Yasmina Khadra (1955-)
(Μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Στρίγκος – ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2005)
La part du mort (2004)
Μυστήριο τραίνο αυτή, ο Yasmina Khandra.
Και δεν πρόκειται για σολοικισμό.
Η Yasmina Khandra (“Πράσινο Γιασεμί”, στα Αραβικά) είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Mohammed Moulessehoul, γεννημένου το 1955 στην Αλγερινή Σαχάρα, από πατέρα νοσοκόμο με στρατιωτική διαδρομή και εξέλιξη και νομάδα μητέρα, ένα ψευδώνυμο που επέλεξε το 1997, με την ευκαιρία του μυθιστορήματός του Morituri· ο βασικός λόγος της υιοθεσίας ενός ψευδωνύμου, λόγος που αναφέρει ο ίδιος ο Yasmina Khandra, θα είναι ο φόβος της δίωξης, αλλά και αυτός της εκδίκησης.
Λίγα λόγια, για την ιστορία πίσω από το ψευδώνυμο, ιστορία σε ευθεία σχέση με την Αλγερία της δεκαετίας του ’90, επιβάλλονται.
Η σύγχρονη ιστορία της Αλγερίας, εποχή που ο Συνταγματάρχης Moulessehoul έδρασε στην περιοχή της Ορανίας, στη Βορειοδυτική Αλγερία, είναι η ιστορία ενός εμφυλίου πολέμου, που ξέσπασε σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας κατά των Γάλλων (εκτιμώμενες απώλειες 350000-400000 νεκροί, μέχρι την ανεξαρτησία του Ιουλίου 1962) και που κράτησε όλη τη δεκαετία του ’90 (εκτιμώμενες απώλειες 60000-150000 νεκροί). Ο Συνταγματάρχης Moulessehoul, και μετέπειτα Yasmina Khandra, πολέμησε στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων, αρχικά κατά του AIS και αργότερα κατά του GIA.
Το 1997, λοιπόν, ο Mohammed Moulessehoul, γιος αξιωματικού του ALN και “στρατιώτης” από ηλικίας 9 ετών, επιλέγει να γράφει με ψευδώνυμο, ενώ παραιτείται από το στράτευμα, το 2000, για να αφιερωθεί στη συγγραφή, επιλέγοντας τα Γαλλικά, σαν γλώσσα. Ο Yasmina Khandra θα αποκαλύψει την ανδρική του ιδιότητα το 2001, στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα l’ ’Ecrivain (“Ο Συγγραφέας”) και την πλήρη ταυτότητά του το 2002, στο έργο του L’imposture des mots (“Η απάτη των λέξεων”).
Και βέβαια, θα περιηγηθεί τον κόσμο, λίγο ταξιδευτής, λίγο φυγάδας, για να εγκατασταθεί στη Γαλλία, συστηματικός προβοκάτορας στις συνεντεύξεις του, έντονα διαμαρτυρόμενος απέναντι σε ό,τι και όποιον αμφισβητεί το έργο του, υπερθετικός κριτής της δουλειάς του6. Κάτι που δεν εμπόδισε να οριστεί επί κεφαλής του Αλγερινού Πολιτιστικού Κέντρου, του Παρισιού, αυτόν τον Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (Chevalier de la Legion d’honneur) και Ακόλουθο της Τάξης των Τεχνών και των Γραμμάτων (Officier de l’Ordre des Arts et des Lettres), τον μεταφρασμένο σε 41 χώρες…
