Φαινομενικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει μετά το νέο εκλογικό αποτέλεσμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ έχουν περίπου τα ποσοστά που είχαν, στην κυβέρνηση μετέχουν και πάλι οι –ανεκδιήγητοι– ΑΝΕΛ, το ΠΑΣΟΚ με το Ποτάμι απλώς άλλαξαν θέση, ενώ το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή ενίσχυσαν ανεπαίσθητα τις δυνάμεις τους. Με λίγα λόγια, όλα μοιάζουν ίδια και απαράλλακτα, εξ ού και οι κατηγορίες προς την κυβέρνηση ότι οι εκλογές οδήγησαν απλώς σε έναν ανούσιο ανασχηματισμό.
Ωστόσο η εικόνα αυτή είναι παραπλανητική. Κάτω από την επιφάνεια αυτών των εκλογών συντελέσθηκαν σημαντικές αλλαγές, που ίσως αποδειχθούν καταλυτικές για τις μετέπειτα εξελίξεις. Όχι μόνον διότι στην πραγματικότητα κανένα κόμμα δεν είναι ίδιο μετά τις εκλογές –ακόμα και στο ΚΚΕ και στην Χρυσή Αυγή συντελούνται διεργασίες– όχι μόνον διότι αναδείχθηκαν νέα κόμματα, όπως η Ένωση Κεντρώων και η ΛΑΕ αλλά ιδίως διότι νομίζω ότι για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια διαμορφώνονται, έστω και στοιχειωδώς, οι όροι για την δημιουργία μιας νέας και ανοιχτόμυαλης Αριστεράς, με πλουραλιστικά και σε κάθε περίπτωση δημοκρατικά χαρακτηριστικά, η οποία μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις επερχόμενες κρίσιμες εξελίξεις.
Για να προχωρήσει όμως κανείς σε αυτήν την συζήτηση πρέπει να τεθούν με σαφήνεια κάποιες ορολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις:
- Τι εννοούμε τελικά σήμερα με τον όρο Αριστερά;
Εν πρώτοις, όταν μιλούμε γενικά για Αριστερά εννοούμε τον έναν από τους δύο πόλους της πολιτικής σκηνής, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί ιστορικά έως τις μέρες μας, διατηρώντας εν πολλοίς την σημασία και την αξία τους ως προς την κατανόηση τν σύγχρονων κοινωνιών, καθώς εξακολουθούν να αντανακλούν, άλλοτε άμεσα και αυθεντικά και άλλοτε διαθλασμένα και διαμεσολαβημένα, τις παρούσες κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις.
Απομένει βέβαια να ορίσουμε τι εννοούμε Αριστερά σήμερα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και κρίσης.
Το πρώτο που πρέπει να διευκρινισθεί είναι ότι αναφερόμαστε σε μια μεταρρυθμιστική και δημοκρατική Αριστερά με κυβερνητική προοπτική (προτιμώ τον όρο από την «κυβερνώσα Αριστερά» διότι δίνει την εντύπωση ότι η Αριστερά βρίσκεται –ή έστω πρέπει να βρίσκεται– διαρκώς στην εξουσία). Αποκλείονται δηλαδή από μια τέτοια Αριστερά όλα εκείνα τα κόμματα διαμαρτυρίας που εξακολουθούν να ομνύουν στον Στάλιν, να έχουν επαναστατικές ονειρώξεις για «δικτατορία του προλεταριάτου», να εξαντλούν την μαχητικότητά τους σε έναν τυφλό και ισοπεδωτικό καταγγελτισμό και να επιδίδονται με δογματικό πάθος σε άγονους διαγωνισμούς αριστεροσύνης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κράμα των πλέον χαρακτηριστικών παιδικών ασθενειών της Αριστεράς: του χονδροειδούς αριστερισμού και του πολιτικού παλαιοημερολογητισμού.
Από την άλλη, όμως, δεν είναι δυνατόν να εντάσσονται στην ως άνω Αριστερά, παρότι έχουν κυβερνητική προοπτική, οι πολιτικές δυνάμεις που είτε αρνούνται, σαν ξεπερασμένη, την σχετική διάκριση, είτε εντάσσονται γενικά και αόριστα σε έναν κεντρώο ή μεσαίο ή υπερβατικό ή μεταμοντέρνο χώρο, κρατώντας επαμφοτερίζουσα, ευκαιριακή και συχνά ιδιοτελή πολιτική στάση απέναντι στα κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα, αναμασώντας συνεχώς αφόρητες κοινοτυπίες και ανούσιες εκκλήσεις περί «κοινής λογικής» και αναδεικνύοντας, σαν μόνο σημαντικό, τον ρόλο των προσώπων (και ιδίως των ικανοτήτων τους να αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις…). Στην κατηγορία αυτήν, η οποία μάταια αναζητεί ισορροπία ανάμεσα στον –απολύτως απαραίτητο– πολιτικό φιλελευθερισμό και στον –άκρως επικίνδυνο, τόσο για την κοινωνική όσο και την ατομική ελευθερία – νεοφιλελευθερισμό, εντάσσονται εκ των πραγμάτων και αρκετοί που έχουν προ πολλού προσχωρήσει στην πλέον μεταλλαγμένη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλεσμα η διαφορά τους από τους ως άνω «κεντρώους» ή υπερβατικούς ή μεταμοντέρνους να είναι πλέον εξαιρετικά δυσδιάκριτη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για πολιτικές δυνάμεις οι οποίες, παρότι ομνύουν στην «προοδευτικότητα», είτε έχουν διαβεί προ πολλού είτε είναι έτοιμες να διαβούν τον Ρουβίκωνα, καθ’οδόν προς την Δεξιά…
Από εκεί και πέρα, πάντως, κάθε άλλη διάκριση στον χώρο της Αριστεράς είναι μεν θεμιτή αλλά δεν είναι λόγος αποκλεισμού. Ή, για να το πούμε με μεγαλύτερη σαφήνεια, από την στιγμή που στο επίκεντρο του προβληματισμού μας βρίσκεται η μεταρρυθμιστική Αριστερά, δεν νοείται κανενός είδους μονοπώληση από καμία εκδοχή της. Ποιες όμως είναι αυτές οι θεμιτές εκδοχές της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς;
Α. Η πρώτη, ιστορικά, είναι η σοσιαλδημοκρατία, η οποία, ως συνάντηση των δύο ιστορικών ρευμάτων –του δημοκρατικού και του σοσιαλιστικού– που σφράγισαν την καθιέρωση της σύγχρονης Δημοκρατίας, αποτέλεσε την ιστορική καμπή της Αριστεράς, διότι ήρθε σε ρήξη με την ιδιότυπη λενινιστική εκδοχή του μαρξισμού (πολλώ δε μάλλον, αργότερα, με την σταλινική παρεκτροπή του), εγκατέλειψε πολύ νωρίς και πολύ αποφασιστικά το δρόμο της επανάστασης, υιοθέτησε δημοκρατικές μεθόδους για την άνοδο στην εξουσία, έδωσε σάρκα και οστά στο κίνημα του μεταρρυθμισμού και δέσποσε έκτοτε για πολλά χρόνια στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και ασκώντας πολιτικές που έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους σε όλες τις μεγάλες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού πολιτισμού.
