Τα τελευταία
χρόνια συχνά ακούμε για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα Κέντρα Υποδοχής
που υπάρχουν στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με την Μόρια να είναι η πιο
χαρακτηριστική περίπτωση. Όταν η Ντούνια
Μιγιάτοβιτς επισκέφτηκε στα τέλη Οκτωβρίου την Σάμο, όπου ζουν σε άθλιες
συνθήκες εννιά φορές περισσότεροι άνθρωποι από όσους μπορεί να αντέξει ο
καταυλισμός , χρησιμοποίησε φράσεις που αναδεικνύουν την δραματικότητα και
εκρηκτικότητα του προβλήματος. Αναφέρω κάποιες: « Οι προσφυγικοί καταυλισμοί
στα ελληνικά νησιά είναι ένα βήμα πριν την καταστροφή», « Οι ελλείψεις σε
ιατρική φροντίδα και συνθήκες υγιεινής είναι απελπιστικές», Η κατάσταση είναι
εκρηκτική». Είναι φράσεις που περιγράφουν ένα τοπίο κόλασης.
Την ίδια ώρα
βλέπουμε μια πραγματική έκρηξη των τοπικών κοινωνιών στα Νησιά στα οποία
διαπιστώναμε μια υποδειγματική συμπεριφορά ως προς την υποδοχή των πρώτων
προσφύγων το 2015, συμπεριφορά που προβαλόταν σ΄όλο τον πλανήτη. Τώρα
παρακολουθήσαμε μέχρι και ξυλοδαρμό του Υπουργού κ. Μηταράκη λίγες μέρες πριν.
Την ίδια ώρα υπάρχουν χαρακτηριστικές καθυστερήσεις στην προώθηση αναγκαίων
μέτρων από την Κυβέρνηση, ενώ είναι φανερό ότι η ίδρυση και πάλι Υπουργείου
Μεταναστευτικής Πολιτικής αποτελεί ομολογία ότι το τελευταίο εξάμηνο η
Κυβέρνηση πιάστηκε αδιάβαστη για το πρόβλημα αρχικά και όταν το αντιλήφθηκς
αντέδρασε με σειρά σειρά μέτρων που το λιγότερο δεν υλοποιεί ικανοποιητικά.
Αποτελεί ομολογία έλλειψης συντονισμού και αποτελεσματικότητας.
Τι συμβαίνει
λοιπόν; Σε τι φάση βρισκόμαστε; Γιατί κάποιοι ισχυρίζονται ότι μπορεί υπό
προυποθέσεις το Μεταναστευτικό- Προσφυγικό να εξελιχθεί σε εθνικό , σε μείζον
κοινωνικό, πολιτικό πρόβλημα; Τι πρέπει να γίνει; Τι μπορεί να γίνει;
Όμως ας
πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Όταν
ξεκίνησε η κρίση, η τότε κυβέρνηση της ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υποδυόταν ότι δεν υπάρχει
κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Χιλιάδες κόσμου έφταναν στα νησιά και μετά
«εξαφανίζονταν» προς την Ευρώπη με μυθικά κέρδη για τα κυκλώματα. Στη συνέχεια,
είχαμε την αντίδραση των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης με το κλείσιμο του
Βαλκανικού διαδρόμου και λίγους μήνες μετά την Δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης –
Τουρκίας, που παρά την πολύ μεγάλη μείωση των αφίξεων, η κυβερνητική ανεπάρκεια
σε επιχειρησιακό επίπεδο ήταν πασιφανής.
Η Δήλωση
Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας απομόνωσε
τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, περιορίζοντας τις μεταφορές προς την ενδοχώρα,
καθώς κάθε πρόσφυγας ή μετανάστης που έφτανε, θα έπρεπε να παραμείνει εκεί
μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης ασύλου του ή την επιστροφή του στην
Τουρκία. Η αρχή του 1 προς 1, δηλαδή για κάθε Σύριο πρόσφυγα που θα επέστρεφε
στην Τουρκία, οι χώρες της Ένωσης θα έπαιρναν έναν πρόσφυγα από την Τουρκία
στην Ευρώπη, ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Από το 2016 μόλις 1950 άνθρωποι έχουν
επιστρέψει από την Ελλάδα στην Τουρκία εκ των οποίων οι Σύριοι ήταν μόλις 359.
Παράλληλα από την Τουρκία 28.000 Σύριοι πρόσφυγες έχουν μεταφερθεί στην Ευρώπη.
Άρα αν εφαρμοζόταν κανονικά η Δήλωση, στην Τουρκία θα έπρεπε να είχαν
επιστραφεί 27.641 Σύριοι πρόσφυγες.
