Το Μέσο και το Μήνυμα, το ΠΑΣΟΚ και το «Σύστημα»

Μαριλένα Κοππά 21 Σεπ 2012

Μια σχετικά άχαρη διαμάχη προέκυψε πρόσφατα στη Βουλή και στον τύπο, που αφορά τη γενεσιουργό αιτία της ανόδου της ακροδεξιάς. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η συζήτηση μπορεί και πρέπει να δώσει έναυσμα για μια συζήτηση σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, που τελικά αφορά τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και τα άκρα του πολιτικού μας συστήματος.

Το ερώτημα όπως τέθηκε αρχικά είναι, τι θα πει «αντι-συστημικό κόμμα». Τα κόμματα που θεωρούμε αντι-συστημικά, αντλούν τη νομιμοποίησή τους είτε από ένα δραστικά διαφορετικό πολιτικό μήνυμα, είτε από ένα διαφορετικό τρόπο συμμετοχής στην πολιτική σκηνή. Συνήθως και τα δύο.

Ένα παράδειγμα είναι οι νέες τεχνολογίες. Στην Ελλάδα, ο κόσμος των blogs μεγαλώνει, ενώ η Βουλή των Ελλήνων συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη και διάχυση νέων εργαλείων ηλεκτρονικής διαβούλευσης. Μπορεί σήμερα να μη γνωρίζουμε τι σημαίνει PADGET ή NOMAD, αλλά πρόκειται για ηλεκτρονικά εργαλεία που διευκολύνουν τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και την καταγραφή των απόψεων των πολιτών σε σχέση με συγκεκριμένες πολιτικές. Όταν και εάν ποτέ ενταχθούν αυτές οι εφαρμογές στον τρόπο διαμόρφωσης και, τελικά, άσκησης πολιτικής, ίσως να δημιουργηθούν αμφίδρομοι δεσμοί εκπροσώπων και πολιτών, πέρα από την απλή καταγραφή της κοινής γνώμης στη δημοσκοπική μας δημοκρατία. Όπως δυστυχώς μάθαμε στο ΠΑΣΟΚ, όποιος επιχειρεί να κάνει κάτι παρόμοιο, κατηγορείται στην καλύτερη περίπτωση ότι «ζει στον κόσμο του».

Σε ορισμένες χώρες, το μέσο επικοινωνίας με τους πολίτες έχει ταυτιστεί με το πολιτικό μήνυμα. Για παράδειγμα, το κίνημα των Πειρατών στην Γερμανία καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις με ποσοστά που κυμαίνονται γύρω στο 14%. Η πολιτική τους ατζέντα περιλαμβάνει το «δικαίωμα στην πειρατεία», δηλαδή την απόλαυση προϊόντων στο διαδίκτυο χωρίς την καταβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά επίσης πειραματίζονται με μορφές δημόσιας διαβούλευσης και την αρχή της άμεσης ανάκλησης υποψηφίων, δηλαδή την άμεση δημοκρατία. Μπορεί οι θέσεις τους να είναι συγκεχυμένες και ανερμάτιστες σε μια σειρά από ζητήματα, αλλά οι ίδιοι διεκδικούν το ρόλο ενός «δημοσκοπικού κόμματος», που αφουγκράζεται την κοινή γνώμη σε πραγματικό χρόνο.

Τα «παραδοσιακά» κόμματα, αυτά που θέλουν να εκπροσωπούν και όχι να αντανακλούν την κοινή γνώμη, προσπαθούν αντίθετα να διαμορφώνουν πολιτικά ρεύματα με καθαρές θέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, βρίσκονται αντιμέτωπα με την κατηγορία της «κωλοτούμπας» ή σε αριστερή αργκό, τον «οπορτουνισμό».