Σήμερα όμως είναι αναμφίβολο ότι η σοσιαλδημοκρατία μαστίζεται από σοβαρή κρίση και από έντονα υπαρξιακά προβλήματα. Αυτό οφείλεται ιδίως πρώτον στο ότι δεν μπόρεσε έγκαιρα να ακούσει την βουή των επερχόμενων γεγονότων, δηλαδή τόσο της παγκοσμιοποίησης όσο και της κρίσης, που υπήρξε εν πολλοίς απότοκός της, και δεύτερον στο ότι άλλαξαν σημαντικά τα κοινωνικά δεδομένα των ευρωπαϊκών χωρών και κατά συνέπειαν οι όροι όχι μόνον της εκδήλωσης των ταξικών αντιθέσεων αλλά και της διεξαγωγής των αντίστοιχων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων. Το αποτέλεσμα ήταν αρχικά μεν να αιφνιδιασθεί και να αυτοσχεδιάσει, χωρίς σαφή στρατηγική που να υπερβαίνει τα όρια και το οικείο περιβάλλον του εθνικού κράτους και της μεικτής οικονομίας, στη συνέχεια δε να επιχειρήσει νέες κοινωνικές συμμαχίες με τα ραγδαία ανερχόμενα μεσοστρώματα αλλά και μια νέα αποϊδεολογικοποιημένη ανάγνωση των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων, ιδίως κατά το μέρος που αφορούσαν την διαμόρφωση πανίσχυρων και εξαιρετικά επίφοβων για την δημοκρατία και την ελευθερία υπερεθνικών ιδιωτικών εξουσιών. Αυτό όμως, παρά τα κάποια –πρόσκαιρα– θετικά αποτελέσματα, ως προς την πολιτική επιρροή της, οδήγησε εν τέλει στο να αμβλυνθεί εξαιρετικά το ταξικό αισθητήριο και η κοινωνική ευαισθησία της, δηλαδή στο να μεταλλαχθεί, αλλοιώνοντας και νοθεύοντας τη φυσιογνωμία της, να αποκτήσει καθεστωτικά χαρακτηριστικά, ενίοτε δε και να προσχωρήσει πλήρως στην «κρυφή γοητεία της –διεθνούς πλέον– μπουρζουαζίας».
Παρά ταύτα, η σοσιαλδημοκρατία, στο σύνολό της, δεν έπαυσε να αποτελεί μια σημαντική εκδοχή της Αριστεράς –όπως αφελώς υποστηρίζεται από ορισμένους που αρέσκονται σε εύκολα συμπεράσματα– αλλά ούτε και φαίνεται να έχει κλείσει το ιστορικό της κύκλο. Εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να εκφράζει την κοινωνική βάση της Αριστεράς ενώ στο εσωτερικό της αυτή τη στιγμή λαμβάνουν χώρα εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες, που έχουν κλονίσει συνθέμελα τα στερεότυπα και τις βεβαιότητες της εποχής της μετάλλαξης, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτό που ακούγεται ολοένα και συχνότερα (με πιο πρόσφατα παραδείγματα την Αγγλία και την Πορτογαλία) είναι το σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες» δηλαδή στις παλιές καλές εποχές της ρηξικέλευθης σοσιαλδημοκρατίας.
Β. Η δεύτερη μεγάλη εκδοχή της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς στον ευρωπαϊκό χώρο υπήρξε αναμφίβολα το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, το οποίο ανανέωσε την ιδέα της Αριστεράς, σηματοδοτώντας την ρήξη μεγάλων κομμουνιστικών κομμάτων με τον σταλινισμό και την μετεξέλιξή τους σε κόμματα που συνδύαζαν την κινηματική λογική και τον ριζοσπαστικό λόγο με την δημοκρατία, την ελευθερία και την πολιτική συνεννόηση. Είναι φανερό ότι το ρεύμα αυτό, αφού σφράγισε την ιδεολογική και πολιτισμική ταυτότητα της εν ευρεία εννοία σύγχρονης Αριστεράς, κινείται πλέον παράλληλα με την σοσιαλδημοκρατία και αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ανησυχίες, με έκδηλη την αμηχανία απέναντι στα μείζονα ζητήματα αλλά και με παρεμφερείς εσωτερικές ιδεολογικοπολιτικές συγκρούσεις για θέματα συμβιβασμού και καθεστωτικής ενσωμάτωσης.
