Είναι τόσο απαξιωμένο το κομματικό σύστημα στη χώρα (ειδικά με τις κατεστημένες μορφές του), που το ισχυρότερο όπλο ενός κόμματος είναι η χειρότερη εικόνα του ανταγωνιστή του. Ταυτόχρονα, τέτοια είναι η απογοήτευση των πολιτών, που ένα σημαντικότατο τμήμα τους έχει πάψει να υπακούει σε παραδοσιακές ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές. Ήταν μέσα σε αυτό το κλίμα, που εντελώς απροσδόκητα, τον Μάιο του 2012, εκτινάχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση. Από τη θέση εκείνη «φυσιολογικά» κέρδισε και άλλο έδαφος τον Ιούνιο.
Ετσι, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστη σχέση είχε με το ότι ήταν «κόμμα της Αριστεράς». Ούτε καν η «αντιμνημονιακή» του στάση αποτελούσε την κεντρική εστία έλξης του. Η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ στο συγκεκριμένο τοπίο ήταν και είναι πάνω απ? όλα η «διαφορετικότητά» του και άρα η αίσθηση πως είναι μια εξωσυστημική δύναμη. Με δυο λόγια ήταν μια διέξοδος για να αποδοκιμαστούν το καταρρέον ΠΑΣΟΚ και η φθίνουσα ΝΔ. Σ? αυτή τη διεργασία βοήθησε καταλυτικά η παρουσία ενός νέου πολιτικού με επικοινωνιακές ικανότητες, έστω κι αν ο πολιτικός του λόγος ήταν ξύλινος, όπως άλλωστε και εκείνος των «παλαιών πολιτικών». Αν μη τι άλλο πάντως είχε περισσότερη φρεσκάδα από αυτούς.
Κομματικά συστήματα που μπαίνουν σε τροχιά βαθιάς φθοράς ωθούν το εκλογικό σώμα στο να αναζητήσει κάτι «νέο». Στην Ιταλία, τη μόνη χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας με ανάλογη κομματική κρίση (αλλά σαφώς ηπιότερη της δικής μας), το «νέο» ήταν ο Ρέντζι. Η μέχρι τώρα μετεωρική του άνοδος οφείλεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων: Ξεχωρίζει ως διαφορετικός, απευθύνεται στον μεσαίο χώρο και δεν προκαλεί ανασφάλεια. Με την έννοια αυτή, ο Τσίπρας δεν είναι Ρέντζι. Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε τον Ιούνιο του 2012 ακριβώς διότι προκαλούσε ανασφάλεια με απόψεις που απείχαν από τον μεσαίο χώρο. Ενώ όπως συνεχίζουν να δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ δεν τον εμπιστεύονται κυβερνητικά. Όμως, πλέον, τον φοβούνται όλο και λιγότεροι.
Το τι έχει μεσολαβήσει είναι ξεκάθαρο: ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν πείσει πως παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα ως κόμματα σε φάση ακόμη μεγαλύτερης παρακμής. Το στελεχιακό δυναμικό τους, οι νοοτροπίες και οι πρακτικές τους έχουν απωθήσει και κουράσει σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, ο Τσίπρας και η ηγετική του ομάδα έχουν ενσωματωθεί στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, έχουν γίνει μετριοπαθέστεροι και προσπαθούν, έστω και με μισά βήματα, να ανοιχθούν στον μεσαίο χώρο. Έτσι, φαντάζουν λιγότερο «απειλητικοί» και αρχίζουν να κερδίζουν τη μάχη του «μικρότερου κακού» και της τάσης να «δοκιμαστούν». Τούτο έχει γίνει πιο έντονο μετά τον τραγελαφικό ανασχηματισμό.
Φυσικά, στον ΣΥΡΙΖΑ, Αριστερή Πλατφόρμα και άλλοι ιδιόρρυθμοι δογματικοί λειτουργούν ως χαλαστές στο όνομα μιας «καθαρότητας», που περιχαρακώνει και επιλέγει τη θαλπωρή ενός καβουκιού. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περισυλλέξει παλαιοπασοκικό ρυτιδιασμένο δυναμικό. Αρχηγοί κομμάτων στη χώρα μας, αν και οι ίδιοι είναι το κύριο ατού τους, τρέμουν τις εσωκομματικές αναταράξεις, που όμως αφορούν μόνο ένα μικρόκοσμο. Το ίδιο ισχύει και με τον Τσίπρα. Όμως, εδώ που έχει φθάσει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έχει ενώπιόν του ένα μη-δίλημμα κάνοντας το αυτονόητο: Δηλαδή το να γίνει πιο πολυσυλλεκτικός και καθησυχαστικός για να κερδίσει τη μάχη του «μικρότερου κακού».