Η ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι «παραδοσιακή». Η Χρυσή Αυγή, ως νοσταλγός ναζιστικών κινημάτων, ουσιαστικά αντιγράφει πολιτικές πρακτικές της δεκαετίας του 1930: με τη χρήση βίας που θεωρεί ως έμπρακτη απαξίωση του «πολιτικού συστήματος» (βλ. του κοινοβουλευτισμού), την εθελοντική αιμοδοσία και τη δωρεά τροφίμων – από Έλληνες σε Έλληνες – την τήρηση της «τάξης» από «εθελοντικά» τάγματα πολιτών στις γειτονιές. Παράλληλα, έχει ισχυρή παρουσία και στο διαδίκτυο. Τρέφεται ουσιαστικά από μια γλώσσα μίσους. Κανένας Χρυσαυγίτης δεν μπορεί να περιγράψει έναν ιδανικό κόσμο, μπορεί όμως με μεγάλη ευχέρεια να παραθέσει ένα κατάλογο ιδανικών για τα οποία αξίζει είτε να πεθάνουμε, είτε να σκοτώσουμε. Το μήνυμα, με άλλα λόγια, μπορεί να είναι «παλαιότερης τεχνολογίας», αλλά ταυτίζεται τελικά με το μέσο, που είναι η βία. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα κόμμα που, αν και αντισυστημικό, παρουσιάζει απόλυτη αρμονία μεταξύ μηνύματος και μέσου. Αυτό που δεν είναι «παραδοσιακό» και είναι ξεκάθαρα αντισυστημικό, είναι ότι η ακροδεξιά δεν θέλει εξουσία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απολαμβάνει παρόμοια αρμονία, αφού βρίσκεται σε «μετάβαση». Η γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά ενσωματώνεται σε μια λογική ετοιμότητας για την ανάληψη εξουσίας. Και αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς λόγους που η σύγκρισή του με την άκρα δεξιά είναι αδόκιμη.

Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται πολυτασική (και) στο διαδίκτυο, ενώ εξακολουθεί να συμμετέχει σε επίσης πολυτασικές πρωτοβουλίες κοινωνικού περιεχομένου (οικολογικές, αντιρατσιστικές, φεμινιστικές, κ.ο.κ.). Όμως, σταδιακά περνάει η εποχή συνθημάτων του τύπου «ψηφίστε μας για να είμαστε στη Βουλή» ή «ψηφίστε μας για να πάρουμε διψήφιο ποσοστό». Βέβαια, ακόμα και σε αυτήν του την «εφηβική περίοδο», ο ΣΥΡΙΖΑ πάντα αποκήρυττε την πολιτική βία, αλλά άφηνε περιθώριο κριτικής στ’ άλλα κόμματα, αφού τα στελέχη του υποστήριζαν έμμεσα ή άμεσα ότι «ο ηθικός αυτουργός» διαφόρων επεισοδίων στο κέντρο της Αθήνας είναι η αστυνομία, το παρακράτος, κ.ο.κ. Όμως, είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν υπεύθυνος για τα τραγικά γεγονότα της Marfin.

Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να «κληρονομήσει» από το χώρο της κεντροαριστεράς παραδοσιακά ερείσματα σε περισσότερο «θεσμικούς» χώρους κοινωνικής πάλης, όπως ο συνδικαλιστικός χώρος. Υπό αυτό το πρίσμα, η επίκληση του παρακράτους δεν πρέπει να θεωρείται τεκμήριο ενοχής, αφού και το ΠΑΣΟΚ τη διατηρεί στη συμβολική του φαρέτρα ως κατάλοιπο της δικής του κινηματικής περιόδου. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι σε ποιο βαθμό το μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να προσαρμόζεται στα μέσα.

Ο κ. Τσίπρας της Θεσσαλονίκης, δε διαφέρει από οποιονδήποτε «αστικό» εκπρόσωπο κόμματος. Είχε συναντήσεις με θεσμικούς φορείς της πόλης, μίλησε παραπολιτικά για ποδόσφαιρο, μίλησε για το δικό του πρόγραμμα «της επόμενης μέρας» με όρους που δε θύμιζαν το κουμμουνιστικό μανιφέστο. Στην πραγματικότητα, δεν έχει άλλη επιλογή. Εάν οι περισσότεροι οπαδοί του είναι κεντροαριστεροί, η ολίσθησή του σε μια ρητορεία άλλων – όχι και τόσο μακρινών – κινηματικών εποχών, μπορεί γρήγορα να σπρώξει το κόμμα του στην αφάνεια.

