Το ελληνικό πρόγραμμα βαίνει προς ολοκλήρωση. Το 2014 τελειώνουν οι δόσεις από την ΕΕ και μένουν κάποιες του ΔΝΤ μέχρι τα μισά του 2016. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αξιολόγηση που θα γίνει από την Τρόικα τον Σεπτέμβριο θα είναι η τελευταία με τη μορφή που την ξέρουμε. Ετσι, η κυβέρνηση λέει αλήθεια όταν υποστηρίζει ότι έρχεται το τέλος του μνημονίου και το τέλος της Τρόικας. Αλλά δεν λέει όλη την αλήθεια.
Το γεγονός ότι δεν θα φτιαχτεί -όπως όλα δείχνουν- τρίτο πακέτο για τη χώρα μας, με τη μορφή νέων δανείων, οφείλεται στο γεγονός ότι απόφαση για πρόσθετη χρηματοδότηση δεν περνάει από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών της ευρωζώνης. Εταίροι και πιστωτές θα πρέπει να παραδεχτούν ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν βγήκε και να δώσουν εξηγήσεις στο εσωτερικό τους ακροατήριο που θα τους εγκαλεί για λεφτά που πετάχτηκαν σε βαρέλι χωρίς πάτο. Επομένως, είτε αρνείται η ελληνική πλευρά νέο δάνειο με νέο μνημόνιο είτε όχι, μικρή σημασία έχει, γιατί πολύ απλά δεν μας δίνουν νέο δάνειο. Αυτό που μεθοδεύεται είναι να καλυφθούν τα χρηματοδοτικά κενά με άλλους τρόπους, ειδικά με διευκολύνσεις σε σχέση με την εξυπηρέτηση του χρέους, να γίνει νέα επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, να μεγαλώσει η περίοδος χάριτος, να γίνουν σταθερά από κυμαινόμενα τα χαμηλά επιτόκια. Ακόμη, να αξιοποιηθούν τα κεφάλαια ύψους περίπου 11 δισ ευρώ από το ΤΧΣ για να κλείσουν τρύπες που τυχόν θα προκύψουν από τα stress tests των τραπεζών. Οποιο και αν είναι το τελικό μείγμα, όση βοήθεια και αν δοθεί απ έξω, δεν γίνεται να μην υπάρχει εποπτεία προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η υποστηριζόμενη χώρα δεν θα διολισθήσει σε δημοσιονομικές ατασθαλίες και δεν θα εγκαταλείψει την μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Αλλωστε, αυτό προβλέπεται ρητά από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που ισχύει στην ευρωζώνη, ότι οι χώρες που βγαίνουν από πρόγραμμα στήριξης ελέγχονται μέχρι να εξοληφθεί το 75% της χρηματοδότησης που έχουν πάρει. Εμείς δεν θέλουμε να μπαινοβγαίνει ο Τόμσεν στα υπουργικά γραφεία, μάλλον ούτε αυτός θέλει, οπότε εύκολα θα απαλλαγούμε από την παρουσία του, όμως αυτό θα είναι μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα και όχι στην ουσία.
Ειδικά για τη χώρα μας, η αγωνία των πιστωτών για το πως θα κρατηθεί το τρένο στις ράγες είναι μεγάλη. Και έχουν δίκιο να θελήσουν να επιβάλουν αυστηρό πλαίσιο ελέγχου, συνδέοντας την απομείωση του χρέους με προαπαιτούμενα. Γιατί πραγματικά η κυρίαρχη τάση εδώ είναι η επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση. Το τέλος του μνημονίου και το τέλος της Τρόικας δεν γιορτάζεται, πρόωρα, απλώς για να αισιοδοξήσει η κοινωνία που δοκιμάζεται σκληρά ότι έρχονται καλύτερες μέρες, αλλά για να πειστεί ότι έρχονται οι προηγούμενες μέρες, αυτά που ξέρουμε και σταμάτησαν ξαφνικά το 2010.
Μετά από περίπου επτά χρόνια στην ύφεση και τέσσερα χρόνια στο μνημόνιο, ενώ κοιτάξαμε την άβυσσο και πέρασε ένα οδοστρωτήρας πάνω από τη χώρα, ο τρόπος συμπεριφοράς και σκέψης του πολιτικού συστήματος, στο μεγαλύτερο μέρος του, παραμένει ίδιος με εκείνον που γνωρίσαμε προ κρίσης και μας έφερε στην κρίση. Ακόμη χειρότερα, ίδιες μένουν και οι νοοτροπίες στο συλλογικό επίπεδο, κυριαρχεί η αίσθηση ότι μας την έφεραν οι έξω και φτωχύναμε, επομένως αν απαλλαγούμε από αυτούς θα ξαναβρούμε την ευημερία και την ευτυχία μας, καταναλώνοντας χωρίς να παράγουμε και απασχολούμενοι χωρίς να αποδίδουμε.
Ομως τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα και πολύ πιο δύσκολα. Το τέλος των μνημονίων θα ήταν κάτι λυτρωτικό εφόσον υπήρχε κάποιο σχέδιο για να τα αντικαταστήσει. Αν το σχέδιο είναι να μοιραστούν ξανά επιδόματα, να δίνονται συντάξεις στα 50, να γίνονται προσλήψεις στο Δημόσιο με 500άρικα, και να ικανοποιούνται τα αιτήματα των συντεχνιών, προφανώς πολύ γρήγορα θα βρεθούμε εκεί ακριβώς που είμασταν πριν το διάγγελμα Παπανδρέου στο Καστελόριζο. Η εξαφάνιση της Τρόικας από τη ζωή μας θα ήταν επίσης λυτρωτική εάν η δική μας κυβέρνηση, η τωρινή και η επόμενη, ενδιαφερόταν να διασφαλίσει την υγεία της οικονομίας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα για να μην κατρακυλήσουμε ξανά προς το χάος.
Μέχρι τώρα ό,τι έγινε, σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών, έγινε υπό την πίεση του μνημονίου και της Τρόικας. Με δεδομένα τα λάθη στις εκτιμήσεις τους και τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες τους, στην ερώτηση αν είναι χειρότεροι αυτοί ή οι δικοί μας η απάντηση δεν είναι αυτονόητη. Και ως “δικοί μας” δεν πιάνονται μόνο οι μετέχοντες στη διακυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση που σπρώχνει προς τα πίσω, οι αφορολόγητοι της οικονομικής ελίτ, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ομάδες συμφερόντων και ομάδες πίεσης, μηχανισμοί διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, όλοι όσοι αρνούνται οποιαδήποτε αλλαγή, παραγωγοί και λάτρεις του λαϊκισμού, οι επαγγελματίες γητευτές του λαού και όσοι γητεύονται.