Ο Yasmina Khandra εξέδωσε το “Μερίδιο του νεκρού” (ακριβής μετάφραση του πρωτοτύπου τίτλου “La part du mort”) to 2004. Την ιδια χρονιά κέρδισε “το βραβείο του καλύτερου αστυνομικού μυθιστορήματος στη Γαλλία” (κατά Καστανιώτη)7. Αν εξάγεται ένα συμπέρασμα από την ανάγνωση του βιβλίου, είναι ότι, αν ο Khandra είχε γράψει το βιβλίο δέκα χρόνια ενωρίτερα, θα είχε τριπλοκλειδώσει το ψευδώνυμό του, όντας οχυρωμένος σε κάποια ανήλιαγη γωνιά της Παταγονίας…
Η ιστορία αρχίζει παρασύροντας τον αναγνώστη σε μονοπάτια απατηλά. Ένας εν σειρά δολοφόνος, o επονομαζόμενος “Δερματολόγος”, αφού “..παίρνει το τομάρι των θυμάτων του και μετά τα γδέρνει σαν κουνέλια…”, αποφυλακίζεται, παρά τις μανιακές ενστάσεις του ψυχιάτρου του, στο πλαίσιο της Προεδρικής χάρης. Περίεργη περίπτωση, αυτός ο Χ.Π. -“Χωρίς Πατρώνυμο”- δολοφόνος. “Ένας άνθρωπος παραδίνεται, ομολογεί τα εγκλήματά του, δεν γίνεται καμία εξακρίβωση. Οδηγείται αμέσως στα δικαστήρια. Τον καταδικάζουν ισόβια και τον φυλακίζουν. Κλείνει η υπόθεση… Δεν μπήκαν καν στον κόπο να επιμείνουν σε ό,τι αφορούσε την πραγματική ταυτότητα του κρατουμένου” (σελ. 81). Και ο αναγνώστης αρχίζει να οσφραίνεται μία νέα έκδοση της “Σιωπής των αμνών”… Ουδέν τούτου ανακριβέστερο!
Είσοδος του 55χρονου αστυνόμου Μπραΐμ Λομπ, εμβληματικού ήρωα του Khandra. O Λομπ θα ακούσει προσεκτικά τον φίλο του ψυχίατρο καθηγητή Αλούς και θα αποφασίσει, έξω από κάθε επαγγελματική δεοντολογία, να παρακολουθεί τον αποφυλακισμένο, αμφισβητώντας την αξιοπιστία της επιτροπής του Ραΐς8. Μόνο που ο Χ.Π. παραμένει σε πλήρη αδράνεια, πέρα από τον παραληρηματικό του μονόλογο προς τον Λομπ. Για να τον ξεχάσει ο Khandra, αμέσως μετά… Μάλλον, για να τον μεταφέρει στις εφεδρείες… Και για να τον ανακαλέσει, αρκετά αργότερα…
Όχι ότι αυτό είναι το μόνο πρόβλημα του Λομπ. Ο Λίνο, το δεξί του χέρι, είναι τρελά ερωτευμένος με τη Νετζμά, το ουρί, μια γυναίκα στους αντίποδες των κυβικών του. Ο Λίνο-“Είμαι-ερωτευμένος-διάολε”, θα αναστατώνει τους πάντες, ένας μετέφηβος σε έκρηξη, βούτυρο στο ψωμί των ενδοϋπηρεσιακών αντιπάλων τού Λομπ. Τίποτε δεν πάει καλά και η Νετζμά θα επιστρέψει στην άπλετη αγκαλιά του ανθρωπόμορφου Χατζ Τομπάν, ενός παραπροϊόντος της Επανάστασης μεταλλαγμένου σε κτήνος, σε ένα σκηνικό σκηνογραφημένο από τον Khandra στο πρότυπο μιας οπερέτας στην αυθεντικά συνοικιακή της έκδοση. Ο Λίνο, ο μπάτσος, θα μείνει πίσω, ένας εγωισμός στα αζήτητα, να πλέει σε μια θάλασσα αλκοόλ, να τρομοκρατεί όποιον βρίσκει μπροστά του, και με έναν Λομπ να τον αναζητεί σε ό,τι καταγώγιο, για να τον βρει αναίσθητο, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου που θα αρνιόταν και ένα ζώο. Μόνο που δεν πρόκειται παρά για τον Πρόλογο του δράματος.
Κάποιος θα αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Τομπάν. Άτυχη επιλογή. Θα οδηγεί το ίδιο το τέρας, συνοδηγός ο σοφέρ του. Ο δολοφόνος θα κάνει λάθος επιλογή.