Και αυτό μας φέρνει στο ζήτημα που αφορά την κεντροαριστερά. Το γεγονός είναι ότι το ελληνικό εκλογικό σώμα, είναι τελικά κεντροαριστερό. Η κεντροαριστερά και τα πολιτικά της στελέχη έχουν βρεθεί στη δύσκολη θέση να πρέπει να συγκρουστούν με την ιστορία τους και τις παραδόσεις τους, τις οποίες αποκηρύσσουμε καθημερινά, αλλά ήταν αυτές που τελικά που μας ένωναν με το εκλογικό μας σώμα.

Θεωρείται σχεδόν αυτονόητο να ταυτίζουμε τη δεκαετία του 1980 με το πελατειακό κράτος. Θα μπορούσε όμως κανείς να θυμηθεί και τη μεγαλύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού που έγινε ποτέ (30%), τη δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, την ενίσχυση του συνεταιριστικού κινήματος – που εκτός από μια σειρά από τραγελαφικές αποτυχίες έχει να επιδείξει και μια «Δωδώνη» – την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Όλα αυτά, ως κληρονομιά, τα αποκηρύξαμε μαζί με το πελατειακό κράτος, όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το μνημόνιο.

Παράλληλα, χάσαμε τη διάκριση μέσου και μηνύματος. Το βασικό πρόβλημα του χώρου της κεντροαριστεράς είναι το ερώτημα «ποιον εκπροσωπούμε». Το ΠΑΣΟΚ ως κίνημα ήταν εκφραστής της «εργατικής τάξης», που τελικά έγινε κόμμα εξουσίας και έκφρασης «δυναμικών στρωμάτων» της ελληνικής κοινωνίας. Άρρητα, μπορεί βέβαια να υπήρξε και ένα «καθεστωτικό» κόμμα κρατικών λειτουργών. Ένας παλαιός συνάδελφος στο ΙΣΤΑΜΕ, είχε πει ότι «Το στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ είναι να μετατραπεί από συνασπισμός συμφερόντων, σε κόμμα».

Αυτή η πρόκληση είναι ανοικτή. Η μειωμένη εκλογική επιρροή, μας προτρέπει να ξαναδούμε ποιες ρίζες στην κοινωνία θεωρούμε υγιείς και ποιες από αυτές εκφράζονται στο σημερινό ΠΑΣΟΚ. Μπορούμε να ρωτήσουμε εάν έχουμε κάτι να πούμε στα στρώματα που φιλοδοξούμε να εκπροσωπήσουμε. Μπορούμε ακόμα και να επανατοποθετήσουμε το τακτικό ερώτημα «πώς», τελικά, προσεγγίζουμε τα κοινωνικά στρώματα που φιλοδοξούμε να εκπροσωπήσουμε και εάν το ΠΑΣΟΚ είναι ο φορέας που μπορεί να το κάνει.

Και να μην ξεχνάμε, αν και δείχνουμε να το ξεχνάμε:

Δεν είμαστε πειρατές, ούτε μπορούμε να αναλωνόμαστε σε ευκαιριακά ρεσάλτα δημοφιλίας.

Δεν είμαστε ένωση προσωπικοτήτων, αφού «η εμπειρία» θεωρείται τεκμήριο μιας, καταρχήν, ενοχής.

Δεν είμαστε εγγυητές τάξης και ασφάλειας. Σ’ αυτό το μετερίζι υπάρχουν πολλοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι ιστορικά απέναντί μας, ενώ τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν ταυτιστεί με το αίτημα του προοδευτικού κοινωνικού μετασχηματισμού.

Δε φιλοδοξούμε να μετατραπούμε από «ένωση τάσεων» σε κόμμα, αφού αυτό έγινε στο τέλος της δεκαετίας του 1970. Εσχάτως βέβαια, δυστυχώς, κινούμαστε στην αντίθετη κατεύθυνση.

Πολλοί από εμάς θέλουμε ρόλο και χώρο έκφρασης στο συγκεκριμένο πολιτικό σκηνικό, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Προέχει λοιπόν το στρατηγικό ερώτημα του μηνύματος: «ποιον εκπροσωπούμε». Απαντώντας σε αυτό το στρατηγικό ερώτημα, οι δόκιμες τακτικές θα προκύψουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σήμερα δεν είμαστε και δεν μπορούμε να είμαστε το «σύστημα». Οπότε, είμαστε ελεύθεροι να θέσουμε όλα τα ερωτήματα από την αρχή.