Γ. Η τρίτη και νεότερη εκδοχή της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς είναι η πολιτική οικολογία, η οποία ξεκίνησε ως ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό κίνημα, με επίκεντρο την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά στην συνέχεια μετεξελίχθηκε, με πολλές αντιφάσεις και ιδιαιτερότητες στις επί μέρους χώρες, σε μια ιδιότυπη μεταρρυθμιστική δύναμη της Αριστεράς, που συνέβαλε αναμφισβήτητα στην ανανέωση της πολιτικής ατζέντας της και στην αναζωογόνηση του κινηματικού χαρακτήρα της, συνδυάζοντας πάντως αυτά τα χαρακτηριστικά με αξιοσημείωτα δείγματα πολιτικού ρεαλισμού (υπερβολικού ίσως το τελευταίο διάστημα) αλλά και διαχειριστικής αποτελεσματικότητας.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, αν θα θέλαμε να ορίσουμε το τι είναι ή μπορεί να είναι μια σύγχρονη πλουραλιστική Αριστερά, θα καταλήγαμε αναμφίβολα σε μια επικαιροποιημένη και προσεκτικά διηθημένη σύνθεση των τριών παραπάνω πυλώνων της, στην πλέον πειστική και συνάμα προωθημένη εκδοχή τους, όπως ήταν, για παράδειγμα, η σοσιαλδημοκρατία της εποχής του Πάλμε, ο ευρωκομμουνισμός της εποχής του Μπερλιγκουέρ και το οικολογικό κίνημα της προηγούμενης δεκαετίας. Σε αυτόν δε βασικό πυρήνα θα προσθέταμε και την αξιοποίηση της πλούσιας συνεισφοράς που είχε τα τελευταία χρόνια στον σχετικό διάλογο και η λεγόμενη «Νέα Αριστερά», που δεν μετεξελίχθηκε μεν σε διακριτό πολιτικό ρεύμα, όπως τα προαναφερθένα, πλην όμως άνοιξε τον ορίζοντα της παγκόσμιας Αριστεράς βάζοντας στο επίκεντρο τα προβλήματα που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων, το μεταναστευτικό πρόβλημα, καθώς και τον καταναλωτισμό και την λογική της άκριτης και με κάθε τίμημα ανάπτυξης.
- Ποιοι μπορεί να είναι οι φορείς της Νέας Πλουραλιστικής Αριστεράς στη χώρα μας;
Αν λοιπόν εκκινήσουμε από αυτήν την αφετηρία, μπορούμε να αξιολογήσουμε πλέον την σημασία των αλλαγών που επήλθαν το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας, με αποκορύφωμα τις εκλογές, και να ανιχνεύσουμε τους όρους και τα όρια μιας νέας, ευρείας και πλουραλιστικής Αριστεράς, μιας παράταξης δηλαδή που θα συνθέτει τα τρία προαναφερθέντα ρεύματα σε μια νέα διαλεκτική ενότητα –εμπλουτισμένη και από την ατζέντα της Νέας Αριστεράς αλλά και από την καθόλου αμελητέα εγχώρια παράδοση ανθρωπισμού και αλληλεγγύης– και θα πείθει τους πολίτες ότι μπορεί να βγάλει με στιβαρό χέρι τη χώρα από την κρίση, συνδυάζοντας, στο μέτρο του εφικτού, τον ρεαλισμό με τον ριζοσπαστισμό, ή αλλιώς «τον λογισμό με τ’ όνειρο», για να παραφράσουμε τον ποιητή. Με άλλα λόγια, μια τέτοια Αριστερά θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να είναι μια υπεύθυνη κυβερνητική δύναμη, που μπορεί μεν να σταθεί στο ρευστό, μεταβαλλόμενο αλλά και ιδιαίτερα απαιτητικό ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον αλλά χωρίς να απαρνιέται την ουσία της Αριστεράς, που είναι πρώτον η σταθερή προσήλωση στην πολιτική εκπροσώπηση των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία βρίσκονται στη δίνη της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης, και δεύτερον η προτεραιότητα της πολιτικής δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων απέναντι στην τυφλή λογική του κέρδους και της εμπορευματοποίησης των πάντων.
Γνωρίζω βέβαια και έχω ακούσει επανειλημμένα τις σχετικές ενστάσεις. Μα υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν όντως να είναι φορείς μιας τέτοιας Αριστεράς; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει υπεύθυνη σοσιαλδημοκρατία; Μπορεί η Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ να έχει κάποια σχέση με την Αριστερά; Είναι δυνατόν στη συζήτηση αυτήν να εντάσσεται και το Ποτάμι με τους νεοφιλελεύθερους; Όλα αυτά, και άλλα παρόμοια, που ακούγονται ένθεν κακείθεν, έχουν βέβαια κάποια βάση, καθώς αντανακλούν τις τεράστιες υπαρκτές αδυναμίες και υστερήσεις των κομμάτων που εν δυνάμει μπορούν, εν όλω ή εν μέρει, να συμβάλουν στην διαμόρφωση μιας νέας πλουραλιστικής Αριστεράς στη χώρα μας. Ωστόσο η ένταξη ή όχι κάποιων δυνάμεων σε μια τέτοια προοπτική δεν είναι ζήτημα υποκειμενικών αξιολογήσεων και ενστάσεων, διότι έχει να κάνει αφ’ενός μεν με ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία, που σχετίζονται με την πολιτική γεωγραφία (ή την χωροταξία) του πολιτικού φάσματος, αφ’ετέρου δε με την αυτοτοποθέτηση των πολιτικών δυνάμεων στον συγκεκριμένο πόλο, με τις συνακόλουθες βέβαια δεσμεύσεις που αυτή συνεπάγεται. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι πλέον εφικτό να προχωρήσουμε σε μια πρώτη αξιολόγηση των πολιτικών δυνάμεων που μπορούν, εν όλω ή εν μέρει, να αποτελέσουν τις εκφάνσεις μιας νέας πλουραλιστικής Αριστεράς:
Α. Η βάση αυτής της νέας πλουραλιστικής Αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος δεν το βλέπει αυτό απλώς είτε εθελοτυφλεί είτε αδυνατεί να προσεγγίσει με μια στοιχειώδη αναλυτική και κριτική ικανότητα τα νέα πολιτικά δεδομένα που έχουν ανακύψει μετά τις διπλές εκλογές του 2012. Τηρουμένων δε των αναλογιών, η αμφισβήτηση του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει, σε πολλά, την δογματική και μυωπική άρνηση της κομμουνιστογενούς Αριστεράς, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, να αναγνωρίσει ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν τότε η κυρίαρχη δύναμη της Αριστεράς.
