Επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκε η Ελλάδα, η κατάσταση φαίνεται πολύ πιο ομαλή, οι μείζονες ανισορροπίες διορθώθηκαν και η ευρωζώνη ανακάμπτει. Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί, όμως, ότι τα προβλήματα επιλύθηκαν οριστικά ή ότι μια νέα κρίση μπορεί να αποκλειστεί.
Αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές και τον σχηματισμό κυβέρνησης, θα είναι ενδεχομένως η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει η συζήτηση για περαιτέρω βελτίωση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης είμαστε αρκετά σοφότεροι, ώστε να γνωρίζουμε πολύ καλύτερα από πριν τα λάθη που έγιναν, να αποτιμήσουμε τα μέτρα που ελήφθησαν και, κυρίως, να σχεδιάσουμε πιο αποτελεσματικά τα επόμενα βήματα για τη θωράκιση της ευρωζώνης. Τα βήματα αυτά, όμως, πρέπει να τα σχεδιάσουμε τώρα. Η άποψη ότι πρέπει να περιμένουμε καταλληλότερο χρόνο είναι λανθασμένη και επικίνδυνη. Η επόμενη κρίση, εάν και όποτε έλθει, δεν πρέπει να μας βρει απροετοίμαστους.
Η οικονομική και κοινωνική επίδοση της ευρωζώνης πρέπει να βελτιωθεί. Χρειαζόμαστε μια οραματική και φιλόδοξη, συνάμα όμως και ρεαλιστική, προσέγγιση, ώστε να μετατρέψουμε τη νομισματική ένωση σε μια πληρέστερη οικονομική και νομισματική ένωση, με επαρκή εργαλεία και πόρους αντιμετώπισης έκτακτων κρίσεων αλλά και με κανόνες μακροπρόθεσμης διακυβέρνησης. Αν δεν προχωρήσουμε τώρα, θα διακυβευθεί στην ήπειρό μας ένα από τα πλέον φιλόδοξα πολιτικά και οικονομικά σχέδια από τότε που εμφανίστηκε το έθνος-κράτος: το κοινό νόμισμα.
Μία βασική διαπίστωση από την κρίση είναι ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη απογύμνωσε τα κράτη-μέλη από ορισμένα μέσα πολιτικής, χωρίς να τα αντικαταστήσει με άλλα, στο κέντρο της ευρωζώνης. Επίσης, δεν υπήρχε μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων.
Είναι γεγονός ότι έγιναν σημαντικά βήματα βελτίωσης τα επτά αυτά χρόνια. Πάνω στα βήματα αυτά πρέπει να κτίσουμε το μέλλον της ευρωζώνης, ολοκληρώνοντάς τα: η παροχή διακρατικών δανείων, ιδιαίτερα προς την Ελλάδα, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και η δανειοδότηση εκείνων των κρατών-μελών που βρέθηκαν σε κρίση από αυτόν τον μηχανισμό, η (ημιτελής) τραπεζική ένωση, η μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επίσης, σε εθνικό επίπεδο, ελήφθησαν δραστικά δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα για την αποκατάσταση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και της ανταγωνιστικότητας καθώς και για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας του τραπεζικού συστήματος.
Με δεδομένο ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να συνεχίσει να φέρει το βάρος της σταθεροποίησης της ευρωζώνης σχεδόν μόνη της («the only game in town») και να διατηρεί τη νομισματική πολιτική υπερβολικά χαλαρή επ’ άπειρον, τα επόμενα βήματα ενίσχυσης της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης θα πρέπει να περιλαμβάνουν: α) ενίσχυση των μηχανισμών μακροοικονομικής εξισορρόπησης, οι οποίοι πρέπει να λειτουργούν συμμετρικά, β) ενίσχυση των μηχανισμών επιμερισμού των κινδύνων αλλά και των ευθυνών, γ) μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της ανθεκτικότητας του ευρώ σε μελλοντικές κρίσεις, δ) αυξημένη λογοδοσία των ευρωπαϊκών θεσμών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι μηχανισμοί οικονομικής εξισορρόπησης εντός της ευρωζώνης πρέπει να ενισχυθούν, και κυρίως να λειτουργούν συμμετρικά, δηλαδή τόσο για τις χώρες-μέλη με ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο όσο και για τις χώρες-μέλη με πλεονάσματα. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να εξασφαλιστεί, όπως άλλωστε προβλέπεται στους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών), ότι τηρούνται τα όρια που προβλέπονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ιδιαίτερα στις χώρες-μέλη που συσσωρεύουν μεγάλα και συνεχή πλεονάσματα. Διότι, σε αντίθεση με τις χώρες-μέλη που είχαν μεγάλα ελλείμματα και τα εξάλειψαν, η συνεχής και αυξανόμενη συσσώρευση πλεονασμάτων σε ορισμένες χώρες-μέλη δυσχέρανε τις προσπάθειες προσαρμογής των ελλειμματικών χωρών, προκαλώντας μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία.
