Επανέρχεται ενίοτε στην επικαιρότητα και τίθεται ως ρητορικό ή πραγματικό ερώτημα το ζήτημα των ορίων ή των ουσιαστικών διαφορών που «χωρίζουν» τη συντηρητική από την προοδευτική παράταξη. Τη «Δεξιά» από την «Αριστερά» (με τη δυνατότητα χρήσης και του προθέματος «κεντρο-»). Η κυριαρχία διεθνώς ενός συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου, με μικρές διαφοροποιήσεις και η επιλογή συγκεκριμένων μεθόδων διαχείρισης οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων όπως αυτή που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, έχει δημιουργήσει την πεποίθηση της εξάλειψης των διαφορών μεταξύ ιδεολογικών ρευμάτων και «οικογενειών». Η αναγκαστική συγκατοίκηση κομμάτων με διαφορετικές προελεύσεις και ιστορία σε πλήθος χωρών, έχει επιτείνει την κατάσταση αυτή. Στο «μέσο πολίτη» κυριαρχεί η «ισοπεδωτική» αντίληψη «όλα είναι τα ίδια», αλλά και μια πρακτική αντίληψη και ερμηνεία της πραγματικότητας, ότι δηλαδή σημασία έχουν οι (δήθεν) πρακτικές-ουδέτερες «λύσεις» των προβλημάτων, χωρίς να έχει σημασία (ή ιδεολογικό πρόσημο) το περιεχόμενό τους. Με τέτοιες «σημαίες πρακτικότητας» κατέρχονται μάλιστα στον πολιτικό στίβο και πολιτικοί ή κόμματα και σημειώνουν και εντυπωσιακές (τουλάχιστον συγκυριακά) επιδόσεις.
Οι πολιτικοί που προέρχονται από ιστορικούς χώρους, είτε συντηρητικούς, είτε προοδευτικούς επιδίδονται ενίοτε σε προσπάθειες να πείσουν για τη διαφορετικότητα αυτή μεταξύ των χώρων τους. Να πουν ότι έχει ακόμα σημασία. Συνήθως όμως το κάνουν με λόγο και επιχειρήματα θεωρητικά, με ιστορική αναφορά που δεν αγγίζει την πλειοψηφία, ιδίως τους νεότερους που δεν έχουν ιστορικά φορτισμένα βιώματα. Έρχονται ενίοτε όμως στην επικαιρότητα κάποια ζητήματα, «τη ευγενική χορηγία» συγκεκριμένων προσώπων, που μας επιτρέπουν να θυμηθούμε τα βασικά και να ανιχνεύσουμε τις θεμελιώδεις διαφορές που ορίζουν και χωρίζουν χώρους. Μας επιτρέπουν να ξεκαθαρίσουμε έννοιες που μπορεί να έχουν «θολώσει» στην «εποχή-χωνευτήρι» που ζούμε και με τη βοήθεια της «θεωρίας» να δούμε πρακτικά τη σημασία των ιδεολογικών διαφοροποιήσεων. Θυμόμαστε πριν κάποια λόγια την περίφημη ρήση που προκάλεσε συζητήσεις, εργασίες ή ακόμα και φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις «περί του νόμιμου και ηθικού», ότι δηλαδή κάθετί που είναι νόμιμο είναι και ηθικό και το αντίστροφο. Φτάσαμε να ανασύρουμε τις βασικές περί δικαίου έννοιες και ανατρέξαμε στο Σοφοκλή και την «Αντιγόνη» για να τεκμηριώσουμε τον αντίλογο.