Η αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως κορμού μιας εν δυνάμει νέας πλουραλιστικής και δημοκρατικής Αριστεράς συνδέεται κατ’αρχήν με το εύρος της πολιτικής επιρροής του, η οποία, τόσο με το – θεσμικά προβληματικό αλλά πολιτικά εκκωφαντικό– πρόσφατο δημοψήφισμα όσο και, ιδίως, με τις τελευταίες εκλογές, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρξε ένα συγκυριακό και θνησιγενές φαινόμενο, όπως πολλοί ανέμεναν και ανέλυαν, αναγορεύοντας τους ευσεβείς πόθους τους σε βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις και συγχέοντας τον ναρκισσιστικό υποκειμενισμό τους με την πραγματικότητα. Πρόκειται για μια πολιτική επιρροή που δεν στηρίζεται μόνο στην επικοινωνιακή εμβέλεια του ηγέτη του, που είναι ασφαλώς καθοριστική, αλλά έχει και σαφείς κοινωνικές-ταξικές αναφορές –τις οποίες πολλοί πρώην προοδευτικοί έσπευσαν να εξοβελίσουν από την πολιτική οπτική τους σαν ξεπερασμένες– αλλά και έκδηλα αντικαθεστωτικά χαρακτηριστικά, τα οποία επίσης τόσο πολύ έχουν υποτιμηθεί από ποικίλους απολογητές του παλαιού κρατικοοικονομικού κατεστημένου, που αναρωτιούνται ακόμη γιατί οι πολίτες έχουν στρέψει την πλάτη τους στα κόμματα που το εκφράζουν.
Ωστόσο, η πολιτική επιρροή από μόνη της δεν αρκεί, ως αξιολογικό κριτήριο, διότι με το ίδιο περίπου ποσοστό, ο προ των τελευταίων εκλογών ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε επουδενί, κατά την άποψή μου, να ενταχθεί στην προοπτική μιας νέας πλουραλιστικής Αριστεράς, όπως την ορίσαμε προηγουμένως. Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο συγκεκριμένα:
Το πρώτο σημείο, στο οποίο διαφοροποιείται πλέον καθοριστικά ο τωρινός ΣΥΡΙΖΑ είναι το ότι (φαίνεται επιτέλους να) έχει κατασταλάξει στο ότι η μόνη πολιτική που μπορεί να βγάλει την χώρα από την κρίση είναι αυτή που συνδέεται μια σταθερά ευρωπαϊκή πορεία και προοπτική της, αφήνοντας με αποφασιστικότητα πίσω τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις του και κλείνοντας με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς κάθε δίοδο προς την οπισθοδρόμηση σε καταστάσεις που ζήσαμε πρόσφατα και που άφηναν ανοιχτή την πόρτα του Grexit.
Το δεύτερο σημείο διαφοροποίησης έγκειται στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εγκαταλείψει πλέον πλήρως –με δεδομένη και την νέα συμφωνία– την πλαστή και παραπλανητική αντίθεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», η οποία όχι μόνον υπήρξε μια χονδροειδής, ισοπεδωτική και κατ’εξοχήν αντιδιαλεκτική μέθοδος ανάλυσης της πολυσύνθετης πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώθηκε στη χώρα μας μετά την κρίση, αλλά και συσκότισε και νόθευσε τους όρους της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης.
Συνακόλουθα, το τρίτο σημείο της διαφοροποίησης είναι η ραγδαία απομάκρυνσή του αφ’ενός μεν από την χειρότερη παρεκτροπή του μαρξισμού, δηλαδή τον σταλινισμό, αφ’ετέρου δε από τις κατά Λένιν «παιδικές ασθένειες» της Αριστεράς, με τις διάφορες παραλλαγές των οποίων συγχρωτιζόταν για πολύ μεγάλο διάστημα. Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ νομίζω ότι έχει κατανοήσει πλέον ότι δεν είναι δυνατόν να κυβερνάς σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα αφ’ενός μεν έχοντας στους κόλπους σου μια νεοσταλινική φράξια, που αποτελεί την επιτομή του «αριστερισμού» και του ιδεολογικού παλαιοημερολογητισμού (με προσμίξεις ενός αυταρχικού αλλά και γκροτέσκου λαϊκισμού) αφ’ετέρου δε αναγορεύοντας σε προνομιακούς συμμάχους σου το πλέον αποστεωμένο και μονολιθικό κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης (το οποίο βέβαια πόρρω απέχει από το κόμμα του Χαρίλαου Φλωράκη, που πανηγύριζε στους δρόμους για την νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 και ζητούσε επίμονα την συμμετοχή του σε συμμαχική κυβέρνηση…).
Ένα τέταρτο σημείο, τέλος, στο οποίο παρατηρείται, έστω και με βραδείς ρυθμούς, μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τον προ των εκλογών ΣΥΡΙΖΑ, είναι η προσεκτική πολιτική προσέγγιση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με την οποία πλέον αναζητούνται δίαυλοι επικοινωνίας και συνεννόησης για τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα την Ευρώπη.
Πρόκειται ασφαλώς για μια εντυπωσιακή αλλαγή πολιτικής φυσιογνωμίας, η οποία πρέπει να αναδειχθεί και να εξαρθεί ιδιαίτερα, διότι διαμορφώνει όντως τους όρους για να ενταχθεί πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική μιας νέας πλουραλιστικής Αριστεράς στη χώρα μας, εισφέροντας παράλληλα –λόγω και του ιδιαίτερου πολιτικού συμβολισμού του εκτός συνόρων– ένα νέο ρίγος και σφρίγος σε μια συνολικότερη προσπάθεια για την ανανέωση και τον αναπροσανατολισμό του ευρωπαϊκού προοδευτικού χώρου.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η όλη αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνεται σε συσχετισμό με την σοσιαλδημοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ούτε έγινε αλλά ούτε και πρέπει να γίνει ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, μπαίνοντας σε μια προκρούστεια κλίνη που του έχουν φιλοτεχνήσει από την μια οι μεμψίμοιροι «παλαιοημερολογίτες» της Αριστεράς και από την άλλη όσοι ταυτίζουν αυθαίρετα την προοδευτικότητα με την σοσιαλδημοκρατία. Το μεγάλο ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να δώσει εξετάσεις σοσιαλδημοκρατικής νομιμοφροσύνης αλλά να ολοκληρώσει ως τάχιστα τον πολιτικό μετασχηματισμό του σε μια νέα, ανοιχτή και δημοκρατική δύναμη της Αριστεράς, αφ’ενός μεν ενισχύοντας και εμπλουτίζοντας τα διαφοροποιημένα πλέον –επί τα βελτίω– χαρακτηριστικά του, που προαναφέρθηκαν, αφ’ετέρου δε εμμένοντας, αλλά και δίνοντας νέο περιεχόμενο, στον ριζοσπαστισμό του. Πρακτικά, δε, αυτό σημαίνει ιδίως:
Πρώτον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να περάσει από την παθητική στην ενεργητική υποστήριξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και αυτό σημαίνει, ιδίως, πλήρη και συνολική ρήξη με την λογική του αναγκαίου κακού –που χαρακτηρίζει δυστυχώς ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ– όχι μόνον διότι αυτή η λογική αποτελεί κατάλοιπο ενός παρωπιδικού και ανιστόρητου αντιευρωπαϊσμού αλλά και διότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση, διαλεκτικά προσεγγιζόμενη, αποτελεί εν δυνάμει την πλέον προοδευτική πολιτική πρόταση, τόσο για την αντιμετώπιση της ολιγαρχίας των αγορών όσο και για την διάσωση, σε ένα ανώτερο και πιο εγγυημένο επίπεδο, της εθνικής κυριαρχίας, της πολιτικής δημοκρατίας αλλά και των κοινωνικών και δικαιοκρατικών κατακτήσεων του εθνικού κράτους.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επαναφέρει στο προσκήνιο, με σαφή τοποθέτηση, την κύρια αντίθεση «Αριστερά – Δεξιά» (που εξακολουθεί και σήμερα να είναι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, εξαιρετικά επίκαιρη), αποκαθαίροντας ταυτόχρονα πλήρως τόσο τα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά αυτής της αντίθεσης όσο και την κυρίαρχη σήμερα έκφρασή της (καθεστωτισμός – αντικαθεστωτισμός) από επικίνδυνες «αντισυστημικές», εθνικολαϊκιστικές και σε τελευταία ανάλυση αντιδημοκρατικές και αντικοινοβουλευτικές προσμίξεις. Γενικότερα δε ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να εγκαταλείψει επιτέλους συνθήματα και προτάγματα που εντάσσονται στο ιδεολογικό οπλοστάσιο είτε του νεοσταλινικού αριστερισμού σε όλες τις εκφάνσεις του (κάποιες από τις οποίες εξακολουθούν να επιβιώνουν στο εσωτερικό του, άλλοτε στρουθοκαμηλίζοντας απέναντι στην σύγχρονη πραγματικότητα και άλλοτε μηρυκάζοντας δογματικά στερεότυπα) είτε ακόμη και της ακροδεξιάς, με την οποία δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον είχε άκριτα συναγελασθεί, στο πλαίσιο των «αντιμνημονιακών» συγκεντρώσεων των «αγανακτισμένων», αλλά και συνέπραξε, και μάλιστα για δεύτερη φορά, με την πιο light και λούμπεν εκδοχή της (με τραγικές επιπτώσεις, εντός και εκτός συνόρων, για την προοδευτική εικόνα του…).
Τρίτον, σε συνάρτηση και με τα προηγούμενα, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιχειρήσει μια συνολική ρήξη με τον κοινωνικό καθεστωτισμό, που συνοψίζεται στο τρίπτυχο «κρατισμός, λαϊκισμός συντεχνιασμός» και έχει πλέον ριζώσει στον ΣΥΡΙΖΑ, παρά το ότι ένα μεγάλο μέρος του είχε και έχει προνομιακή σχέση με τους αποσχισθέντες της ΛΑΕ. Η ρήξη αυτή πάντως πρέπει να γίνει χωρίς να πεταχτούν, μαζί με τα νερά του κοινωνικού καθεστωτισμού, και τα βασικά σημεία αναφοράς της Αριστεράς, δηλαδή ο δημόσιος χώρος, η λαϊκή συμμετοχή και ο συνδικαλισμός. Με τον τελευταίο μάλιστα, όπως και με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποκτήσει πλέον υγιή και σταθερή πολιτική σχέση, διότι η έως τώρα «σεχταριστική» και μυωπική πολιτική του στους δύο χώρους τον έχει οδηγήσει σε περιθωριακό ρόλο και σε προβληματικές θέσεις που δεν συνάδουν με κόμμα μιας σύγχρονης Αριστεράς.
Τέταρτον, και σπουδαιότερον ίσως στην σημερινή συγκυρία, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πείσει επιτέλους ότι μπορεί να κυβερνήσει. Μετά από μια πρώτη κυβερνητική θητεία συνεχών λαθών, ερασιτεχνικών πειραματισμών, θεσμικών ατοπημάτων και ανούσιων βερμπαλισμών χωρίς αντίκρυσμα, είναι ώρα επιτέλους να φανεί συγκεκριμένο κυβερνητικό έργο, ξεκινώντας βέβαια από τις υποχρεώσεις της νέας συμφωνίας αλλά και υπερβαίνοντάς τες, με την ένταξή τους σε ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας. Στην προοπτική αυτήν, βέβαια, είναι ανάγκη να αναπροσαρμοσθούν και στοιχεία του προγράμματός του, είτε γιατί θυμίζουν άλλες εποχές και άλλες καταστάσεις είτε γιατί είναι ελλιπώς επεξεργασμένα. Κι αυτό δυστυχώς αφορά προεχόντως τους κρίσιμους τομείς, καθώς απουσιάζει μια συνεκτική και στοχευμένη πολιτική που θα αλλάζει τόσο τον μεγάλο ασθενή, το κράτος, όσο και τον ακινητοποιημένο κύριο μοχλό της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης, που δεν είναι άλλος από μια εναλλακτική και βιώσιμη ανάπτυξη.
Β. Πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, που δεν μπορεί αλλά και δεν πρέπει να τον αξιολογούμε με τα μέτρα της σοσιαλδημοκρατίας, διότι έχει άλλες καταβολές (πλησιέστερες πλέον, μετά την αποχώρηση των σταλινικών στοιχείων, σε έναν πρωτόλειο ευρωκομμουνισμό) και άλλη απεύθυνση στις κοινωνικές δυνάμεις της χώρας –κατά συνέπειαν δε και άλλη στόχευση στο πλαίσιο μιας νέας δημοκρατικής και πλουραλιστικής Αριστεράς– υπάρχει και ένα κόμμα που όχι μόνον αυτοτοποθετείται με έμφαση στην σοσιαλδημοκρατική οικογένεια αλλά και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να εμφανίζεται σαν μοναδικός εκπρόσωπός της στην Ελλάδα. Πρόκειται για το ενισχυμένο στις τελευταίες εκλογές ΠΑΣΟΚ, το οποίο, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, μπορεί επίσης, υπό το νέο σχήμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, να ενταχθεί κατ’αρχήν στην ως άνω ανανεωτική προοπτική της Αριστεράς.