Και εδώ, ο Khandra ανακαλεί τον Χ.Π. από τις ρεζέρβες. Ο ανώνυμος, ο Χ.Π., ο αποφυλακισμένος εν σειρά δολοφόνος, θα είναι ο παραλίγο δολοφόνος τού Χατζ Τομπάν. Και το κίνητρο; Δεν είναι απαραίτητο, -ή, έστω, κρίσιμο- να υπάρχει, αν κάποιος του έβαλε το πιστόλι στο χέρι και του έδειξε τον στόχο. Και, εδώ, τα πράγματα στραβώνουν. Το πιστόλι ανήκει στον Λίνο! Που έχει όλα τα κίνητρα του κόσμου. Και που, για να τα αποκαλύψει, θα τον λιώσουν στο πάτωμα του κελιού του. Γιατί θα τον συλλάβουν. Και ο Λομπ θα κάνει μια ζωή να τον ανακαλύψει, αυτόν ή ό,τι απέμεινε από αυτόν· αφού, πρώτα, μανιακά, προσπαθήσει. Αφού, μανιακά, πιστεύει, ότι ο Λίνο είναι το θύμα. Κι ότι ο θύτης των παρασκηνίων είναι αλλού. Άγνωστο πού, αλλά αλλού…
Πολλοί θα βοηθήσουν τον Λομπ στην έρευνά του. Η Σόρια, η ιστορικός, μία γυναίκα που, μεταξύ άλλων, θα υποβάλει τη μονογαμικότητα του Λομπ σε δοκιμασία, είναι μία από αυτούς. Καθώς και κάποια απολιθώματα του πολέμου της Ανεξαρτησίας, που η νέα τάξη πραγμάτων, διάδοχος των έκπτωτων αποικιοκρατών, έχει στριμώξει στο περιθώριο, όταν δεν έχει καταφέρει το πιο πέρα… Η νέα τάξη της οποίας ο Χατζ Τομπάν αποτελεί επιφανή ψηφίδα και που κάποιοι, απέλπιδες καταπατητές ναρκών, επιχειρούν να αποκαθηλώσουν. Οι απελευθερωτές της πατρίδες, απέναντι στους απελευθερωτές της πατρίδας. Σας θυμίζει κάτι; Αν όχι, το απόσπασμα που ακολουθεί, ένα απόσταγμα πίκρας του παλιού μαχητή, μπορεί να σας βοηθήσει:
“Στις ανώτερες σφαίρες τα πράγματα δεν έχουν όπως τα φαντάζεστε. Είναι πιο πολύπλοκα. Τα προσωπικά συμφέροντα είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, το ίδιο ισχύει και με τις συμμαχίες και τα δίκτυα. Αν καταρρεύσει ένας πυλώνας, ακολουθεί μια αλυσιδωτή αντίδραση όπως στη θεωρία του ντόμινο. Πολλοί από τους δεινόσαυρους της κυβέρνησης θα αισθάνονταν άμεσα απειλούμενοι αν κάποιος από αυτούς, σύμμαχος ή αντιφρονών έμπαινε στο στόχαστρο. Το Σύστημα χρωστάει τη μακροβιότητά του στον αδιαπέραστο μικρόκοσμο που έφτιαξε στα δικά του μέτρα και μόνο. Σ’ αυτά τα κέντρα των αποφάσεων, οι άνθρωποι μπορεί να μη συμφωνούν μεταξύ τους ή να εξαπολύουν πυρά ο ένας στον άλλον κατά καιρούς –κάτι που είναι απόλυτα θεμιτό-, αλλά μόλις δεχτούν μια εξωτερική απειλή, σύσσωμοι οι ως τότε αντίπαλοι ενώνουν τα χέρια και σχηματίζουν ένα συμπαγή συνασπισμό αλληλεγγύης” (σελ. 293-294).
Μήπως, τώρα, θυμηθήκατε κάτι;
Δεν θα προχωρήσω, πιο πέρα, στην ιστορία. Σκοπός αυτών των κριτικών Σημειώσεων δεν είναι να υποκαταστήσουν την ανάγνωση των τελευταίων σελίδων ενός αστυνομικού μύθου. Να πω, μόνο, ότι το ντεκλικ της ανατροπής, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το αχίλλειο σημείο της ιστορίας. Αλλά, αυτό, δεν αποτελεί παρά προσωπική άποψη. Όπως και το ότι δεν αφορά, παρά το “αστυνομικό” στοιχείο της ιστορίας. Που, παίζεται αν είναι και το προεξάρχον, στην περίπτωση του Khandra…
Γιατί με τις ιστορίες του Yasmina Khandra, υπάρχει πάντα το δίλημμα. Αποτελεί το “κοινωνικό” στοιχείο το άλλοθι για τον αστυνομικό μύθο, ή ο τελευταίος είναι το εφαλτήριο, και, κατά σημεία, ο άμβωνας, για τον κοινωνικό καταπέλτη του παλιού στρατιωτικού, που έζησε -από πιο κοντά δεν γίνεται- τη μεθοδική χρήση της βίας και τους πολιτικάντικους μαιάνδρους των -εκάστοτε- κρατούντων; Άλλα, τουλάχιστον δύο, μείζονα έργα του Khandra, “Les hirondelles de Kaboul” (2002), και “Sirenes de Bagdad” (2006), είναι, κατά τους κριτικούς, δηλωτικά των εμμονών του Αλγερινού.
Η μέθοδος. Αυτό, ξαναπέστε το. Στην περίπτωση του Μερίδιου του νεκρού, ο Λομπ θα αποδειχτεί εξάρτημα. Γιατί ο οφθαλμός της εξουσίας τα πανθ’ ορά. Όπως και αυτός της διάδοχης στην προηγούμενη. Όπως και αυτός της διάδοχης, στη διάδοχη της προηγούμενης. Και ο παμπόνηρος Λομπ, ο αστυνόμος που η γλώσσα του -και όχι μόνο- τσακίζει, ο Λομπ που ηδονίζεται να φτύνει την εξουσία, ο αστυνόμος που κοιτάζει από το ύψος της συνοικιακής του έπαρσης τους παλιούς του συναγωνιστές, σήμερα ηγήτορες μιας χώρας που καταρρέει, ο Λομπ-γλυκός σύζυγος και πατέρας, σε αναζήτηση της φτωχής του κρεμμυδόσουπας και του νερού για το μπάνιο που μοιάζει να έχει στερέψει, θα αποδειχτεί παίγνιο της μπαμπούσκας, που κρύβεται μέσα στην άλλη μπαμπούσκα, που κι αυτή κρύβεται μέσα στη άλλη μπαμπούσκα, για να κάνει το λάθος και να συνεργήσει άθελά του στο έγκλημα, αυτός, παρότι σε επίγνωση του “Έτσι είναι η Αλγερία: ξεφορτώνεσαι έναν τύραννο και την άλλη στιγμή σου παρουσιάζονται άλλοι χίλιοι. Στον τόπο μας, η κατάχρηση δεν είναι παρεκτροπή, είναι πολιτισμός, είναι κλίση, είναι φιλοδοξία”9 (σελ. 317-318).
Να προσθέσω, μόνο, ότι, για μένα, το μήνυμα του Khandra, είναι αυτό της απαισιοδοξίας. Και να δεχτώ ότι οι εξεγέρσεις αποδεικνύουν αντισώματα σε εγρήγορση και να δεχτώ ότι οι αντιδράσεις είναι εμπόδιο στους μνηστήρες του θρόνου. Αλλά το κόστος; Η Αλγερία του Khandra πολεμάει χωρίς διακοπή από τη δεκαετία του ’50. Και θα πολεμάει, όπως όλες οι Αλγερίες, όσο η κατάχρηση δεν θα είναι παρεκτροπή, αλλά πολιτισμός, κλίση και φιλοδοξία.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί αναδεικνύεται ένα άλλο πολύ ισχυρό σημείο της γραφής του Yasmina Khandra· αυτό της εξαιρετικής του τοπιογραφίας, δηλωτικό όχι μόνο μιας εξαιρετικά “πλαστικής” γραφής, αλλά και αποδεικτικό της επαφής του με τον χώρο, που μόνο αν τον έχεις ζήσει, αν όχι υποστεί, μπορείς να τον αναδείξεις:
“Στο Αλγέρι, για να πάει κανείς από τον έναν αιώνα στον άλλον αρκεί να διασχίσει έναν δρόμο. Όταν μάλιστα χρειαστεί να βγει από την πόλη, δεν πρέπει να εκπλαγεί διόλου αν το αυτοκίνητό του μετατραπεί σε μηχανή του χρόνου. Αυτό είναι και ο λόγος που δεν εξεπλάγην όταν ο καθηγητής Αλούς μού πρότεινε να απομακρυνθώ από τον σαματά του Μπαμπ ελ Ουέντ και να κάνω μία βόλτα από τα μέρη του. Του είπα πως δεν υπήρχε περίπτωση για μένα να ξαναπατήσω στο κολαστήριό του. Μου απάντησε πως δεν ήμουν υποχρεωμένος και μου έδωσε ραντεβού στο καφέ «Λασιφά», σ’ ένα προϊστορικό χωριό, δυο χιλιόμετρα από το ψυχιατρικό άσυλο.