Τις ημέρες αυτές, ο χώρος της Αυτοδιοίκησης μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε με παρόμοιο τρόπο. Συγκεκριμένα, ο υποψήφιος της Νέας Δημοκρατίας για το Δήμο της Αθήνας διακηρύσσει πως εφόσον εκλεγεί Δήμαρχος θα προκαλέσει τοπικό δημοψήφισμα για την ανέγερση ή όχι μουσουλμανικού τεμένους στο Δήμο. Επικαλείται μάλιστα τα «δημοκρατικά ιδεώδη» και την αξία της συμμετοχής για να τεκμηριώσει την πρότασή του. Με μια πρώτη ματιά και ανάγνωση, ο καλόπιστος ακροατής μπορεί να νιώσει ακόμα και επιδοκιμασία στην εξαγγελία αυτή. Ιδίως μάλιστα αν έχει βιώσει στην περιοχή κατοικίας του «όχληση» (πραγματική ή φαντασιακή) από την πληθώρα μεταναστών και έχει πειστεί πως η ανέγερση τεμένους θα όξυνε κάποια από τα προβλήματα αυτά. Σε αυτήν την αντίληψη άλλωστε και το «θολό» κλίμα γύρω από το θέμα κλείνει το μάτι ο πρώην (αρμόδιος για τα θέματα αυτά)Υπουργός και Βουλευτής και επιχειρεί ένα αμφίβολο «ψάρεμα».
Ας εξετάσουμε όμως με περισσότερη ακρίβεια και ψυχραιμία το ζήτημα. Είναι ακριβώς έτσι; Δεν πρόκειται φυσικά να μπούμε εδώ στην λεπτομερή εξέταση του «μεταναστευτικού», το οποίο είναι ένα σύνθετο διεθνές ζήτημα, ούτε να αμφισβητήσουμε τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει στο κέντρο της Αθήνας, μόνο όμως λόγω της ανεπαρκούς και φοβικής αντιμετώπισής του από την Πολιτεία. Ακροθιγώς θα ασχοληθούμε με πτυχές του, στοχεύοντας αλλού την ανάλυσή μας.
Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα το οποίο πιστεύουμε και προασπιζόμαστε. Η δημοκρατία όμως και το κράτος δικαίου έχουν συγκεκριμένους κανόνες. Οι ερμηνείες και οι αντιλήψεις που επικρατούν σε κάθε κοινωνία και ιστορική συγκυρία διαμορφώνουν τους κανόνες αυτούς. Έτσι λοιπόν, η «λαϊκή κυριαρχία» έχει συγκεκριμένους τρόπους αλλά και όρια έκφρασης. Κορυφαία στιγμή της είναι η διενέργεια εκλογών, ιδίως βέβαια στα πλαίσια μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας όπως η δική μας. Την ώρα εκείνη, ο κυρίαρχος λαός εξουσιοδοτεί συγκεκριμένους φορείς (κόμματα, πρόσωπα) να τον εκπροσωπούν σε σειρά θεμάτων και να διαχειρίζονται για λογαριασμό του τις κοινές υποθέσεις. Η εξουσιοδότηση αυτή παρέχεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η εξουσία όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη. Έχει επίσης όρια. Ποια είναι αυτά; Μα, ο Νόμος. Με την ευρεία του έννοια.
Μια κοινωνία, δηλαδή ομάδα, ανθρώπων, όταν συγκροτείται σε Πολιτεία, θεσπίζει πρωταρχικά το βασικό της Καταστατικό Χάρτη. Στις χώρες με συνταγματική παράδοση, αυτό είναι το εκάστοτε Σύνταγμα. Το Σύνταγμα είναι αυτό που οριοθετεί την εξουσία και δίνει το πλαίσιο λειτουργίας της, όπως και της παραγωγής των λοιπών Νόμων της χώρας. Βασικό μέρος του Συντάγματος είναι τα άρθρα που προστατεύουν τα λεγόμενα «ατομικά δικαιώματα» ή «ατομικές/συνταγματικές ελευθερίες». Η έννοια αυτή, όπως αποκρυσταλλώνεται σε κάθε επιμέρους δικαίωμα, αποτελεί ίσως την κορωνίδα των κατακτήσεων, μετά από αιώνες αγώνων, Kινημάτων έως και Eπαναστάσεων, μέσα από ποταμούς αίματος που προήλθαν από την αέναη σύγκρουσή της εκάστοτε «εξουσίας» με τους «υπηκόους» της.