Το σημερινό ΠΑΣΟΚ, βέβαια, είναι η σκιά του παλιού εαυτού του, από κάθε άποψη. Ξεκίνησε ως ένα κόμμα της ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής Αριστεράς, με έναν χαρισματικό αλλά και αντιφατικό ηγέτη, με θέσεις πολύ πιο προωθημένες από τον βαυκαλιζόμενο με το «πρώτη φορά Αριστερά» ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με έντονο επίσης το στοιχείο του αριστερισμού και του λαϊκιστικού μαξιμαλισμού (από αυτή την άποψη η σημερινή πολιτική πραγματικότητα, για όσους ζήσαμε εκ του σύνεγγυς εκείνες τις εξελίξεις, αποτελεί σε πολλά σημεία ένα deja vu, με την διαφορά, βέβαια, ότι οι τωρινές συνθήκες είναι απείρως πιο πιεστικές και δεν αφήνουν διόλου περιθώρια για πειραματισμούς).
Στη συνέχεια, ως κυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ αποκατέστησε, σε δύσκολες εποχές, την εθνική αξιοπρέπεια στην εξωτερική πολιτική και προώθησε παρά τις εγγενείς αντιφάσεις του –παρεμφερείς εν πολλοίς με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ– ρηξικέλευθες αλλαγές δημοκρατικού και κοινωνικού χαρακτήρα, ιδίως στις δύο πρώτες θητείες του. Επίσης διαμόρφωσε σταδιακά, μετά από την αρχική αντιευρωπαϊκή του ρητορεία, ένα επεξεργασμένο ευρωπαϊκό σχέδιο, το οποίο –παρά την περιορισμένη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων– έφερε την χώρα στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην συνέχεια στην Ευρωζώνη. Και αυτή η πορεία συνδυάσθηκε με μικρότερες ή μεγαλύτερες μεταρρυθμιστικές τομές, ιδίως μετά το 1993, που οδήγησαν σε μια πρωτοφανή –αλλά χωρίς πραγματικές και στέρεες βάσεις– ευημερία και άλλαξαν ριζικά την πολιτική και οικονομική φυσιογνωμία της χώρας.
Από την άλλη, βέβαια, το ΠΑΣΟΚ σταδιακά απώλεσε τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του, ενσωματώθηκε στον πελατειακό κρατισμό, ενέδωσε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στον καθεστωτισμό και την συναλλαγή και εκφυλίσθηκε ιδεολογικοπολιτικά, δείχνοντας πάντως αξιοπρόσεκτη πολιτική αντοχή και διατηρώντας ισχυρά πολιτικά αντανακλαστικά, που επέτρεπαν την ανανέωσή του και την προσαρμογή του –σε μεγάλο δε βαθμό και την μετάλλαξή του– στην ραγδαία μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Στοιχείο αυτής της προσαρμογής ήταν και η σταδιακή ένταξη στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με ταυτόχρονη προσπάθεια αντιστοίχησής του στα τότε (μάλλον συντηρητικά) δεδομένα της. Η προσπάθεια αυτή συντελέσθηκει κυρίως την περίοδο Σημίτη, πλην όμως παρέμεινε και τότε ανολοκλήρωτη, παρά τις ειλικρινείς σχετικές απόπειρες αλλά και τα κάποια σημαντικά βήματα πολιτικού εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού, αφ’ενός μεν λόγω της ιδιάζουσας κοινωνικής δομής της χώρας, που δεν είναι ευεπίφορη σε μια συλλήβδην και άκριτη μεταφορά του σοδιαλδημοκρατικού μοντέλου, αφ’ετέρου δε λόγω των αναλλοίωτων κατά βάσιν πελατειακών χαρακτηριστικών του κρατικού αλλά και του κομματικού μηχανισμού σε συνδυασμό και με την έξαρση της διαπλοκής (με την ευθύνη να βαρύνει εν πολλοίς, για αμφότερα τα προβλήματα, την τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ).
Η παρακμή, πάντως, του ΠΑΣΟΚ συμπίπτει ιδίως με την έναρξη της κρίσης, για την οποία δεν είχε μεν την κύρια ευθύνη –που πρέπει να καταλογισθεί ιδίως στην ΝΔ της περιόδου 2004 έως 2009– αλλά την διαχειρίσθηκε με τραγικό τρόπο. Πράγματι ο Γ. Παπανδρέου, όντας φορέας μιας ιδιότυπης, μεταμοντέρνας και «πριγκηπικής» αντίληψης για το ΠΑΣΟΚ (το οποίο ταύτιζε με ΜΚΟ) αλλά και έχοντας ελάχιστη επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης, όχι μόνον σχημάτισε μια κυβέρνηση θερινής εκστρατείας (με πρωταγωνιστές τους αλήστου μνήμης εναλλασσόμενους «κηπουρούς» του) για να πάει στη Σιβηρία… αλλά και ο ίδιος θεωρούσε ότι μπορεί να ασκεί τις εξαιρετικά απαιτητικές πρωθυπουργικές του αρμοδιότητες δι’ υποκαταστάτων και αναθέσεων… Όλα αυτά οδήγησαν σε αλλεπάλληλα λάθη, τα οποία, σε συνάρτηση με την λογική ενός «χύμα» κόμματος, δεν του επέτρεψαν ούτε να διαπραγματευθεί σωστά αλλά ούτε και να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς που άρχισε να συγκροτεί –και υπό την πίεσή του– η αιφνιδιασμένη από την κρίση αλλά και απελπιστικά μονομερής στις επιλογές της Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συνέχεια είναι γνωστή: σπασμωδικές και ανερμάτιστες κινήσεις αλλά και συχνές αμφιθυμίες και υπαναχωρήσεις, σε ένα πολλαπλά ναρκοθετημένο (και εκ των έσω…) πεδίο, έως ότου παρέδωσε την κυβερνητική μεν εξουσία σε ευρύ σχήμα συνεργασίας (νομιμοποιώντας για πρώτη φορά την ακροδεξιά…) την δε κομματική εξουσία στον εσωκομματικό αντίπαλό του, που προετοίμαζε υπομονετικά –αλλά και υπονομευτικά– το έδαφος (χωρίς να αντέχει δεύτερη εσωκομματική αναμέτρηση), για να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη… Έτσι ολοκληρώθηκε η θεαματική κατάρρευση ενός άλλοτε κραταιού κόμματος, διότι η αποϊδεολογικοποίηση, ο θεσμικός κυνισμός, ο πολιτικός αμοραλισμός και ο καθεστωτισμός κατέστησαν πλέον κυρίαρχα χαρακτηριστικά, μεταλλάσσοντας το ΠΑΣΟΚ σε ένα ακαθόριστα «κεντρώο» –αν όχι κεντροδεξιό– και πλήρως προσωποκεντρικό κόμμα (σε one man’s show, θα λέγαμε…) χωρίς ίχνος συλλογικότητας και χωρίς εσωκομματική ζωή και λειτουργία, που υπέτασσε τα πάντα στις φιλοδοξίες του αρχηγού του (οι οποίες, βεβαίως, εμφανίζονταν πάντα σαν εθνική επιταγή…). Έτσι το ΠΑΣΟΚ, αφού ταυτίσθηκε στη συνείδηση των πολιτών με την ΝΔ και δεν επέβαλε ούτε καν την αλλαγή του ισχύοντος και σήμερα άθλιου εκλογικού νόμου, συνετρίβη στις προηγούμενες εκλογές, με τον πρώην αρχηγό του να αναρωτιέται ακόμα γιατί και να προσπαθεί να ρίξει σε άλλους την ευθύνη για τον προσωπικό κόλαφο που υπέστη (και ο οποίος βέβαια, για να μην απορεί, επαναλήφθηκε και στις πρόσφατες εκλογές στην Α΄ Θεσσαλονίκης, παρά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ…).
