Στην άκρη του Β Παγκοσμίου Πολέμου το τσίρκο του Κλεμ Χότλεϊ τέμνει τις τραυματισμένες από το Οικονομικό Κραχ μεσοπολιτείες, προσφέροντας φτηνό θέαμα στο πεινασμένο και καταπονημένο κοινό. Νάνοι που κάνουν τα πάντα, γίγαντες με δυνάμεις πέρα από τ’ ανθρώπινα, ευλύγιστοι «νέγροι» που παραβιάζουν τις ανθρώπινες δυνατότητες, τρικ και κόλπα που μπερδεύουν τον κόσμο γιατί έχει ανάγκη να μπερδευτεί, να ξεχαστεί από αυτά που βιώνει, να ζήσει μακριά από τη φριχτή καθημερινότητά του, να τρυπώσει σε μιαν άλλη διάσταση εκεί που όλα είναι μαγικά, όλα είναι πιθανά, όλα είναι μια γλυκερή ψευδαίσθηση και πάντως μακριά από τη θλιβερή και μίζερη καθημερινότητά του. Η ζωή στις μεσοπολιτείες των ΗΠΑ εκείνη την εποχή, είναι ένας σκοτεινός ωκεανός χωρίς ακτές και ακρωτήρια, γεμάτη από ανθρώπινα ναυάγια και απελπισμένες υπάρξεις. Ταχυδακτυλουργοί, τσιρκολάνοι, πνευματιστές, κομπιναδόροι και μάγοι, πωλούν το αμερικάνικο όνειρο από την πίσω πόρτα, υπνωτίζουν έναν λαό που βουλιάζει μέσα στην ανέχεια και την απελπισία. Ο λαός όσο σε πιο άσχημη κατάσταση βρίσκεται τόσο περισσότερο αίμα ζητάει. Η μεγάλη ατραξιόν στο τσίρκο μας είναι ένα βρώμικο, εξαθλιωμένο, ρακένδυτο ζωντανό το οποίο πίνει αίμα, μουγκρίζει σαν τέρας αλλά είναι βεβαιωμένο επιστημονικά ότι ανήκει στο ανθρώπινο είδος. Όλος ο εξαθλιωμένος κόσμος τρέχει να δει το τέρας για να νιώσει καλύτερα για να μαλακώσει τη δική του αθλιότητα.
O χαρισματικός και φιλόδοξος Stanton Carlisle (Bradley Cooper) μπαίνει κάτω από αυτή τη μαγική τέντα και γοητεύει το μέντιουμ Zeena (Toni Collette) και του συζύγου της Pete (David Strathairn). Με τις γνώσεις που θα αποκτήσει και με το ταλέντο του οι έχοντες και κατέχοντες της Νέας Υόρκης του 1940 θα βρουν τον δάσκαλό τους. Με στήριγμα τη Molly (Rooney Mara) πιστή στο πλευρό του, ο Stanton καταστρώνει ένα μεγάλο κόλπο με στόχο έναν μεγιστάνα (Richard Jenkins), με τη βοήθεια μιας μυστηριώδους ψυχιάτρου (Cate Blanchett), που μπορεί να αποδειχθεί και η πιο επικίνδυνη αντίπαλός του. Η δίψα για χρήματα κι ο ναρκισσισμός του Στάντον τον έχουν μεταμορφώσει. Η γνωριμία του μυστηριώδη με τη Λίλιθ, ψυχαναλύτρια της VIP ελίτ της Νέας Υόρκης, θα αποβεί μοιραία. Ο Πιτ σε ανύποπτο χρόνο τον είχε προειδοποιήσει: ποτέ να μην ξεπεράσει τη γραμμή του ευφάνταστου ψυχαγωγού. Ο Στάντον όμως είναι πανέτοιμος για χάρη του πλούτου να διασχίσει ολόκληρο το μονοπάτι των χαμένων ψυχών. Τα τέρατα είναι πραγματικά, το ίδιο και οι εφιάλτες, επειδή ζουν μέσα μας, και μερικές φορές όταν βρουν την ευκαιρία νικούν, προς δόξα του τυχοδιώκτη και σκοτεινού εαυτού μας.
Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο («Η Μορφή του Νερού», «Ο Λαβύρινθος του Πάνα») μαζί με τη σύζυγό του, Kιμ Μόργκαν, διαμορφώνει τη σεναριακή διασκευή του μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Λίντσεϊ Γκρέσαμ, «Nightmare Alley», σε ένα πιο σύνθετο, πιο μυστηριώδες, πιο απαιτητικό από το film noir - όπως είναι η ταινία του 1947 από τον Εντμουντ Γκούλντινγκ, με πρωταγωνιστές τους Τάιρον Πάουερ και Τζόαν Μπλοντέλ. Ο Ντελ Τόρο σκηνοθετεί μια παραβολή με τέρατα, ανθρώπους, όνειρα και εφιάλτες στην οποία τα πράγματα αφού διασχίσουν τη ζοφερή πραγματικότητα, οδηγούνται σε ένα εφιαλτικό πλάτωμα χωρίς διέξοδο. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες έγραφε ότι «Αποφάσισα πολλές φορές να ασχοληθώ με τη μεταφυσική, αλλά με διέκοπτε η ευτυχία». Στην Αμερική όμως του πολέμου όπως τη σχεδιάζει ο Ντελ Τόρο, δυστυχώς καμιά ευτυχία δεν θα κόψει το δρόμο στον απελπισμένο κάτοικο των μεσοδυτικών πολιτειών, από το να χαθεί στον σκληρό κόσμο της ανέχειας, της στέρησης και της αφυδατωμένης μεταφυσικής.
Το φιλμ είναι βυθισμένο στο γνωστό κλασικό χολιγουντιανό μελόδραμα, το οποίο επαναδιατυπώνει με τον δικό του τρόπο ο σκηνοθέτης. Η ταινία στηρίζεται και εξελίσσει τη φιλμ νουάρ εκδοχή των πραγμάτων και δεν αφήνει τίποτα στη θέση του χωρίς να το μετακινήσει, ελπίζοντας ότι θα μιλήσει, για τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, ψυχολογικές ακόμα και υπαρξιακές παραμέτρους της εποχής που πραγματεύεται, αλλά και του παρόντος, με όχημα ένα παλαιότερο βιβλίο και αφορμή μια ταινία. Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο γνωρίζει πολύ καλά ότι ο δρόμος της ψευδαίσθησης, τον οποίο ανοίγει ο ήρωας του, είναι σπαρμένος με τις βεβαιότητες που γεννάει η ανάγκη, με τη σιγουριά που θρέφει η ανέχεια και την εμμονή που γιγαντώνει η εξαθλίωση, η βουλιμία και η πλεονεξία, εκεί στηρίζει όλο το εγχείρημά του.
Είναι αλήθεια ότι ο Ντελ Τόρο όλα αυτά για τα οποία μας μίλησε στο Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών μας τα έχει πει με διαυγέστερο, ακριβέστερο και ποιητικότερο τρόπο στις άλλες ταινίες του και κυρίως στη «Μορφή του νερού». Αλλά δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε ότι χαθήκαμε στον αλλοπρόσαλλο, κυματιστό και πολύχρωμο κόσμο του τσίρκου που έστησε ο Μεξικανός σκηνοθέτης ή δεν μας παρέσυρε στον γοητευτικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης, τον κρυστάλλινο πλούτο των art deco νεοϋρκέζικων κτιρίων , το μυστικιστικό αδιέξοδο των πλούσιων κατοίκων της, που έστησε στο δεύτερο μέρος της ταινίας.
Δεν λείπει τίποτα από τα στοιχεία που χτίζουν τέτοιες ταινίες ούτε ο τυχοδιώκτης που θα φτάσει μέχρι εκεί που το όνειρο γίνεται εφιάλτης, ούτε η femme fatale η οποία μοιάζει τόσο ευφυής όσο και γοητευτική, δεν λείπει το σχέδιο, η αγωνιώδης διαδρομή, αλλά δεν λείπει και η ύβρις και η αναγκαία κάθαρσις. Ο Ντελ Τόρο έχει τον τρόπο κάθε φορά να μας γοητεύει είτε με τα απόκοσμα τέρατά του είτε με τους αχανείς μύθους του είτε με τα δαιδαλώδη όνειρά του και με τα αθώα μεταφυσικά του.
Στη Αμερική του πολέμου, στον κόσμο της ανέχειας αλλά και του άμετρου πλούτου και της άκρατης μεταφυσικής, που στήνει ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, τίποτα δεν είναι πραγματικό όλα είναι ένα τεράστιο ψέμα, ένα παραμύθι, μία ψευδαίσθηση. Αλλά ο αμερικανός κωμικός Emo Philips, το έθεσε πολύ σοβαρά το όλο θέμα «Πόσοι από σας πιστεύετε στην τηλεκίνηση; Σηκώστε το χέρι μου».