Το μήνυμα του Μόντι

Ελίζα Παπαδάκη 28 Δεκ 2012

Ετος αποφασιστικών βημάτων προς μια καλύτερη ζωή, με ευημερία που να μας περιλαμβάνει όλους δίκαια, πρέπει και μπορεί να είναι το 2013. Οχι στην Ελλάδα μόνο, όπου η ελπίδα είναι να σημάνει μιαν απαρχή εξόδου από τη βαθιά οικονομική ύφεση, την εκρηκτική ανεργία, την εξάπλωση της φτώχειας. Ταυτόχρονα στην Ευρώπη συνολικά, όπου με ταλαντεύσεις και δισταγμούς οι ηγέτες της φάνηκαν να επιλέγουν τον δρόμο της ενότητας, της ισχυρότερης άρα οικονομικής, δημοσιονομικής, πολιτικοθεσμικής ενοποίησης, στον οποίο οφείλουν τώρα να προχωρήσουν. Με αυτή την Ευρώπη άλλωστε, που μας έδωσε επιτέλους ένα καθαρό σήμα στήριξης με αξιόλογο υλικό αντίκρισμα, έχει άρρηκτα συνδέσει τις τύχες της η χώρα μας. Οπότε άμεσα μας αφορούν όσα συμβαίνουν στις άλλες χώρες-μέλη.

Ενα σημαντικό μήνυμα ήρθε τις τελευταίες ημέρες του χρόνου από τη γειτονική Ιταλία: το προγραμματικό κείμενο του απερχόμενου Πρωθυπουργού Μάριο Μόντι ενόψει της προκήρυξης πρόωρων εκλογών. Ως επικεφαλής υπερκομματικής κυβέρνησης που με επώδυνες μεταρρυθμίσεις κατόρθωσε να ανακόψει μια επικίνδυνη οικονομική επιδείνωση, μετέχοντας ταυτόχρονα ενεργά στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ο Μόντι καταθέτει τις προτάσεις του για τη συνέχεια. Η Ιταλία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμάς: μεγάλη και ανεπτυγμένη οικονομία, συνάμα ανεπτυγμένη θεσμικά δημοκρατία, μεταξύ των έξι ιδρυτικών χωρών του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, διατηρεί πάντα από τις ισχυρότερες παραδόσεις προώθησης της ενοποίησης και της αλληλεγγύης στην Ευρώπη, παρά την κατά διαστήματα επικράτηση λαϊκιστικών δυνάμεων. Από τη σκοπιά των βόρειων χωρών συγκαταλέγεται ωστόσο στις «προβληματικές χώρες του Νότου», καθώς παρουσιάζει κάποιες αδυναμίες συγκρίσιμες με τις δικές μας – υψηλό σωρευμένο δημόσιο χρέος πρώτα απ’ όλα, αλλά και διαφθορά, φοροδιαφυγή, γραφειοκρατική ακαμψία, εδραιωμένες ανισότητες – αν και οπωσδήποτε λιγότερο συνθλιπτικές, εφόσον εκεί συνυπάρχουν με παραγωγικές δραστηριότητες πολύ πιο δυναμικές.

Διαβάζοντας το κείμενο Μόντι αξίζει κατ’ αρχάς να κρατήσουμε τη μαχητική εμμονή στη μεταρρύθμιση της Ευρώπης ώστε να γίνει πιο κοινοτική και λιγότερο διακυβερνητική (να μην αρκείται στην αντιπαράθεση εθνικών επιδιώξεων), πιο ενιαία και όχι διαφορετικών ταχυτήτων, πιο δημοκρατική και λιγότερο απομακρυσμένη από τους πολίτες. Σημείο καμπής, οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 2014. «Η απόρριψη του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας, η υπέρβαση των εθνικιστικών προκαταλήψεων, ο αγώνας ενάντια στην ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό και τις διακρίσεις είναι ο κοινός παρονομαστής των ευρωπαϊστικών δυνάμεων», γράφει. Ζητώντας από την Ευρώπη μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη βασισμένη σε υγιή δημόσια οικονομικά, περισσότερη χρηματοπιστωτική αλληλεγγύη με κοινή ανάληψη κινδύνων, ευρύτερες κοινωνικές και περιβαλλοντικές πολιτικές, δέχεται ότι η Ιταλία πρέπει να υποβάλει τις οικονομικές της πολιτικές στον συντονισμό και στην εποπτεία της Ενωσης, προς το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον.

Από το κεφάλαιο για την ανάπτυξη και τα δημόσια οικονομικά πολύ επίκαιρη για εμάς έρχεται η έμφαση που δίνει στην ελάφρυνση του φορολογικού βάρους στην εργασία και στις επιχειρήσεις, μεταφέροντάς το στη μεγάλη περιουσία και στην κατανάλωση των ευπορότερων, μέσω «αντικειμενικών μηχανισμών υπολογισμού του πλούτου που να μην προκαλούν φυγή κεφαλαίων». Επίσης, πέρα από τις αναπόφευκτες περικοπές, στην καλύτερη αξιολόγηση των δημόσιων δαπανών ώστε να γίνουν πιο αποδοτικές, με προτεραιότητα στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, στην έρευνα και την καινοτομία. Και από το άλλο κεφάλαιο, «για μια δυναμική και σύγχρονη κοινωνική οικονομία της αγοράς» – σε μια χώρα που, όπως η δική μας, πάσχει από τον διχασμό σε προστατευμένους και εντελώς απροστάτευτους εργαζομένους – χρήσιμο θα ήταν να μελετήσουμε τις ιδέες για νέους θεσμούς ευελιξίας με ασφάλεια που προτείνονται, μαζί με ένα σχέδιο για την απασχόληση των νέων. Η δημοσιονομική πειθαρχία και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι εχθροί του κοινωνικού κράτους, πιέζουν όμως για τον εξορθολογισμό και την ανανέωσή του, εξηγείται εκεί.

Ενδιαφέρουσα ακούστηκε η πρώτη αντίδραση σε όλα αυτά του Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι, ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος που είχε στηρίξει την κυβέρνηση Μόντι και προηγείται τώρα στις δημοσκοπήσεις: «Κάποια τα συμμεριζόμαστε, άλλα κάπως λιγότερο, για άλλα μπορούμε να συζητήσουμε». Γιατί χωρίς δημόσιο, δημοκρατικό διάλογο, εντέλει χωρίς λαϊκή στήριξη, αναγκαίες αλλαγές δεν προχωρούν.