Μετά τις εκλογές, πάντως, φαίνεται να έχουμε ένα κάπως ανανεωμένο και αναθαρρημένο ΠΑΣΟΚ, που λειτουργεί στο πλαίσιο μιας αξιοπρεπούς συμμαχίας με την εναπομείνασα ΔΗΜΑΡ, με τους αρχηγούς αυτής της συμμαχίας να μάχονται αξιοπρεπώς για να αλλάξουν την εικόνα των δύο χώρων τους, χωρίς τουλάχιστον να απωθούν… Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ ούτε και σήμερα είναι ένα γνήσια σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, διότι διατηρεί εν πολλοίς τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή μιας πολιτικής δύναμης που εξακολουθεί να κινείται στην αδιέξοδη στρατηγική του τρίτου πόλου, με έντονα τα στοιχεία ενός κεντρώου πολιτικού μπαλαντέρ και με θολή και ασαφή την πολιτική του ταυτότητα. Και αυτό μάλιστα την στιγμή που όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ακόμα και τα πλέον συντηρητικά, αυτοεντάσσονται με όλο και μεγαλύτερη έμφαση στον ευρύ πόλο της Αριστεράς, αρνούμενα να την εκχωρήσουν πλήρως, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, σε κομμουνιστογενείς πολιτικές δυνάμεις.
Το ζητούμενο λοιπόν για το ΠΑΣΟΚ σήμερα είναι να συνειδητοποιήσει ότι αν εννοεί την αυτοένταξή του στην σοσιαλδημοκρατία πρέπει να αντιστοιχήσει αναλόγως την πολιτική του συμπεριφορά, εγκαταλείποντας την βολική υπεκφυγή του τρίτου πόλου –που είναι κληρονομιά από την προηγούμενη πλήρως αποτυχούσα ηγεσία– και διεκδικώντας αυτόνομο και διακριτό ρόλο στον δεύτερο (όπως του συνέστησε χωρίς περιστροφές, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ο Μάσιμο ντ’Αλέμα…). Και αυτό σημαίνει ότι θα παύσει επιτέλους να αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον όρο «Αριστερά» και θα επανασυνδεθεί με τις δικές του ριζοσπαστικές παραδόσεις αλλά και με την ιστορική κληρονομιά της σοσιαλδημοκρατίας. Μόνον έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια μελλοντική –και υπό όρους– ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου, που θα οδηγήσει σταδιακά στην διαμόρφωση μιας πλουραλιστικής και δημοκρατικής Αριστεράς, στη θέση της σημερινής παρά φύσιν αριστεροδεξιάς συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ…
Γ. Σε μια τέτοια ανασύνθεση θα μπορούσαν αναμφίβολα να συμπράξουν και πολιτικές συνιστώσες, όπως οι «μεταρρυθμιστές», αλλά και μεμονωμένα στελέχη που έχουν σήμερα εγκλωβισθεί στο Ποτάμι, παρότι έχουν σαφώς προοδευτικότερα πολιτικά χαρακτηριστικά. Αρκεί βέβαια να αποφασίσουν ότι το ίδιο το Ποτάμι, όπως τουλάχιστον είναι σήμερα, δεν πληροί καμία από τις βασικές προϋποθέσεις που τέθηκαν προηγουμένως για την συνολική ένταξή του στην προοπτική μιας νέας πλουραλιστικής και δημοκρατικής Αριστεράς. Εν πρώτοις διότι δεν αποδέχεται την διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, προβάλλοντας με έμφαση μεταμοντέρνες κοινοτοπίες περί της ανάγκης για την υπέρβασή της (οι οποίες πάντως προσωπικά μου θυμίζουν αυτά που άκουγα κατά τα φοιτητικά μου χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, από διάφορους αρνητές των ιδεολογικών διαφορών, που ανήκαν όμως άπαντες, όλως παραδόξως, στην Δεξιά…). Κατά δεύτερον, δε, διότι ο αρχηγός του, αποφασίζοντας ερήμην κομματικών οργάνων και συλλογικών διαδικασιών, που του προκαλούν όπως φαίνεται αλλεργία, έχει επιλέξει τον βολικό ρόλο του μπαλαντέρ, εν είδει Γκένσερ στην Γερμανία, προτάσσοντας και προβάλλοντας τον ρόλο των προσώπων και υποτιμώντας πλήρως την σημασία των ιδεολογικών σημείων αναφοράς, σε τελευταία δε ανάλυση και της ίδιας της πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι, βέβαια, το κόμμα να είναι ένα ετερόκλητο άθροισμα προσώπων και κινήσεων, χωρίς καμία ιδεολογική συνάφεια και συνοχή. Κι αυτό θα οδηγήσει νομοτελειακά σε διαφωνίες και συγκρούσεις, όταν ανακύψουν θέματα στα οποία είναι λογικά αδύνατον να συμφωνήσουν οι φορείς αφ’ενός μεν νεοφιλελεύθερων και αφ’ετέρου σοσιαλδημοκρατικών ή εν γένει «κεντροαριστερών» ιδεών. Τότε βέβαια θα κληθεί ο «ελέω εαυτού» αρχηγός, να δώσει τις λύσεις κατά το δοκούν, ανάλογα με την δική του και μόνον οπτική γωνία, που μπορεί να είναι είτε συγκυριακή και ευκαιριακή είτε προσωπικά ιδιοτελής.
