Σε όλη την Ευρώπη βρίσκεται σε εξέλιξη ο διάλογος για το μέλλον του ευρώ. Πολλοί πολίτες ανησυχούν για την πορεία της Ευρώπης, ωστόσο, οι προτεινόμενες λύσεις δεν ικανοποιούν. Αυτό συμβαίνει γιατί συνεπάγονται διλήμματα: Ή θα επιστρέψουμε στο παρελθόν ή θα πρέπει να κινηθούμε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Η δική μου απάντηση είναι: Για να έχουμε σταθερό ευρώ δεν χρειάζεται να επιλέξουμε μεταξύ ακραίων λύσεων.
Ο λόγος που ξεκίνησε ο διάλογος δεν είναι το ίδιο το ευρώ ως νόμισμα. Οι στόχοι του παραμένουν εξίσου σημαντικοί σήμερα όσο και κατά τον χρόνο εισαγωγής του: Η επέκταση της σταθερότητας των τιμών και της διατηρήσιμης ανάπτυξης σε όλους τους πολίτες της Ευρώπης. Το να καταστεί μη αναστρέψιμη η ιστορική διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ενίσχυση της θέσης της Ευρώπης όχι μόνο από οικονομικής αλλά και από πολιτικής πλευράς στον παγκόσμιο χάρτη.
Ο διάλογος ξεκίνησε επειδή η Ευρωζώνη δεν έχει επιτύχει πλήρως ως πολιτικός οργανισμός. Όταν προτάθηκε για πρώτη φορά η ιδέα του ευρώ, πολλοί υποστήριξαν ότι έπρεπε να προηγηθεί μια μακρά διαδικασία πολιτικής ενοποίησης. Η άποψη αυτή δεν επικράτησε και το ευρώ παρουσιάστηκε ως «νόμισμα χωρίς κράτος» για να διατηρηθεί η εθνική κυριαρχία και η πολυμορφία των χωρών-μελών της ΟΝΕ. Όπως όμως έδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα, αυτό το θεσμικό πλαίσιο άφησε το ευρώ χωρίς τα απαραίτητα εργαλεία για να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις κρίσεις.
Η πορεία προς το μέλλον δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στο προηγούμενο status quo. Η κρίση κατέδειξε τις προκλήσεις της ενιαίας νομισματικής πολιτικής με χαλαρό συντονισμό των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών. Όπως έχει πει ο Jean Monnet, «ο συντονισμός είναι μια μέθοδος που προωθεί τη συζήτηση, αλλά δεν οδηγεί σε αποφάσεις». Πρέπει όμως να ληφθούν ισχυρές αποφάσεις για να θωρακιστεί το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα στον κόσμο.
Μια νέα αρχιτεκτονική για την Ευρωζώνη είναι επιθυμητή για να ευημερήσουν όλες οι χώρες και ειδικά η Γερμανία που πρέπει να παραμείνει άγκυρα ενός ισχυρού νομίσματος. Ωστόσο, η νέα αυτή αρχιτεκτονική δεν προαπαιτεί πολιτική ένωση. Η οικονομική και η πολιτική ενοποίηση μπορούν να προχωρήσουν παράλληλα.
Πόσο μακριά πρέπει να πάμε; Δεν χρειαζόμαστε κεντρικό έλεγχο όλων των οικονομικών πολιτικών. Μπορούμε να απαντήσουμε ρεαλιστικά στο ερώτημα αυτό, αν αναρωτηθούμε ποιες είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Έτσι θα διαπιστώσουμε ότι όλα τα αναγκαία μέτρα είναι μέσα στις δυνατότητές μας.
Για τη δημοσιονομική πολιτική, χρειαζόμαστε πραγματική εποπτεία των εθνικών προϋπολογισμών. Για τις ευρύτερες οικονομικές πολιτικές, πρέπει να εγγυηθούμε την ανταγωνιστικότητα. Οι χώρες θα πρέπει να είναι σε θέση να δημιουργούν βιώσιμη ανάπτυξη και υψηλή απασχόληση χωρίς υπερβολικές ανισορροπίες. Για τον τραπεζικό τομέα, απαιτείται αποτελεσματική εποπτεία και περιορισμοί στην ανάληψη υπερβολικού ρίσκου.
Η πολιτική ένωση μπορεί και πρέπει να αναπτυχθεί χέρι με χέρι με την δημοσιονομική, οικονομική και χρηματοοικονομική ένωση, ώστε να υπάρχει συμφωνία σε μια θεμελιώδη αρχή: Ότι οι χώρες δεν νομιμοποιούνται να εφαρμόζουν πολιτικές που προκαλούν οικονομική ζημία σε άλλους.
Από την οπτική γωνία της ΕΚΤ, μια ισχυρή οικονομική ένωση είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στην ενιαία νομισματική πολιτική. Η ΕΚΤ θα πράξει ό,τι απαιτείται για να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών. Θα παραμείνει ανεξάρτητη. Και θα δρα πάντα εντός των ορίων της αποστολής της.
Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για να εκπληρώσουμε την αποστολή μας πρέπει κάποιες φορές να πάμε πέρα τα παραδοσιακά εργαλεία νομισματικής πολιτικής, εφαρμόζοντας μέτρα έκτακτης ανάγκης. Αυτή είναι η ευθύνη που έχουμε ως κεντρική τράπεζα ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Αναδημοσίευση απο την «Die Zeit»