Τρεις φορές αναγκάστηκα να ρωτήσω για το δρόμο προτού φτάσω σ’ αυτόν τον ετοιμόρροπο καταυλισμό, πίσω από έναν λόφο που έμοιαζε σαν τεράστιο σπυρί και όπου δεν θα έφερνε κανείς εδώ ούτε την πεθερά του για να την εκδικηθεί. Η περιοχή θυμίζει την κωλοτρυπίδα του κόσμου. Μια αίσθηση απέραντης απογοήτευσης σε πιάνει από το λαιμό με το που τα βήματά σου σε οδηγήσουν εκεί. Ο τόπος είναι σκέτο χάλι. Τρώγλες κολλημένες η μία στην άλλη μέσα
σε αυλόγυρους, στρυφνά δρομάκια, μπόχα από τα λαγούμια και ένα και ένα πελώριο συναίσθημα ηθικής αποσύνθεσης. Εδώ οι άνθρωποι δεν επιβιβάστηκαν ποτέ στην αμαξοστοιχία της επανάστασης, επειδή δεν πέρασε από τα μέρη τους. Μετά την αποχώρηση των αποικιοκρατών, κανείς δεν νοιάστηκε για τη μοίρα των αυτοχθόνων. Ο κόσμος χτιζόταν αλλού και η μετακίνηση της αγροτιάς προς τα αστικά κέντρα συνετέλεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στο να παραμείνει αυτή η πολίχνη αποψιλωμένη και στάσιμη. Οι λίγοι ξεροκέφαλοι, που απέκλεισαν κάθε πιθανότητα να ανοίξουν πανιά για αλλού, εξακολουθούν να θρέφονται με τα απομεινάρια των πεποιθήσεων τους προσμένοντας ένα αύριο που δεν θα έρθει ποτέ. Πιστεύοντας πως οι υποσχέσεις που τους δίνουν θα πραγματοποιηθούν, επιβιώνουν με ψευδαισθήσεις και με μη πόσιμο νερό. Αυτό λέγεται αφέλεια, αφέλεια η διάρκεια της οποίας δεν οφείλεται στην αναποτελεσματικότητα των χειρισμών αλλά σε μία πρωτόγονη πίστη στη Θεία Πρόνοια. Σίγουρα, τα λόγια τω επισήμων είναι εντυπωσιακά, όμως, παρ’ όλη την προφανή δημαγωγία και τα όσα έχει διδαχθεί από τις απογοητεύσεις , ο κοσμάκης αρνείται να αποδεχθεί ότι αυτοί που εκείνος εξέλεξε τον κοροϊδεύουν κατάμουτρα.
Υπάρχουν τρόποι σκέψης έτσι δομημένοι, ώστε να σου προκαλούν τόση θλίψη που να θέλεις να πέσεις στη θάλασσα και να πνιγείς. Το άλλο πρόβλημα είναι πως ακόμα κι αν θυσιαστείς, τίποτα δεν θα αλλάξει.
Ως προληπτικός, φτύνω τον κόρφο μου προτού εισχωρήσω με τη σακαράκα μου σ’ αυτό το γκέτο. Κι από τις δύο μεριές του δρόμου, στοιβαγμένοι στα κατώφλια των χαμόσπιτων, γέροντες στο γέρμα της ζωής τους με κοιτούν να περνώ σαν μια παράλογη ιδέα που τους διαπέρασε το νου. Τους απευθύνω έναν δειλό χαιρετισμό. Η χειρονομία μου τους παραξενεύει ακόμα περισσότερο.