Συγκρούσεις με πολλές μειοψηφίες ενίοτε, τουλάχιστον σε επίπεδο κυρίαρχης άποψης. Συγκρούσεις που είχαν ως κύριο αίτημα, την παραχώρηση «χώρου» στην κοινωνία, χώρου ελευθερίας χωρίς παρεμβολή της κεντρικής κρατικής εξουσίας. Γιατί ακριβώς αυτό αποτελεί η κατοχύρωση «συνταγματικών ελευθεριών»: κάποια πεδία στα οποία μπορεί κάποιος να ασκεί/απολαμβάνει ελεύθερα την προστατευμένη βούλησή του χωρίς τον περιορισμό από το κράτος. Τα όρια, τόσο της δικής του άσκησης, όσο και του κρατικού παρεμβατισμού (αν δηλαδή μια παρέμβαση συνιστά ανεπίτρεπτο εμπόδιο ή θεμιτή ρύθμιση) τα θέτει κάθε φορά το αρμόδιο Δικαστήριο, που ερμηνεύει με βάση τις Γενικές Αρχές την κάθε περίπτωση. Στην Ελλάδα, Ανώτατο Ακυρωτικό αποτελεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο πολύ συχνά ακυρώνει αντισυνταγματικές επεμβάσεις της Πολιτείας στις ελευθερίες των πολιτών. Παρόμοιες υποχρεώσεις οι χώρες με αυτή τη νοοτροπία (εν πολλοίς, οι «πολιτισμένες χώρες») έχουν και από διεθνή κείμενα. Κυρίαρχη στην Ευρώπη είναι η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου» (ΕΣΔΑ), που διέπει το μεγάλο διακρατικό θεσμό του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Ελλάδα είναι από τα παλαιά μέλη του θεσμού αυτού και επικαλείται την προστασία του σε πλήθος περιπτώσεων, όπου διαπιστώνεται παράβαση δικαιωμάτων ελληνικής καταγωγής πολιτών σε άλλα κράτη μέλη (πχ στην Τουρκία). Την πιστή τήρηση των προβλέψεων της ΕΣΔΑ επιβλέπει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Όλοι αυτοί οι βασικοί θεσμοί και τα αρμόδια Όργανα που έχουν επιφορτιστεί με την παρακολούθησή τους, δεν αποτελούν φυσικά «θεόσταλτες αλήθειες», είναι όμως εξοπλισμένα με την υψηλότερη δυνατή νομική ισχύ, λόγω ακριβώς του κύρους και της σημασίας τους. Βρίσκονται στο επίκεντρο του ίδιου του Πολιτισμού μας, με κάποιες διαφοροποιήσεις ανάλογα με το ιδεολογικό σύστημα που ακολουθεί ο καθένας. Φορείς-υποκείμενα των δικαιωμάτων αυτών λοιπόν είναι ο κάθε άνθρωπος, οπουδήποτε και αν ανήκει. Δεν τελεί η προστασία των βασικών δικαιωμάτων υπό την αίρεση κανενός. Καμίας συγκυριακής ή όχι «πλειοψηφίας». Αυτό θα αναιρούσε τον ίδιο τον πυρήνα, την ουσία της έννοιας αυτής. Δεν πρέπει να συγχέουμε τα δικαιώματα αυτά, με άλλα που συνδέονται ευθέως με μια Πολιτεία, ως «πολιτικά δικαιώματα». Αυτά είναι διαφορετικής υφής.
Βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, είναι η λεγόμενη «θρησκευτική ελευθερία». Αυτή προστατεύεται ρητά τόσο στο ελληνικό Σύνταγμα (που ως προς αυτό είναι ένα βήμα πιο «προοδευτικό», αφού δεν μένει μόνο στην προάσπιση της «ανεξιθρησκείας» αλλά επιβάλλει στο Κράτος την υποχρέωση για παροχή της δυνατότητας στον καθένα να ασκεί τη λατρείας που επιθυμεί), όσο και στην ΕΣΔΑ. Πλούσια είναι και η νομολογία των Δικαστηρίων που προστατεύουν διαχρονικά και σταθερά το δικαίωμα αυτό, τοποθετώντας το στον πυρήνα της ουσίας του ανθρώπου και ως συστατικό τόσο της προσωπικότητας, όσο και της αξιοπρέπειάς του. Είναι λοιπόν αδιανόητη η προτροπή ακύρωσης ειλημμένης απόφασης, με επίφαση δημοκρατικότητας, με τοπικό δηλαδή δημοψήφισμα. Τα δημοψηφίσματα ως μέθοδος απόφασης που δημιουργεί αμεσότερα χαρακτηριστικά στο πολίτευμα, είναι μια μέθοδος με πολλά θετικά στοιχεία που ισχύει με επιτυχία σε χώρες του εξωτερικού. Στη χώρα μας, προβλέπεται η διεξαγωγή τους από το Σύνταγμα για συγκεκριμένους λόγους, αλλά μόλις πρόσφατα αποκτήσαμε σχετικό νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όσο θετικά και αν είναι για τη ρύθμιση θεμάτων της κοινής ζωής, δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται «εργαλειακά» για απόσειση ευθυνών, ειδικά μάλιστα εάν πρόκειται για ζήτημα προστασίας των συνταγματικών ελευθεριών.
Κι αν μπορεί να τεθεί το παραπλανητικό ερώτημα «μα οι πλειοψηφίες δεν αποφασίζουν στις δημοκρατίες;» η απάντηση είναι πως «βέβαια! Αλλά οι πλειοψηφίες αποφασίζουν για το τι θα γίνει για το σύνολο της κοινωνίας και όχι για θέματα των μειοψηφιών. Σε μια Δημοκρατία, οι μειοψηφίες έχουν απόλυτα διασφαλισμένα δικαιώματα». Το ξέρουμε αυτό, το βιώνουν πχ οι ελληνικές και χριστιανικές/ορθόδοξες μειονότητες σε όλον τον κόσμο. Στις «πολιτισμένες χώρες» ασκούν παρόμοια δικαιώματα χωρίς προβλήματα. Στις υπόλοιπες, το αυτονόητο δικαίωμα τους είναι πολυτέλεια. Αν αρχίσουμε με ένα τέτοιο ερώτημα, γιατί θα σταματούσαμε μετά στη διατύπωση και άλλων παρεμφερών, αφορούντων διαφόρων ειδών μειονότητες; Το ρίσκο για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας θα ήταν μεγάλο.
Η θέση του άρθρου δεν είναι η αυτονόητη υποστήριξη της συγκεκριμένης δόμησης του Τεμένους στο συγκεκριμένο χώρο. Είναι η αυτονόητη προοδευτική υποστήριξη στο δικαίωμα χιλιάδων ανθρώπων, πολλοί εκ των οποίων είναι και Έλληνες πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, για ελεύθερη και αξιοπρεπή άσκηση του δόγματός τους. Και η καταδίκη μιας όψιμης και βαθιά λαϊκίστικης προσέγγισης που ζητά ακύρωση των δημοκρατικά ληφθέντων αποφάσεων με τρόπους που δεν αρμόζουν στο θέμα. Να θυμίσουμε πως η απόφαση για την ανέγερση έχει επικυρωθεί (δις) με Νόμους του Κράτους (2006 και 2011) και έχει συμφωνήσει με αυτές ο Δήμος Αθηναίων αλλά και άλλοι Φορείς. Αν ο χώρος δεν είναι κατάλληλος, αυτό θα πρέπει να το αποφασίσουν τα αρμόδια Όργανα, όπως τα εξουσιοδοτεί με πάγιο τρόπο ο Νόμος. Εφόσον πήραν τη συγκεκριμένη απόφαση και την τεκμηρίωσαν με τις απαραίτητες μελέτες και στοιχεία, η απόφαση πρέπει να υλοποιηθεί το συντομότερο. Κάθε άλλη προσέγγιση είναι λανθασμένη και το μόνο που προσφέρει είναι η δυνατότητα που μας δίνει για υπενθύμιση των «αυτονόητων».