Αυτές οι εκλογές είναι ίσως οι μοναδικές μετά τη μεταπολίτευση που το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται στις προεκλογικές εξαγγελίες αλλά στις μετεκλογικές συνεργασίες. Και είναι λογικό, καθώς το αριστερό μνημόνιο και η υπερψήφισή του από κόμματα που αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% του λαού καθιστά κάθε προεκλογική υπόσχεση άνευ νοήματος εφόσον αυτή αντιστρατεύεται τους όρους του μνημονίου. Η υποκριτική, πρόσφατη αντιμνημονιακή στάση του ΣΥΡΙΖΑ με το “παράλληλο πρόγραμμα”, αγγίζει τα όρια της πολιτικής απάτης και απευθύνεται σε όσους είναι πρόθυμοι να πειστούν με τέτοια τεχνάσματα.
Συνεπώς, το ζητούμενο είναι τι είδους κυβέρνηση θα έχουμε ώστε η υλοποίηση του μνημονίου να γίνει με τον πιο πιστό και αποδοτικό τρόπο. Υπάρχει λοιπόν η άποψη που υποστηρίζει πως η συμμετοχή σε αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ είναι επιβεβλημένη, για να μη δημιουργήσει και πάλι προβλήματα με μία νέα αντιμνημονιακή συμπεριφορά και με την παρουσία του στην κυβέρνηση να δώσει πολιτικό και κοινωνικό εύρος στη στήριξη του μνημονίου. Βέβαια, αν έρθει πρώτο κόμμα θα αποτελέσει, εκ του εκλογικού αποτελέσματος, τον κορμό της νέας κυβέρνησης και το ζητούμενο σε αυτήν την περίπτωση θα είναι το πολιτικό πρόσημο του κυβερνητικού σχήματος. Αντιμνημονιακό ή φιλευρωπαϊκό. Πάνω σε αυτό το δίλημμα θα διαδραματισθεί και η νέα εσωτερική αντιπαράθεση στον ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι στιγμής η κρατούσα άποψη, που διατυπώνεται και δημοσίως, υποστηρίζει την κυβερνητική συνεργασία των αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Δεν γνωρίζω αν αποτελεί η πολιτική αυτή προεκλογικό ανάχωμα για διαρροές προς τα αριστερά, σίγουρα όμως δημιουργεί σύγχυση στο δυνητικό εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ και έχει και αμφίβολη αποτελεσματικότητα, καθώς δύσκολα θα γίνει αποδεκτή από τη Λαϊκή Ενότητα. Από την άλλη πλευρά μία συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία θα επιφέρει σημαντικούς τριγμούς στο εσωτερικό του κόμματος με άγνωστες συνέπειες σε όλα τα επίπεδα. Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει δεύτερο κόμμα, νομίζω πως η παρουσία του στην κυβέρνηση μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει. Θα προσπαθήσει δηλαδή, ενώ θα είναι κυβερνητικός εταίρος να αντιπολιτεύεται τη συγκυβέρνηση, ώστε σταδιακά να επαναποκτήσει το αριστερό αντιμνημονιακό προφίλ, προβάλλοντας εμπόδια στην εκτέλεση του κυβερνητικού έργου, που θα πρέπει με ταχείς ρυθμούς να υλοποιεί τα συμφωνηθέντα.
Συγχρόνως νομίζω, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ υποστεί εκλογική ήττα, η εσωτερική κριτική θα είναι τόσο έντονη που θα καταστήσει την κυβερνητική του παρουσία ανώφελη, τον δε αντιπολιτευτικό του λόγο περιορισμένης ισχύος, λόγω αυτής ακριβώς της εσωστρέφειας. Έτσι, η άποψη πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει οπωσδήποτε να συμμετέχει στο κυβερνητικό σχήμα που, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα είναι υποχρεωτικά τρικομματικό, μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει, αν υλοποιηθεί. Η εμπειρία από την παρουσία της ΔΗΜΑΡ στην προηγούμενη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και τα διαρκή προσκόμματα που προέβαλλε στο κυβερνητικό έργο, αποτελεί έναν πειστικό λόγο για να αποφευχθεί παρεμφερές εγχείρημα. Γι’ αυτό ακριβώς η κρισιμότητα αυτών των εκλογών που στερούνται παροχολογιών συμπυκνώνεται στον κυβερνητικό σχηματισμό που θα προκύψει και που θα είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει με επιτυχία και τάχιστα τους όρους του μνημονίου.