Οι αιτίες
για αυτές τις τόσο λίγες επιστροφές είναι κυρίως η γραφειοκρατία και η έλλειψη
πολιτικής βούλησης αλλά και ο ρόλος κάποιων μεμονωμένων Μη Κυβερνητικών
Οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στα νησιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα
με τα στατιστικά για το 2018 οι επιστροφές μεταναστών που μετά από την εξέταση
των αιτήσεων τους βρέθηκε ότι δεν χρήζουν προστασίας σε ευρωπαϊκό έδαφος, είναι
τρομακτικά χαμηλά, 66 άτομα μέσω 11 πτήσεων.
Παράλληλα
είδαμε και την αδυναμία της κυβέρνησης να αξιοποιήσει την πρωτοφανή σε όγκο
χρηματοδότηση που διατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση του
προσφυγικού – μεταναστευτικού. Συνολικά η χώρα μας έλαβε έμμεσα ή άμεσα
(κυβέρνηση, διεθνείς και Ευρωπαϊκοί οργανισμοί) 2,2 δις ευρώ τα τελευταία 5
χρόνια, όμως οι άνθρωποι που έφταναν στη χώρα μας ζούσαν και συνεχίζουν να ζουν
υπό απαράδεκτες συνθήκες. Συντρίβοντας
την αξιοπρέπειά τους και θέτοντας σε κίνδυνο της ζωή τους. Οι υποδομές
παραμένουν υπερκορεσμένες, υποτυπώδεις και η χώρα μας γίνεται στόχος σκληρών
δημοσιευμάτων και ανακοινώσεων ανθρωπιστικών οργανώσεων από όλο τον κόσμο.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι αν κοιτάξει κανείς την απορρόφηση των τακτικών κονδυλίων της
Ένωσης για το προσφυγικό, από τα 615.5 εκατομμύρια ευρώ της μακροπρόθεσμης
χρηματοδότησης για την περίοδο 2014-2020, έχει απορροφηθεί μόλις το 36%, δηλαδή
τα 222.8 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, για τα 270 εκατομμύρια έκτακτης χρηματοδότησης
που διατέθηκαν μέσω της κυβέρνησης η Ελλάδα βρίσκεται υπό έλεγχο από τις
Ευρωπαϊκές Υπηρεσίες Καταπολέμησης της Απάτης λόγω κακοδιαχείρισης.
Όμως και
σήμερα, παρά τα μεγάλα λόγια και τις διακηρύξεις της Νέας Δημοκρατίας, η μεγάλη
αύξηση που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες απέδειξε ότι μόνο έτοιμη δεν
ήταν.
Η κυβέρνηση
βέβαια καλώς απάντησε στον μεγάλο συνωστισμό που προκλήθηκε από την αύξηση των
αφίξεων στα νησιά, σπάζοντας τον χωρικό περιορισμό της Δήλωσης Ευρωπαϊκής
Ένωσης – Τουρκίας, σύμφωνα με το οποίο, για να δεχτεί η Τουρκία επιστροφές στο
έδαφος της, αυτές έπρεπε να λαμβάνουν χώρα απευθείας από τα νησιά και τα hot
spots, προχωρώντας σε εσωτερική μετεγκατάσταση.
Αυτή η
εσωτερική μετεγκατάσταση όμως, η μεταφορά δηλαδή των ευάλωτων αιτούντων ασύλου,
που είναι κυρίως ασυνόδευτοι ανήλικοι και οικογένειες, έλαβε χώρα έως και
αιφνιδιαστικά, χωρίς κανείς να προετοιμάσει και να εξηγήσει στις τοπικές
κοινωνίες τι συμβαίνει, με αποτέλεσμα η διαδικασία να γίνεται πολλές φορές
κυριολεκτικά τη νύχτα. Η απουσία προετοιμασίας σε συνδυασμό με την ακροδεξιά
ρητορική ορισμένων στελεχών και βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας δημιουργούν γόνιμο έδαφος νομιμοποιώντας ξανά
πράξεις μισαλλοδοξίας και απανθρωπιάς που ευτυχώς βεβαίως παραμένουν
περιθωριακές. Αναφέρω πολύ χαρακτηριστικά το barbecue της Θεσσαλονίκης και τα απαράδεκτα σχόλια Βουλευτή που ευτυχώς
μαζεύτηκαν
Η Νέα
Δημοκρατία θεωρεί ότι έχει νέες, μαγικές λύσεις, όπως η ουτοπική εξαγγελία για
εξέταση 70.000 αιτήσεων ασύλου σε μόλις τρεις μήνες.
