Ο τίτλος του σημειώματος ασφαλώς δεν είναι δόκιμος, αλλά πώς αλλιώς να περιγράψω αυτό που συνέβη στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα; Υπήρχε μια αναμφίβολα κακότεχνη και μερικώς ξεπερασμένη διάταξη περί απαγόρευσης συμμετοχής του εν γένει πολιτικού προσωπικού σε εξωχώριες εταιρείες. Εν μέσω γενικευμένης καχυποψίας της κοινής γνώμης και την παραμονή επερχόμενης φοροκαταιγίδας, η κυβέρνηση της Αριστεράς φέρνει νύχτα σε πολυνομοσχέδιο εκατοντάδων σελίδων, που πρέπει να ψηφιστεί επειγόντως, τροποποιητική διάταξη, η οποία επιτρέπει πλέον στους πολιτικούς να συμμετέχουν σε τέτοιες εταιρείες, εγκατεστημένες όμως σε χώρες που συνεργάζονται φορολογικά με την Ελλάδα. Αφήνω κατά μέρος το ερώτημα αξιολογικής κρίσης της νέας αυτής διάταξης, που -κατά τη γνώμη μου- μπορεί να είναι, υπό προϋποθέσεις, και δικαιολογημένη. Η συνέχεια είναι που με βγάζει από τα ρούχα μου.
Την επομένη της ψήφισης, σηκώνεται δημοσιογραφικός κουρνιαχτός γιατί κανείς από τους πατέρες του έθνους -ψηφίσαντες και καταψηφίσαντες- δεν είχε προσέξει την επίμαχη διάταξη. Ο κουρνιαχτός αυτός εντείνεται και από δημοσίευμα της εφημερίδας της κυβέρνησης «Αυγή», η οποία με πρωτοσέλιδο στηλιτεύει τη διάταξη, αλλά η ίδια η κυβέρνηση τη δημοσιεύει εσπευσμένα στην πραγματική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθιστώντας την έτσι νόμο του κράτους. Την μεθεπομένη, η κυβέρνηση, θορυβημένη από τη διακινδύνευση του χαμένου προ πολλού ηθικού της πλεονεκτήματος, φέρνει και ψηφίζει τροπολογία στη Βουλή με την οποία απαγορεύεται πλήρως στους πολιτικούς και στους στενούς συγγενείς τους η συμμετοχή σε οποιαδήποτε εταιρεία που εδρεύει στο εξωτερικό. Εντυπωσιακό! Ασχετα από τη στείρα αντιπαράθεση που ακολούθησε ως προς τα κίνητρα του ενός και του άλλου στην εξέλιξη και κατάληξη αυτής της απίθανης ιστορίας, επιβάλλονται ορισμένα αναμφισβήτητα συμπεράσματα: Πρώτον, οι παραβάτες του καταργηθέντος νόμου απαλλάσσονται και οι ήδη ενδεχομένως κινηθείσες ποινικές διαδικασίες εναντίον τους παύουν οριστικά βάσει του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα, ό,τι κι αν λέει περί του αντιθέτου ο τραγικός υπουργός Δικαιοσύνης, που εισήγαγε και τις δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες διατάξεις.
Δεύτερον, με τη δυνατότητα που δίδεται να αποσυρθούν οι ενδιαφερόμενοι εντός δύο μηνών από τις απαγορευμένες τώρα συμμετοχές τους, και βάσει της προστασίας προσωπικών δεδομένων, μάλλον κανείς δεν θα μάθει ποτέ ποιοι είχαν παράνομες ή νόμιμες τέτοιες δραστηριότητες. Τρίτον και χειρότερο, η νέα διάταξη δεν θα εφαρμοστεί ποτέ, θα πέσει με την πρώτη δικαστική προσφυγή, αν δεν αποσυρθεί άμεσα ύστερα από παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ως αντίθετη με τις βασικές ελευθερίες που προβλέπουν οι Συνθήκες. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε εδώ το φιάσκο του βασικού μετόχου. Δεν είμαι οπαδός της συνωμοσιολογίας, αλλά πώς να μην περάσει από το μυαλό κάθε πολίτη ότι από αυτό το ανεκδιήγητο νομοθετικό γαϊτανάκι ωφελήθηκαν όλοι οι πολιτικοί; Και πώς να εμπιστευθούν οι πολίτες αυτό το πολιτικό προσωπικό; Αν δεν αναστραφεί το κλίμα γενικευμένης σήψης που απλώνεται απειλητικά, θα το πληρώσουμε όλοι πολύ ακριβά.