Όταν η αλφαβήτα της πολιτικής μας παιδείας ορίζει ότι τις εκλογές δεν τις κερδίζει η αντιπολίτευση, αλλά τις χάνει η κυβέρνηση, εκεί όπου ο συμβιβασμός θεωρείται δειλία και ο καταποντισμός του αντιπάλου θρίαμβος επί των αλλοφύλων, είναι φυσικό οι κυβερνήσεις συνεργασίας να μην ευδοκιμούν. Υπήρχε κι εκείνο το προηγούμενο της κυβέρνησης Τζανετάκη που στοίχειωνε τη σκηνή του δράματος, ως εκ τούτου, η συγκρότηση της τρικομματικής πέρυσι τέτοια εποχή, εμφανίστηκε σαν τον «άγνωστο θεό» που έδειξε ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους. Επιτέλους κάποιοι αποφάσισαν να σοβαρευτούν, να πάρουν στα σοβαρά τον εαυτό τους, εμάς, τους πολίτες, την κρισιμότητα των καιρών.
Μας έφτανε που τα κατάφεραν. Ούτως ή άλλως, οι απαιτήσεις που έχουμε από τους πολιτικούς κινούνται γύρω από το ελάχιστο και η αγωνία που είχαμε περάσει μετά τις διπλές εκλογές δεν άφηνε περιθώρια για περιττές κοκεταρίες. Η κεφαλή της Μέδουσας είχε ανατείλει στο πολιτικό στερέωμα ως Χρυσή Αυγή, ο ΣΥΡΙΖΑ ταξίδευε στη Λατινική Αμερική κι εμείς οι υπόλοιποι, που δεν θέλαμε ούτε να πετρώσουμε από την αγριότητα του φόβου ούτε να ξυπνήσουμε με τον Τσάβες στη Μεσόγειο, μέναμε με τα μάτια στραμμένα στην Ευρώπη. Μια Ευρώπη που μας φαίνεται δύστροπη, που δυσκολευόμαστε να την μεταφράσουμε, όμως διαθέτει ευρώ και, σε πείσμα, των ιεροκηρύκων της δραχμής, ως απεδείχθη θέλαμε ευρώ. Η συμμετοχή στην τρικομματική του πτωχού πλην τιμίου κόμματος της Αριστεράς επισφράγιζε και το τέλος των πολιτικών αγκυλώσεων της μεταπολίτευσης, την εξασθένηση του δικομματισμού, με την κατάρρευση του πασοκικού όγκου και την αδυναμία της Ν.Δ. να κυβερνήσει μόνη της. Η μετατόπιση της διχοτομίας στο φαντασιακό «μνημόνιο αντιμνημόνιο» έφτασε στα άκρα, όθεν και το φλερτ του κ. Τσίπρα με τους Ανεξάρτητους Ελληνες του κ. Καμμένου. Κάτι άλλαζε στο τοπίο και η αλλαγή μάς φαινόταν τόσο σημαντική, που δεν είχαμε χρόνο για τις λεπτομέρειες. Παραβλέψαμε το γεγονός πως η συγκρότηση της τρικομματικής ήταν το μη χείρον ενός βέλτιστου για το οποίο κανείς δεν μιλούσε. Δεν δώσαμε σημασία στην προσχηματική συμμετοχή του κ. Βενιζέλου στην κυβέρνηση. Οπως δεν δώσαμε σημασία στη ρητορική του, η οποία, σε πείσμα της πραγματικότητας, παρέμενε ηγεμονική, ενώ δεν είχε να πληρώσει ούτε το νοίκι στην Ιπποκράτους. Και δεν δώσαμε σημασία στο γεγονός ότι η Ν.Δ. επάνδρωσε την κυβέρνηση με στελέχη, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, που άκουγαν τη λέξη μεταρρύθμιση και έπαιρναν τηλέφωνο για να ρωτήσουν τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα. Οσο για τον πτωχό πλην τίμιο κ. Κουβέλη, μου θυμίζει κάτι που είχε πει ο Τάκιτος για έναν στρατηγό: «Ηταν ενάρετος επειδή ήταν δειλός». Στήριξε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας επειδή τον στοίχειωνε το φάντασμα του Κύρκου, όμως το ίδιο αυτό φάντασμα τον κρατούσε εγκλωβισμένο στο παλιό δυαράκι μιας Αριστεράς καλοπροαίρετης πλην όμως προσκολλημένης στα στερεότυπα.
Κι έτσι φτάσαμε σε μία ακόμη εκδοχή του «μη χείρονος», στη συγκρότηση μιας δικομματικής κυβέρνησης η οποία μας επιτρέπει να αποφύγουμε τις εκλογές. Μα και βέβαια έπρεπε να αποφευχθούν οι εκλογές και βέβαια θα ήταν καταστροφικές. Ομως εξίσου καταστροφικό είναι και το «μη χείρον», το οποίο προβάλλουν ως βέλτιστο οι πρωταγωνιστές. Οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν, όμως και οι κοινωνίες δεν μπορούν να ζουν μόνον με το φόβητρο του «υπάρχουν και χειρότερα». Κι αν ψάχνουμε πραγματικό πνεύμα συνεργασίας που δεν θα αφορά μόνον το μαγειρείο της πολιτικής εξουσίας, αλλά και την εξουθενωμένη χώρα, αυτό μπορεί να οργανωθεί μόνον γύρω από τη δημιουργία θετικής προοπτικής. Αυτή μας έλειψε ένα χρόνο τώρα κι αυτήν συνεχίζουμε να ψάχνουμε, φοβάμαι, στα τυφλά.