Μαγικό ραβδί
όμως δεν έχει κανένας. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει ουσιαστικά καταστεί όμηρος.
Ο Πρόεδρος
Ερντογάν εργαλειοποιώντας την προσφυγική κρίση εκβιάζει την σιωπή της Ευρώπης
για την εισβολή στη Βόρεια Συρία και τις παράνομες ενέργειές του στην Κυπριακή
ΑΟΖ. Από την άλλη είναι η αβελτηρία των Κρατών Μελών της Ένωσης στην αναθεώρηση
του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ που ρίχνει το βάρος μόνο στα κράτη πρώτης.
Είναι
αναγκαίο, είναι άκρως επιτακτικό πλέον να διαμορφώσουμε μία εθνική στρατηγική
για το θέμα αυτό, μακριά από συνθηματολογία και μικροπολιτικές αντιθέσεις.
Η
επανεμφάνιση του προβλήματος μετά την όξυνση του 2015 δείχνει ότι ήρθε για να
μείνει. Θα είναι κυρίως Μεταναστευτικό, ενώ θα προστίθεται το Προσφυγικό
ανάλογα με τις συγκυρίες. Το ποσοτικό επομένως επιχείρημα ότι ο σημερινός
αριθμός δεν είναι και τόσο μεγάλος και γιατί να ανησυχούμε δεν ευσταθεί. Κανείς
δεν μας εξασφαλίζει ότι ο σημερινός αριθμός θα κρατηθεί σ΄αυτό το επίπεδο. Όμως
, η τωρινή κατάσταση δεν είναι διατηρήσιμη όχι γιατί ο αριθμός είναι μεγάλος,
αλλά γιατί το σύστημα έχει μόνο εισόδους κ;αι όχι εξόδους. Και μόνο αυτό λειτουργεί
ενθαρρυντικά στους διακινητές. Δεν υπάρχουν πια οι έξοδοι που χρησιμοποιήθηκαν
κουτοπόνηρα για να διοχετεύονται εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες στις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες, λες και αυτές δεν θα αντιδρούσαν κάποια στιγμή. Έτσι που
φτιάχτηκε το σύστημα, ήταν μοιραίο να μην αντέξει μια νέα μέτρια έστω αύξηση
των ροών.
Έχουμε
λοιπόν ένα μεγάλο πρόβλημα και θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση από
όλες τις πλευρές του κομματικού συστήματος. Απορώ για παράδειγμα που η σημερινή
αξιωματική αντιπολίτευση παρασύρεται τόσο εύκολα στο παιχνίδι της πολιτικής
εκμετάλλευσης, σαν να μην έμαθε τίποτα από την δική της κυβερνητική
εμπειρία ή σαν να μην κατάλαβε τίποτα
από το πολιτικό τίμημα που πληρώνει σήμερα η Κυβέρνηση για τις παρεξηγήσεις και
τις προσδοκίες που δημιούργησε την εποχή που η αντιπολιτευτική ευκολία την
έκανε να αποδίδει στον ΣΥΡΙΖΑ ή τις ατυχείς δηλώσεις της τότε Υπουργού την
απότομη αύξηση των προσφυγικών ροών το δύσκολο 2015.
Μεγαλύτερη
αυτοσυγκράτηση λοιπόν, γιατί όλοι καταλαβαίνουν πια ότι δεν υπάρχει άλλη λύση
από αυτήν: ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διαδικασία ασύλου, αποσυμφόρηση των
νησιών , ενίσχυση των δομών και των υπηρεσιών ενσωμάτωσης, βελτίωση των
υποδομών στα ίδια τα νησιά, αύξηση των επιστροφών στην Τουρκία Σύριων προσφύγων
και μεταναστών χωρίς δικαίωμα ασύλου, κάνοντας χρήση των κονδυλίων που έχουν
προβλεφθεί και εκταμιευθεί από την Ένωση γι? αυτόν τον σκοπό.
Και όλοι
καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά που ασυγχώρητα καθυστέρησαν , όσο και αν είναι
αναγκαία , δεν δίνουν λύση.
Χρειάζεται
μια νέα Ευρωπαϊκή Συμφωνία.
