Αλλοι σκίζουν τα μνημόνια και άλλοι σκίζουν τα ρούχα τους επειδή η χώρα δανείστηκε 3 δισ. από τις διεθνείς αγορές. Πέντε σύντομα σχόλια:
(α) Η επιτυχής έκδοση του 5ετούς ομολογιακού δανείου σημαίνει «ολική επιστροφή στις αγορές»; Οχι, σημαίνει ότι η χώρα έκανε ένα πρώτο μικρό βήμα στη δημιουργία αγοράς ομολόγων του Δημοσίου μέσω της σταδιακής έκδοσης ομολόγων με ποικίλες διάρκειες, ώστε οι αγορές να μπορέσουν να τιμολογήσουν τη χώρα μας, με τη φιλοδοξία μακροπρόθεσμα να καταστούμε ικανοί να εξυπηρετούμε το χρέος με δικές μας δυνάμεις. Την Πέμπτη, έγινε ένα πρώτο, τεχνικού χαρακτήρα βήμα με συμβολική σημασία, σε αυτήν την κατεύθυνση. Η πορεία μέχρι να γίνουμε «αυτεξούσιοι» είναι μακρά και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
(β) Οι αγορές αποφάσισαν να μας δανείσουν επειδή καταλήξαμε σε συμφωνία με την τρόικα, υλοποιήσαμε πολλά από αυτά που μας υπέδειξε, αντιμετώπισε με κατανόηση την παράκλησή μας να υλοποιήσουμε τα υπόλοιπα μετά τις ευρωεκλογές και ενέκρινε τη δόση των 8,3 δισ. ευρώ. Μας δάνεισαν επειδή συμφωνήσαμε να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε το Μνημόνιο – ούτε το έσκισαν ούτε το σκίσαμε. Δεν τους ειπώθηκε «δώστε δάνεια για να ξαναβρούμε το επίπεδο ζωής πριν από το 2010» ούτε, βέβαια, για «να ξαναγίνουμε η Ελλάδα που ξέρατε». Αν τους το έλεγαν, δεν θα μας δάνειζαν. Γι’ αυτό, δεν το είπαν.
(γ) Η επιτυχία της έκδοσης σημαίνει ότι οι αγορές κήρυξαν βιώσιμο το χρέος μας; Οχι. Οι αγορές είδαν μια εξαιρετικά επικερδή και ασφαλή τοποθέτηση. Ασφαλή, όχι επειδή έγινε με το αγγλικό δίκαιο (πώς αλλιώς θα γινόταν, αφού είχαμε «κουρέψει» τα ομόλογα με το PSI;) αλλά επειδή μας στηρίζει η τρόικα, επειδή δεν έχουμε άλλες πληρωμές μέχρι το 2022 (τα μικρά ποσά προς ΔΝΤ θα μας δανείζει το ίδιο το ΔΝΤ για να τα εξοφλούμε) και, κυρίως, επειδή το 85% του χρέους μας είναι προς άλλα κράτη. Το επιτόκιο που έδωσαν οι αγορές δεν τιμολογεί παρά μόνο το 15% του χρέους, που το κατέχουν ιδιώτες και είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές.
(δ) Ως εκ τούτου, είναι παραπλανητική η σύγκριση με το επιτόκιο που δανειζόμασταν το 2010 ή με εκείνο με το οποίο δανείστηκαν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία (και, μάλιστα, όχι σε συνθήκες άπλετης διεθνούς ρευστότητας). Το 2010, όλο το χρέος μας κατείχαν ιδιώτες και ήταν διαπραγματεύσιμο στις αγορές. Οπως είναι και το 90% περίπου του χρέους της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας. Το επιτόκιο, η τιμολόγηση του κινδύνου, είναι διαφορετική όταν το 85% του χρέους σου ανήκει σε άλλα κράτη, άρα είναι εκτός διαπραγμάτευσης, και τελείως διαφορετική όταν όλο το χρέος σου είναι διαπραγματεύσιμο στις αγορές.
(ε) Η σύγκριση με Πορτογαλία και Ιρλανδία είναι παραπλανητική και για λόγους ουσίας. Δεν βγαίνουμε στις αγορές με «εφάμιλλους ή καλύτερους όρους» (εκείνες βγήκαν, εμείς ακροπατούμε…) αλλά με σημαντικά χειρότερους: Η Ελλάδα μπήκε στην κρίση με 12,6% ανεργία κι έχει 27,3% ενώ η Ιρλανδία με 13,9% κι έχει 13,1%, η Πορτογαλία με 12% κι έχει 16,5%. Στην Ελλάδα μειώθηκαν οι επενδύσεις 40%, στην Ιρλανδία 6%, στην Πορτογαλία 30%. Η Ελλάδα έχασε 22% του ΑΕΠ της, η Ιρλανδία κέρδισε 4,6%, η Πορτογαλία έχασε μόνο 4,4%. Οι εξαγωγές των άλλων δύο αυξάνονται, οι ελληνικές μειώθηκαν 2,8% το τελευταίο 12μηνο – κακός οιωνός για τη διατηρησιμότητα της ισορροπίας στο ισοζύγιο πληρωμών.
Αν, όμως, η ασκούμενη πολιτική είναι αδιέξοδη, ένα δάνειο από τις αγορές δεν δικαιολογεί πανηγυρισμούς.