Η διαπραγμάτευση δεν είναι αδύνατη, αν στηρίζεται σε μια αξιόπιστη εσωτερική στρατηγική κυρίως για το 2013 και το 2014
Οποιο και να είναι το αποτέλεσμα, οι εκλογές της Κυριακής θα αποδειχθούν σημείο καμπής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις μικρές ή μεγάλες διαφορές τους, σχεδόν όλα τα κόμματα εξέπεμπαν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δύο πράγματα: Πρώτον, τη δυσφορία τους για το Μνημόνιο, ανεξάρτητα εάν μερικοί το θεωρούσαν αναπόφευκτο και άλλοι καταστροφικό. Δεύτερον, τη βούλησή τους να επιδιώξουν την ανάπτυξη, άλλοι με ευρωπαϊκά κεφάλαια και εντός ευρώ, και άλλοι με πιθανή έξοδο από την Ευρωζώνη και ραγδαία υποτίμηση, αν και χωρίς να το λένε ανοιχτά. Κατά συνέπεια, όποια κυβέρνηση και να προκύψει θα υποχρεωθεί να λάβει υπόψη της αυτά τα δύο έμμονα στοιχεία της αναμέτρησης και να χαράξει μια πολιτική διαχείρισής τους.
Στην πράξη, το θέμα της ανάπτυξης και απασχόλησης θα καθορίσει και τη μεταχείριση του Μνημονίου. Αν η παρούσα ύφεση συνεχιστεί, η κοινωνική πίεση θα είναι τόσο μεγάλη που θα κάνει αδύνατη τη συνέχιση εφαρμογής του και μάλιστα με αύξουσα νευρικότητα, καθώς οι στόχοι θα διαψεύδονται ο ένας μετά τον άλλον. Αν όμως με κάποιον τρόπο η ελληνική οικονομία καταφέρει να βγει από την ύφεση, τότε θα βελτιωθούν τα δημοσιονομικά μεγέθη και η κυβέρνηση θα βρει πολλά πειστικά επιχειρήματα προς την Ευρωπαϊκή Ενωση για να επαναδιαπραγματευθεί στόχους, πολιτικές και χρονοδιαγράμματα, τα περισσότερα από τα οποία απέτυχαν και απλώς συνετέλεσαν στην εξάπλωση της ύφεσης.
Το θέμα βέβαια είναι πώς θα γίνει αυτή η περίφημη ανάπτυξη, που τώρα πλέον έγινε καθολικό σύνθημα ακόμα και σε αυτούς που με περισσή αλαζονεία θεωρούσαν την έλλειψή της ως αναγκαία θυσία για να καλμάρουν τα ελλείμματα και να περάσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές. Τρεις και μόνο είναι οι πιθανές επιλογές:
Να βάλει λεφτά η Ευρωπαϊκή Ενωση είτε αυξάνοντας θεαματικά τα Διαρθρωτικά Ταμεία είτε εκδίδοντας τα λεγόμενα «ευρωομόλογα έργων» για τη μαζική χρηματοδότηση μεγάλων επενδύσεων. Η Ελλάδα δεν έχει σοβαρή διαπραγματευτική δύναμη να επιβάλει μια τέτοια απόφαση, έχουν όμως η Ισπανία και η Ιταλία, με τις οποίες πρέπει επειγόντως να βρεθεί κοινή στρατηγική πίεσης προς Βορρά. Εάν στη Γαλλία εκλεγεί ο Φρανσουά Ολάντ είναι πιθανό το πακέτο ανάπτυξης να είναι το αντίτιμο για να μην αλλάξει ουσιαστικά το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που θέλει η Γερμανία και ψηφίστηκε τον περασμένο Οκτώβριο.
Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών να γίνει με όρους διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά, και αυτή με τη σειρά της να γίνει με όρους ότι οι επιχειρήσεις που ενισχύονται διατηρούν την απασχόληση, κάνουν επενδύσεις και σε έναν χρόνο αυξάνουν και τις θέσεις εργασίας. Το πρόγραμμα για να πετύχει θέλει εντατική παρακολούθηση εφαρμογής, αν δεν γίνει, όμως, τα κεφάλαια κινδυνεύουν να καταλήξουν στα βιβλιάρια καταθέσεων των επιχειρηματιών και μάλιστα όχι υποχρεωτικά εντός Ελλάδος.