- Πρέπει να απαιτήσουμε την άμεση
δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού προγράμματος μετεγκατάστασης προσφύγων. Χρειαζόμαστε
έναν μηχανισμό καταμερισμού των αιτούντων άσυλο που φτάνουν στην Ευρώπη σε όλα
τα Κράτη της Ένωσης με οικονομικές κυρώσεις για όσους αρνούνται να συμμετάσχουν
όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις στη βάση του μοντέλου
για την διανομή των αφίξεων στη Μάλτα, δεν θα βοηθούσαν την κατάσταση στην
Ελλάδα, καθώς πολλές φορές χρειάζονται εβδομάδες διαπραγματεύσεων για ένα πλοίο
που αφορά λίγες δεκάδες ανθρώπων ενώ εμείς είχαμε λίγο πάνω από 30.000 αφίξεις
το τελευταίο τρίμηνο. Παράλληλα
πρέπει να προχωρήσει η αναθεώρηση του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ βάσει της
πρότασης που ψήφισε το Κοινοβούλιο και μπλοκάρουν στο Συμβούλιο ευρωπαϊκές
κυβερνήσεις που ανήκουν στο Λαϊκό Κόμμα όπως η Νέα Δημοκρατία. Δεν μπορεί το
βάρος της εξέτασης ασύλου να πέφτει μόνο στα Κράτη Μέλη πρώτης γραμμής όπως η
Ελλάδα και η Ιταλία. Αντιθέτως η ευθύνη πρέπει να επιμερίζεται σε όλα τα Κράτη
Μέλη βάσει δεικτών όπως ο πληθυσμός, η ανεργία, το ΑΕΠ και ο αριθμός προσφύγων
που ήδη διαμένουν στη χώρα.
Ακόμα και με
ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα μετεγκατάστασης, ένα ποσοστό προσφύγων θα παραμείνει
στη χώρα μας, όπως και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Αξιοποιώντας τα
Ευρωπαϊκά χρήματα, θα πρέπει να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για την όσο το
δυνατόν ομαλή ένταξή τους. Βασικό βήμα είναι η παρουσία στα σχολεία για τους
ανήλικους και εκτεταμένα προγράμματα εκμάθησης Ελληνικών για τους ενήλικους. Οι
περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες στην
πατρίδα τους θα επιστρέψουν, για όσο όμως είναι εδώ, ας φανούμε αντάξιοι των
καταστάσεων.
Σ΄ αυτό το
σημείο θα ήθελα να σημειώσω ότι διεξάγεται μια δημόσια συζήτηση για το αν το
πρόβλημα είναι κοινωνικά και πολιτικά διαχειρίσιμο. Δεν είναι απλή η απάντηση
αφού το πόσους μετανάστες μπορεί να αντέξει η κοινωνία συνολικά και οι τοπικές
κοινωνίες σχετίζεται με την συλλογική ψυχολογία, τις δυνατότητες απασχόλησης , την
κατάσταση της οικονομίας. Στις διεθνείς συγκριτικές έρευνες οι Έλληνες
εμφανίζονται εντυπωσιακά ξενόφοβοι, κλειστοί και εχθρικοί προς τους μετανάστες.
Ωστόσο, από την άλλη υπάρχουν δεκάδες ενδείξεις από την καθημερινή ζωή που
φανερώνουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα και ικανότητα συνύπαρξης με τους « άλλους».
Το σίγουρο είναι πάντως ότι η ανεκτικότητα και εξοικείωση αυξάνει όταν οι
πολίτες αισθάνονται ότι το Κράτος έχει ένα φερέγγυο σύστημα διαχείρισης του
προβλήματος, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να γίνει ανεξέλεγκτο και ότι δεν είναι
μέρος μιας γενικότερης στάσης ανομίας. Είναι αυτός ένας ακόμα λόγος εθνικής
συνεννόησης , αλλά και απομόνωσης των ακραίων απόψεων που κνούνται από ένα
ακραίο επιθετικό αντιμεταναστευτικό λόγο έως μια λογική « ανοικτών θυρών».
Τέλος οι
Ευρωπαίοι εταίροι πρέπει να καταλάβουν ότι η προσφυγική και μεταναστευτική
κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με χρηματοδοτήσεις και χωρίς τις
θεσμικές αλλαγές κάποιες από τις οποίες ανάφερα προηγουμένως. Ιδιαίτερα όσον
αφορά τις μεταναστευτικές ροές, η Ευρώπη δεν είναι σε θέση να υποδεχθεί όλους
όσους επιθυμούν να έρθουν σε αυτή. Εκτός της φύλαξης των συνόρων, πρέπει να
βοηθήσουμε στην οικονομική ευημερία και σταθερότητα των χωρών καταγωγής τους,
ώστε να μην είναι τόσο ισχυρό το κίνητρο να γίνουν θύματα των εμπόρων ψυχών
διακινδυνεύοντας τη ζωή τους στην προσπάθεια ένα καλύτερο μέλλον.