Δυστυχώς αυτό είναι το μοντέλο κόμματος που επέλεξε ο κ. Θεοδωράκης, ο οποίος ναι μεν ενέτασσε άλλοτε τον εαυτό του στην «κεντροαριστερά» πλην όμως σήμερα κινείται σε έναν υπερβατικό και επαμφοτερίζοντα πολιτικό αστερισμό, του οποίου το τέλος –δηλαδή η διάλυση του κόμματός του στα εξ ών συνετέθη– είναι ήδη προδιαγραμμένο. Εκτός βέβαια αν, παρ’ ελπίδα, αλλάξει ριζικά πορεία και συμπλεύσει με την Δημοκρατική Συμπαράταξη, στο πλαίσιο –κι αυτό θα ήταν το ευκταίο– μιας ευρύτερης ιδρυτικής ανασυγκρότησης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου.
Δ. Τέλος, εκτός από τους υπαρκτούς πολιτικούς σχηματισμούς, στην ως άνω προοπτική μιας νέας πλουραλιστικής Αριστεράς μπορούν να συμπράξουν και οι ουκ ολίγοι ανένταχτοι αυτού του χώρου, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται πολλά κοινωνικά καταξιωμένα ή/και πολιτικά έμπειρα στελέχη, που τόσο είναι απαραίτητα αυτήν την εποχή. Αυτοί οι ανένταχτοι της ευρείας Αριστεράς είναι φανερό ότι δεν καλύπτονται, και ευλόγως σε μεγάλο βαθμό, από τις προαναφερθείσες εκφάνσεις της, προτιμώντας την κριτική αποστασιοποίηση. Από την άλλη, όμως, δεν είναι πολιτικά αδιάφοροι, καθώς προσβλέπουν σε διαδικασίες τόσο επιμέρους όσο και γενικότερων συνθέσεων και συγκλίσεων, προκειμένου να ενωθούν διάσπαρτες και κατακερματισμένες δυνάμεις και να προταθεί μια πειστικότερη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση από τον χώρο της ευρείας Αριστεράς. Αυτό όμως προϋποθέτει, τουλάχιστον ως προς τον γράφοντα, ότι τα κόμματα που μπορούν εν δυνάμει να ενταχθούν στο όλο εγχείρημα θα υπερβούν επιτέλους την έκδηλη ακόμα προβληματικότητά τους, πρώτον για να καταστούν θελκτικά σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, που σήμερα δικαιολογημένα διστάζει, και δεύτερον για να δρομολογήσουν έναν ανοιχτό και απροκατάληπτο διάλογο με όλες τις ζωντανές και ευεπίφορες σε αλλαγές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, με ορίζοντα την ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου.
- Χρειάζεται όντως μια Νέα και Πλουραλιστική Αριστερά;
Μια τελική παρατήρηση, πριν κλείσουμε αυτήν την αδρομερή ανάλυση για τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου. Υπάρχουν πολλοί, από πολλές πλευρές, που θέτουν τα εξής ερωτήματα: τι νόημα έχει να συζητούμε για Αριστερά όταν η χώρα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής; Μήπως αντί να μιλούμε για Αριστερά – Δεξιά, θα έπρεπε όλα τα κόμματα του συνταγματικού τόξου να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να εστιάσουν τις προσπάθειες στο να σωθεί ο τόπος;
Δεν παραγνωρίζω ότι τέτοια ερωτήματα συχνά αντανακλούν μια πραγματική και εύλογη αγωνία, όταν βέβαια είναι καλοπροαίρετα και όχι υποβολιμαία. Ωστόσο, το να επιμένει κανείς στην αναγκαιότητα να διαμορφωθεί μια νέα πλουραλιστική Αριστερά με κυβερνητική προοπτική, δεν σημαίνει ούτε ότι παραγνωρίζει την κρίσιμη κατάσταση που βρίσκεται η χώρα ούτε ότι αρνείται, για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, ευρύτερες κυβερνητικές συνεργασίες και συγκλίσεις για την σωτηρία και στην συνέχεια για την ανασυγκρότηση της χώρας. Ωστόσο, ακόμη και αν χρειασθεί να φθάσουμε σε μια τέτοια λύση, που δεν αποκλείεται διόλου για το προσεχές μέλλον, η διαμόρφωση μιας Αριστεράς όπως την περιγράψαμε προηγουμένως είναι εξ ίσου κρίσιμη, για να μην έχουμε ξανά μια επανάληψη αυτοσχεδιασμών και αλληλλοϋποβλέψεων, εική και ως έτυχε, αλλά μια κυβέρνηση με συγκεκριμένη και ρεαλιστική στόχευση, με σαφή προσανατολισμό αλλά και με προοδευτική προδιάθεση. Μια κυβέρνηση, δηλαδή, στην οποία ο ζητούμενος πόλος της νέας πλουραλιστικής και δημοκρατικής Αριστεράς θα προσέλθει ως πολιτικά ηγεμονεύουσα δύναμη, με ένα ιδεολογικοπολιτικά επεξεργασμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και με κατασταλαγμένες θέσεις και προτεραιότητες, ώστε να επιβάλει τουλάχιστον ένα μίνιμουμ πειστικού και συνάμα προοδευτικού προγράμματος για την έξοδο από την κρίση. Διότι, για να μην έχουμε αυταπάτες, αυτό είναι ούτως ή άλλως ο πλέον εφικτός στόχος σήμερα, σε ένα ασφυκτικό διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο, σε μια χώρα που μάχεται πρώτα από όλα για την επιβίωσή της και με μια Αριστερά που βρίσκεται σε συνθήκες άμυνας, για να διατηρηθούν, δεδομένων των ισχυρών καταναγκασμών αυτής της μείζονος εθνικής προσπάθειας, οι βασικές τουλάχιστον δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ΧΡΟΝΟΣ