Με την πραγματική έναρξη και ολοκλήρωση έστω κάποιων αποκρατικοποιήσεων, πέρα από τις συχνές και επαναλαμβανόμενες ανακοινώσεις κάθε τόσο ότι θα υλοποιηθούν σε μεγάλη έκταση, πλην όμως πάντα κάτι τυχαίνει και όλο αναβάλλονται. Η πραγματοποίηση έστω μίας ή δύο κινήσεων θα αλλάξει την αίσθηση ότι τίποτα δεν γίνεται και θα δράσει ως καταλύτης για την κινητοποίηση και άλλων ιδιωτικών επενδύσεων.
Εάν κάποια ή όλα από τα παραπάνω δουλέψουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, τότε θα μπορούσε η Ελλάδα να διαπραγματευτεί μια αναδιάταξη του Μνημονίου μετατρέποντάς το σε μία δεσμευτική Εσωτερική Συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς όμως το ΔΝΤ και τις αλλοπρόσαλλες θεωρίες του για καταβαράθρωση των χαμηλών εισοδημάτων ως μέσο επίτευξης ανταγωνιστικότητας.
Μια τέτοια στρατηγική είναι μάλλον ανέφικτη για το 2012, επειδή ο χρόνος είναι λίγος, τα ποσά της δανειακής βοήθειας πολύ μεγάλα και η επιθετικότητα της τρόικας απέναντι στην Ελλάδα βρίσκεται σε έξαρση για να αποφύγουν να παραδεχθούν την αποτυχία τους. Τα δύο επόμενα χρόνια 2013 και 2014 υπάρχουν όμως μερικά αξιοποιήσιμα στοιχεία, με την προϋπόθεση της ανάκαμψης που λέγαμε πριν.
Τα ποσά της δανειακής βοήθειας για τη διετία 2013-2014 θα φτάνουν τα 55 δισ. ευρώ και κατά σύμπτωση τόσα περίπου θα είναι και τα ποσά που χρειάζονται για την εξόφληση των δανείων μετά το PSI. Θα μπορούσε έτσι η δανειακή βοήθεια να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά και απευθείας για την εξόφληση των λήξεων ομολόγων της τριετίας, πράγμα που θα οδηγήσει σε δύο νέα δεδομένα: πρώτον, ότι θα είναι στην ουσία μια μορφή «ελεγχόμενου επαναδανεισμού», επειδή οι διεθνείς αγορές δεν είναι ακόμα προσβάσιμες για τη χώρα. Δεύτερον, ότι η δανειακή βοήθεια δεν θα υπεισέρχεται πλέον στο πρόγραμμα εσωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας και κατά συνέπεια δεν θα υπάρχει επιχείρημα για να υπαγορεύονται νέοι όροι και μέτρα.
Φυσικά μια τέτοια διαδικασία απαιτεί πολλές και σκληρές διαπραγματεύσεις, δεν είναι όμως ανέφικτη αν στηρίζεται σε μια αξιόπιστη εσωτερική στρατηγική. Ας θυμηθούμε ότι μέχρι σήμερα η Ιρλανδία πέτυχε αναπροσαρμογή των φορολογικών μέτρων του δικού της Μνημονίου, η Ισπανία την υιοθέτηση πιο ελαστικών δημοσιονομικών στόχων από τις αρχικές απαιτήσεις, και η Πορτογαλία αποκρούει σθεναρά μέχρι στιγμής την επιβολή δεύτερου Μνημονίου. Υπάρχουν μαθήματα που ίσως κάτι μας διδάξουν και ταρακουνήσουν την αίσθηση που επιδέξια καλλιεργείται για τη μονολιθικότητα του Μνημονίου, λες και είναι οι πλάκες του Μωυσή.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια αναδιάταξη του Μνημονίου μετατρέποντάς το σε μία δεσμευτική Εσωτερική Συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ενωση, χωρίς όμως το ΔΝΤ.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής Οικονομικών και πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας