To 2015, στη νοτιοδυτική Γαλλία, βρέθηκε ένα από τα σημαντικότερα λείψανα Νεάντερνταλ στην Ευρώπη. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Θόριν, όπως ονόμασαν τον «τελευταίο Νεάντερνταλ» οι ερευνητές που τον ανακάλυψαν, έχει μία ιστορία να μας πει.
O Θόριν έζησε εδώ και 40,000 χρόνια σε μία κλειστή ομάδα ομοειδών συνανθρώπων του. Όπως φαίνεται από τη μελέτη του DNA, αυτή η κοινότητα υπέφερε από έντονη αιμομιξία και ενδογαμία. Ουσιαστικά, η ολιγάριθμη φυλή του Θόριν δεν ήρθε σε επαφή με κανέναν ξένο επί 50,000 χρόνια, αν και υπήρχαν άλλες φυλές Νεάντερνταλ, σε απόσταση μικρότερη από μίας εβδομάδας πεζοπορία.
Η συνθήκη αυτή ίσως να μοιάζει ονειρική στους σύγχρονους νατιβιστές μας, αλλά έχει επιπτώσεις. Σε αντίθεση με τον Homo sapiens, που του αρέσει να περιπλανιέται (βρέθηκαν διακοσμητικά κοχύλια παλαιολιθικών ανθρώπων σε απόσταση 2,000 χιλιομέτρων από εκεί που μαζεύτηκαν!), οι Νεάντερνταλ, αγαπούσαν τη μονιμότητα. Σχημάτιζαν μικρές φυλές σε περιοχές που τους πρόσφεραν ασφάλεια, τροφή και νερό και παρέμεναν εκεί. Οι πληθυσμοί τους τελικά φαίνεται να σαρώθηκαν από αυτήν την έμφυτη συντηρητικότητά τους -οι πληθυσμοί τους είχαν αρχίσει να μειώνονται ανησυχητικά πριν καν εμφανιστούμε εμείς.
Όπως φαίνεται, οι Νεάντερνταλ εξοντώθηκαν από τον στείρο τοπικισμό τους, την προσκόλληση στη γενέτειρα και την αδιαφορία για τους συνανθρώπους τους. Που σημαίνει, πως φυσικά και πρέπει να έχουμε ρίζες, να τις γνωρίζουμε, να τις τιμούμε και να τις αγαπούμε, αλλά μόνο για να μπορούμε να τις εκθέτουμε στη σύγκριση, στον συναγωνισμό και στην ανάμειξη με τις ιδέες, τις συνήθειες, τα ήθη των συνανθρώπων μας, που δεν είναι σαν κι εμάς. Όπως έλεγε ο Γκέτε, χρειαζόμαστε ρίζες, αλλά και φτερά.
Η γηραλέα Ευρώπη πιστεύει σήμερα πως υψώνοντας τείχη θα διαφυλάξει στις συντάξεις και την ησυχία της. Είναι φυσικά μια ψευδαίσθηση. Είναι επίσης μία επικίνδυνη ψευδαίσθηση. Τα κάστρα για τους «απ’ έξω» είναι πάντοτε στρατώνες για τους «από μέσα». Δεν είναι τυχαίο που ο Παύλος της Ταρσού συμπεριέλαβε στο manual της σωτηρίας που παρέδωσε στους μαθητές του, μία σχεδόν αναρχική κουβέντα: «εδώ δεν έχουμε μόνιμη πατρίδα» (οὐ γὰρ ἐχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν).