Το μετέωρο βήμα της «Κεντροαριστεράς»

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης 03 Απρ 2016

Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται κάποια αξιοπρόσεκτη κινητικότητα στον χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, με επίκεντρο την πολιτική σύγκλιση των δυνάμεων που κινούνται πολιτικά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Η εξέλιξη αυτή, είτε υπό την εκδοχή της «ομοσπονδιακής» ανασύνθεσης είτε υπό την –προτιμότερη αλλά δυσχερέστερη– εκδοχή της επανίδρυσης αυτού του χώρου, θα μπορούσε να θεωρηθεί εξ ορισμού θετική, δεδομένου ότι ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων λειτουργεί αρνητικά στο πολιτικό μας σύστημα. Πέρα από αυτό, όμως, θα μπορούσε να συμβάλει και επί της ουσίας εποικοδομητικά σε μια προοδευτική αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού (οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές του οποίου δεν φαίνονται σήμερα ικανοί να αντιστοιχηθούν στις πραγματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία, σύμφωνα και με όσα εξέθεσα στα δύο προηγούμενα άρθρα). Για να γίνει όμως αυτό, απαιτείται η πλήρωση δύο βασικών προϋποθέσεων:
Η πρώτη προϋπόθεση είναι η εγκατάλειψη της αδιέξοδης στρατηγικής του «τρίτου πόλου», η οποία, για τους περισσότερους από αυτούς που την εισηγούνται, μεταφράζεται σε μια τεχνητή διαμόρφωση ενός «κεντρώου» χώρου, ο οποίος, υποκρύπτει, παρά την προσπάθεια «προοδευτικής» ή «ριζοσπαστικής» ωραιοποίησης, μια εμφανώς «καθεστωτική» και τυχοδιωκτική λογική, με ασαφή και «στρογγυλεμένα» πολιτικοϊδεολογικά χαρακτηριστικά και με ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του «μπαλαντέρ», δηλαδή του πρόθυμου και «υπεύθυνου» συνομιλητή που είναι έτοιμος να συνεργαστεί τόσο με τον πρώτο πόλο (της Δεξιάς) όσο και με τον δεύτερο πόλο (της Αριστεράς), ανάλογα με την έκβαση των εκλογικών αποτελεσμάτων και με την εν γένει διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών.
Με άλλα λόγια, ο όρος «Κεντροαριστερά», δεν μπορεί να εκλαμβάνεται σαν «Κέντρο», με «ολίγη από Αριστερά» και με ποικίλες συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες προσμίξεις, που επιτρέπουν ιδιοτελείς και περιστασιακές συμμαχίες. Ιστορικά ο όρος αυτός, που χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο στην Ιταλία, προβλήθηκε σαν άνοιγμα της Αριστεράς σε κάποιες κοινωνικά ευαίσθητες δυνάμεις του πολιτικού φιλελευθερισμού. Σήμερα δε η χρήση του μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή μόνο στο πλαίσιο μιας πολιτικής στρατηγικής που θα εντάσσει την «Κεντροαριστερά» στον ευρύτερο χώρο του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (ο οποίος, όμως, για να υπερβεί την πανευρωπαϊκή κρίση του, πρέπει αφ’ενός μεν να επιστρέψει στις πολιτικές ρίζες της σοσιαλδημοκρατίας αφ’ετέρου δε να εμπλουτισθεί με ιδεολογικά στοιχεία που διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση του Ευρωκομμουνισμού, της Πολιτικής Οικολογίας και της Νέας Αριστεράς των Δικαιωμάτων).
Ως εκ τούτου, αν θέλουμε να συζητούμε με βάση τα ευρωπαϊκά και όχι τα εγχώρια δεδομένα, μια τέτοια ανασύνθεση του εν λόγω χώρου εντάσσεται εξ ορισμού στον δεύτερο πόλο, δηλαδή στον πόλο της Αριστεράς. Πράγματι, δεν υπάρχει καμία ευρωπαϊκή χώρα με ισχυρή δημοκρατική και κοινοβουλευτική παράδοση, στην οποία τα κόμματα του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν χαρακτηρίζονται «Αριστερά» (στο σημείο αυτό, για να προλάβω τις επί της ουσίας αντιρρήσεις, που και εγώ εν πολλοίς συμμερίζομαι, σπεύδω να τονίσω ότι η Αριστερά δεν ορίζεται με υποκειμενικούς όρους –τι νομίζει κανείς– αλλά με αντικειμενικούς όρους, που σχετίζονται τόσο με τον ιδεολογικοπολιτικό αυτοπροσδιορισμό των κομμάτων, μέσω των θέσεών τους, όσο και με τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται από αυτά).
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την απεμπλοκή αυτού του χώρου από τα πολλά –και δικαιολογημένα εν μέρει– προσωπικά απωθημένα παραδοσιακών πολιτικών στελεχών, ιδίως από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ, τα οποία έχουν την ίδια ψύχωση με τα στελέχη της ΝΔ, δηλαδή κινούνται διαρκώς γύρω από μια λογική ρεβανσισμού απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικής δικαίωσης του έργου και του ρόλου τους, χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής αλλά και χωρίς καμία αποστασιοποίηση από τραγικά λάθη αλλά και από άκρως προβληματικές πολιτικές νοοτροπίες και πρακτικές, που οδήγησαν στην παρακμή και την φθορά.
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν μια αμαχητί παράδοση στον ΣΥΡΙΖΑ, διότι και αυτός, παρά την αλλαγή προσανατολισμού, παραμένει μια προβληματική εκδοχή της Αριστεράς, με εμμονές στην συνεργασία με την λούμπεν ακροδεξιά, με έκδηλη στελεχιακή ανεπάρκεια και αναξιοπιστία και με έντονες τάσεις –παρά την απόσχιση των πλέον προβληματικών συνιστωσών του– προς τον μαξιμαλισμό και τον πολιτικό παλαιοημερολογητισμό. Εκείνο όμως που επείγει, είναι να εγκαταλειφθεί ως τάχιστα η καθηλωτική και εν δυνάμει καταστροφική στρατηγική του τρίτου πόλου και το σχήμα αυτό να αναδειχθεί σε μια δεύτερη, ισχυρή και αξιόπιστη, συνιστώσα του πόλου της ευρείας Αριστεράς, η οποία, με βάση τα σημερινά κυβερνητικά δεδομένα, θα πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ για σοβαρότερες, ευρωπαϊκότερες και –γιατί όχι– προοδευτικότερες λύσεις (προτείνοντας επιτέλους το διαρκώς θρυλούμενο, αλλά ακόμη ανεύρετο, εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση). Με άλλα λόγια, ο χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν πρέπει να «χαρίσει» τον όρο Αριστερά στην κομμουνιστογενή εκδοχή της, αλλά να τον διεκδικήσει μαχητικά, είτε ως εναλλακτική λύση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ εμμείνει στο «σύνδρομο του σκαντζόχοιρου» και στις ανεκδιήγητες συμμαχίες του, είτε ως εν δυνάμει ισότιμος κυβερνητικός εταίρος, με διακριτό στίγμα και ρόλο, εφ’όσον ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει επιτέλους ότι πρέπει να κινηθεί στην κατεύθυνση ενός ευρύτερου –πλουραλιστικού και συνάμα πειστικού– προοδευτικού συνασπισμού εξουσίας.