Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές. Το ΟΧΙ κέρδισε με μεγάλη και αναπάντεχη –για όλους- διαφορά. Ο λαός, που έχει το δικαίωμα να σφάλει, μίλησε.
Η κυβέρνηση έχει τώρα στους ώμους της την ευθύνη για την περαιτέρω πορεία. Η ευθύνη της ανήκει, πλέον, εξ ολοκλήρου και δεν μπορεί να τη μετακυλήσει στις πλάτες των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, όπως φάνηκε να επιδιώκει με τον τακτικισμό της ετεροχρονισμένης σύσκεψης κορυφής. Ευτυχώς το αποτέλεσμα αυτής της σύσκεψης απέτρεψε μια τέτοια εκέλιξη.
Βασικός παράγων για την υπερίσχυση του ΟΧΙ ήταν πως η κυβέρνηση κατώρθωσε να μεταβάλει τις εντυπώσεις τις τελευταίες μέρες επειδή δημιούργησε την πεποίθηση πως στο δημοψήφισμα δεν κρίνεται το μέλλον μας στην ευρωζώνη αλλά η ποιότητα της συμφωνίας με τους εταίρους. Και πως τα ανήκεστα προβλήματα που προκάλεσε στην οικονομία θα αναταχθούν εντός της εβδομάδος. Για να συμβούν αυτά υπερχρησιμοποιήθηκε το πρόσωπο του πρωθυπουργού που παραμένει δημοφιλές, στο οποίο στηρίχθηκε κατά 100% η εκστρατεία του ΟΧΙ.
Ο αγώνας που δόθηκε από τις δυνάμεις του ΝΑΙ ήταν δύσκολος. Το δημοψήφισμα ήταν εξόχως προβληματικό, καθώς, εκτός των άλλων, διεξήχθη με διαδικασίες εξπρές, με παραπλανητικό και ψευδεπίγραφο ερώτημα και ψηφοδέλτιο παρωδία. Η κυβερνητική προπαγάνδα στηρίχθηκε στον πόνο και τα λάθη της προηγούμενης πενταετίας, στη συσκότιση όσον αφορά τους ευρωπαϊκούς κανόνες και συσχετισμούς, στο «βολικό» ελληνικό στερεότυπο «για όλα φταίνε οι ξένοι», στους εμπεδωμένους –στη μέση συνείδηση- αντιστασιακούς ιστορικούς μύθους, με τη συνεπικουρία των ακροδεξιών και ναζιστών συμμάχων της και, τέλος, στη διχαστική ρητορική και αντίστοιχες πρακτικές.
Ο αγώνας του ΝΑΙ έγινε, κατ’ ουσίαν, από τα κάτω. Αυτό είναι παρακαταθήκη για το μέλλον αλλά, ταυτόχρονα, αποτέλεσε και μειονέκτημα, με δεδομένες τις ασφυκτικές χρονικές συνθήκες. Ο αγώνας διεξήχθη εκ των ενόντων, και με λίγα μέσα. Δεν κατώρθωσε να αντιπαραθέσει το/τα δικό/ά του πρόσωπο/α, σ’ αυτό του πρωθυπουργού και εξαιτίας του τρόπου που διεξήχθη το δημοψήφισμα (ανυπαρξία των δύο προβλεπόμενων επιτροπών κ.ά). Επιπλέον και πολύ σημαντικό τα κόμματα της αντιπολίτευσης που στήριξαν το ΝΑΙ συνέχιζαν να περιδινίζονται στην κρίση τους και να έχουν ηγετικό πολιτικό προσωπικό απαξιωμένο (ενδεικτική και η εκ των υστέρων παραίτηση Σαμαρά). Η κρίση τους σχετίζεται και με την αδυναμία των προηγούμενων χρόνων να παρουσιάσουν μια πειστική αφήγηση της κρίσης και συνεκτικές μεταρρυθμίσεις, πέραν της συνεχούς διελκυνστίδας με τους εταίρους στην πλάτη των οποίων φόρτωναν –με ελάχιστες εξαιρέσεις- την ευθύνη για τα όποια μέτρα.
Όλα αυτά πρέπει να γίνουν οδηγός για το μέλλον. Ειδικά το κεντροαριστερό τμήμα της αντιπολίτευσης απαιτείται να ανασυνταχθεί σε επαφή με το κοινωνικό της σώμα που έδωσε και τον αγώνα του ΝΑΙ και με βάση τα προβλήματα που αναδείχθηκαν στη διάρκειά του. Να ανασυνταχθεί σε επίπεδο ηγετικό αλλά και προγραμματικό, δίνοντας μια νέα και πειστική αφήγηση της ελληνικής κρίσης και μια συνεκτική και προωθημένη μεταρρυθμιστική ατζέντα.
Στην παρούσα φάση, πάντως τα πρώτιστα καθήκοντα είναι από τη μια να φράξουν με όλους τους δυνατούς τρόπους το δρόμο του παράλληλου νομίσματος και της δραχμής και από την άλλη να δώσουν ή να επιδιώξουν συναίνεση αλλά μόνο αν ικανοποιηθούν συγκεκριμένα και αυστηρά προαπαιτούμενα τόσο στο επίπεδο της διαπραγματευτικής στρατηγικής και των υπευθύνων της όσο και σ’ αυτό των ολοκληρωτικών τάσεων της κυβέρνησης (βλ. π.χ. Προεδρία της Βουλής.