυμόμαστε πως η ΝΔ αποχώρησε από την εξουσία (2009) με τη θεαματική εκτίναξη του χρέους στα 270 δισ. ευρώ! Ο δρόμος για τη χρεοκοπία είχε ανοίξει. Τέλος, η πρόταση του ΠΑΣΟΚ διαχωρίζει τον προοδευτικό πολιτικό χώρο από τα αριστερά κόμματα που πολέμησαν συστηματικά κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια. Είναι πραγματικά κωμικό το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά στηρίζουν την υποψηφιότητα της κ. Κατσέλη, στο όνομα ενός νόμου («νόμος Κατσέλη»), τον οποίον καταψήφισαν. Όπως υπενθύμιζε μονοκόμματα και σταράτα, τότε, στον Αλέξη Τσίπρα η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά : «ο νόμος είναι του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τον ψήφισε».[3] Για άλλη μια φορά, στα κόμματα της Αριστεράς, υπερίσχυσε η «συνδικαλιστική» τακτική τους. Είναι κι αυτή, άραγε, στοιχείο της «προοδευτικής διακυβέρνησης» ;
Η επιλογή του κ. Τάσου Γιαννίτση δεν είναι και δεν θα καταφέρει να γίνει μια πλειοψηφική επιλογή του Κοινοβουλίου. Είναι όμως μια επιλογή που παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα. Όπως έγραφε στο βιβλίο του[4] ο Τάσος Γιαννίτσης, «η φτώχεια δεν είναι ατομικό ζήτημα». Ακριβώς για αυτό το λόγο, χρειάζεται μια πολιτική μεταρρυθμίσεων με πυρήνα το πρόβλημα των κοινωνικών ανισοτήτων, την ανάδειξη της έννοιας των δημόσιων αγαθών αλλά και την αλληλεγγύη προς τις νέες γενεές. Για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, το «παράδειγμα» του Γιαννίτση είναι μια συμβολική αναφορά στην πολιτική της πρόληψης, της αναδιανομής του πλούτου αλλά και της «ανθεκτικότητας» της οικονομίας. Είναι όμως και ένα «παράδειγμα» για τις προϋποθέσεις των μεταρρυθμίσεων.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η πρωτοβουλία του Γιαννίτση «κόπηκε» όχι μόνο επειδή την πολέμησε ο πελατειακός συντεχνιασμός αλλά και επειδή ένα μέρος των κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ζητούσαν την άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι ίδιες οι νομοθετικές πρωτοβουλίες αλλά η πολιτική κουλτούρα που προετοιμάζει το έδαφος των μεταρρυθμίσεων. Αντί για τις ευφάνταστες ιδέες περί συνεργασιών, καλό θα ήταν το ΠΑΣΟΚ να ανοίξει ξανά αυτή τη συζήτηση. Αυτή, άλλωστε, θα προδιαγράψει και θα αναδείξει τις διαφορές της νέας σοσιαλδημοκρατίας από τη δεξιά και από την αριστερή συντήρηση. Με άλλα λόγια, ξαναπιάνοντας το νήμα του εκσυγχρονισμού το ΠΑΣΟΚ μπορεί να δώσει ξανά νόημα στην πολιτική δυναμική του.
[2] Βλ. Γιάννης Βούλγαρης, Η μοιραία πενταετία. Η πολιτική της αδράνειας 2004-2009, Πόλις, Αθήνα, 2011.
[4] Τάσος Γιαννίτσης, Ασφαλιστικό, Ανάπτυξη, Μακροοικονομία. Οι κρίσιμες διασυνδέσεις, Πατάκη, Αθήνα 2020.