Η πλατεία είναι ζοφερή, όλη κι όλη μια στενόμακρη λωρίδα από χώμα που την περιβάλλουν πεζοδρόμια τα οποία είναι κατά το ήμισυ θαμμένα στη λάσπη. Εκτός από ένα παλιό σκελετωμένο φορτηγάκι και το σασί ενός τρακτέρ που μοιάζουν με συντρίμμια τα οποία ξέμειναν εκεί από κάποιον αλλοτινό κατακλυσμό, θα ορκιζόταν κανείς ότι ο πολιτισμός έχει δώσει λόγο τιμής, να μη σύρει το βήμα του κατά δω.
Το καφέ «Λασιφά» βρίσκεται δίπλα σ’ ένα μπακάλικο που το φρουρεί μια ομάδα πεινασμένων γάτων. Ο πιτσιρικάς, που αντικαθιστά τον πατέρα του πίσω από το ταμείο, βαριέται τόσο που τον λυπάσαι. Δεν υπάρχει πελάτης ούτε για δείγμα. Όσο για το καφενείο πολιορκείται από9 ένα εντυπωσιακό τσούρμο εφήβων που σέρνονται από την απραξία. Βρίσκονται εδώ από τα βάθη του χρόνου, κοιτάζοντας το ναό από την απέναντι μεριά του δρόμου και περιμένοντας τον Μεσσία για τον οποίον μιλούν οι προφητείες, ο οποίος θα έρθει να διαλύσει τον ναό των παραβατών.
Κατεβαίνω από το αμάξι.
Κοιτάζω γύρω μου.
Στον τοίχο, μια αφίσα που έχει μείνει ως εκ θαύματος ανέγγιχτη, προτείνει για δήμαρχο τη φάτσα ενός απατεώνα. Δεν υπάρχουν άλλοι εν δυνάμει υποψήφιοι, ή ίσως οι αφίσες τους να καταστράφηκαν. Καταλαβαίνω κάπως γιατί το χωριό βρίσκεται σε τόσο δύσκολη θέση. Αλλά αυτό που με λυπεί δεν είναι η κατάντια ενός λαού γενναίου και θαρραλέου που προδόθηκε από τους άγιους ηγέτες του. Αυτή τη φορά δεν χωρά αμφιβολία, ο σεβάσμιος φίλος μου και ψυχίατρος μού απέδειξε ακράδαντα ότι δεν έχει και πολλά να ζηλέψει από τους ασθενείς του. Πρέπει να είναι κανείς πειραγμένος για να διαλέξει ως τόπο συνάντησης ένα παρόμοιο χωριό που προκαλεί ψυχολογικά τραύματα.
Ο καθηγητής στηρίζεται με τους αγκώνες του στο μπαρ και δείχνει απορροφημένος από τις ιστορίες του καφετζή. Φοράει όπως πάντα την ιατρική του μπλούζα, μόνο που αυτή τη φορά είναι με τις παντόφλες. Με τα μάγουλα στις παλάμες, ακούει τον δύσμοιρο ανθρωπάκο να του εξιστορεί τα βάσανά του. Παραδίπλα δύο χωρικοί με τουρμπάνια εκφράζουν τη συμπόνια τους, προσευχόμενοι από μέσα τους να θυμηθεί κάποιος τη παραγγελία τους.
Ο καφετζής ανασηκώνει το κεφάλι και με βλέπει ξαφνικά στη μέση της αίθουσας. Αμέσως μαντεύει ότι πίσω από τη φαινομενική πραότητα του καλού οικογενειάρχη κρύβεται ένας μπάτσος και αρχίζει να καθαρίζει με μανία το χώρο γύρω του.
Ο καθηγητής με βλέπει κι αυτός και αναφωνεί «Α!» σαν να μην περίμενε να με συναντήσει εδώ. Κατόπιν ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του για να ελέγξει αν ήρθα στην ώρα μου.
–Για μια φορά ήρθες ακριβώς.
-Εξαρτάται πού ακριβώς ήρθα.
-Προλαβαίνει να πιεις καφεδάκι;
-Μόλις πέρασα μια κρίση δυσεντερίας.
-Υπονοείς κάτι; Ακούγεται δυνατά μια φωνή πίσω μου.
Γυρίζω να κοιτάξω” (σελ. 121-123).