Ο επιμερισμός των κινδύνων εντός της ευρωζώνης θα πρέπει να ενισχυθεί, σύμφωνα, για παράδειγμα, με τις προτάσεις της Εκθεσης των Πέντε Προέδρων του 2015, όπως εξειδικεύθηκαν στην Εκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εμβάθυνση της ευρωζώνης τον Μάιο του 2017, αλλά και άλλες προτάσεις, όπως αυτές που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Jacques Delors το φθινόπωρο του 2016, οι οποίες στηρίζονται τόσο στην εμπειρία από την κρίση όσο και σε μια σειρά σημαντικών ακαδημαϊκών αναλύσεων. Ο επιμερισμός των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενεργειών που θα οδηγήσουν σε μια γνήσια χρηματοπιστωτική ένωση με πλήρως ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένων των αγορών κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών των ενεργειών είναι η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ενωσης με τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων, και με την ενοποίηση όλων των κανόνων λειτουργίας και εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η προώθηση μιας γνήσιας Ενωσης Κεφαλαιαγορών μπορεί να επιτευχθεί μέσω νομοθετικών αλλαγών, που θα επιβάλλουν την εναρμόνιση με τις βέλτιστες πρακτικές για την τιτλοποίηση, τη λογιστική, τη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας και το εταιρικό δίκαιο καθώς και τα περιουσιακά δικαιώματα.
Πέρα από την ενίσχυση των διαύλων επιμερισμού των κινδύνων του ιδιωτικού τομέα, επιβάλλεται επίσης η δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης στη ζώνη του ευρώ για την απορρόφηση τυχόν ισχυρών μακροοικονομικών κραδασμών, δηλαδή ενός μηχανισμού επιμερισμού των κινδύνων του δημόσιου τομέα. Αυτό το εργαλείο θα παρέχει ουσιαστική ασφάλιση κατά των ασύμμετρων διαταραχών που προκαλούν περιφερειακοί κλυδωνισμοί. Ενώ επί του παρόντος δεν υπάρχει προθυμία για τη δημιουργία μιας δημοσιονομικής ένωσης, υπάρχουν ρεαλιστικοί εναλλακτικοί τρόποι για να προχωρήσουμε στη δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Για παράδειγμα, αξιοποιώντας την εμπειρία του ήδη υπάρχοντος Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (Σχέδιο Juncker), είναι ενδεχομένως εφικτή μια συμφωνία που θα προωθεί μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα επενδύσεις, που θα χρηματοδοτούνται μέσω ενός κοινού ταμείου ευρωπαϊκών πόρων. Αυτοί οι πόροι μπορεί να προέρχονται είτε από κάποιο διακυβερνητικό ταμείο επενδύσεων είτε από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Παράλληλα, έχει προταθεί η έκδοση ευρωπαϊκών «ασφαλών» ομολόγων (ESBies) και μετέπειτα ευρωομολόγων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, υπό τους κατάλληλους όρους και όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Συμπληρωματικά, θα μπορούσε να εξεταστεί η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού ασφάλισης έναντι της ανεργίας.
Στο τελικό στάδιο, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Αυτό το Ταμείο θα λειτουργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκης (lender of last resort) για τα κράτη-μέλη. Οι κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες και δυσκολία πρόσβασης στις αγορές θα μπορούν να δανείζονται από το Ταμείο υπό όρους και προϋποθέσεις.
Ο μεγαλύτερος επιμερισμός των κινδύνων, όπως π.χ. με την έκδοση ευρωομολόγων, ενδεχομένως μπορεί να γίνει αποδεκτός παράλληλα με μεγαλύτερο επιμερισμό των ευθυνών. Στο πλαίσιο αυτό έχει προταθεί η δημιουργία θέσης υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης με δικαίωμα βέτο στους προϋπολογισμούς των χωρών-μελών, και ο έλεγχός του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τα τελευταία επτά χρόνια, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις που έγιναν και εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της ευρωζώνης που παραμένει σε πρόγραμμα, έχει επιτευχθεί πρωτοφανής, για τα χρονικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) του 2009 εξαλείφθηκαν. Επιτεύχθηκε βελτίωση κατά 27% στην ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας και κατά 20% σε όρους τιμών, συγκεκριμένα σε όρους αποπληθωριστή ΑΕΠ. Εχουν υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση, ενώ το τραπεζικό σύστημα έχει μεν υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων κυρίως ως αποτέλεσμα της κρίσης, παράλληλα όμως διαθέτει σχετικά υψηλές προβλέψεις και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Επιπλέον έχει διαμορφωθεί ισχυρή πολιτική συναίνεση υπέρ της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο είναι υπέρ του ευρώ, αλλά και έχουν ψηφίσει στη Βουλή μέτρα, πολλές φορές με βαρύ κοινωνικό κόστος, για να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη.
Αυτά τα μέτρα αύξησαν την αξιοπιστία της Ελλάδας απέναντι στην ευρωζώνη, η οποία στην ουσία επιτεύχθηκε με τις σημαντικές θυσίες του ελληνικού λαού μετά το 2010. Οι θυσίες αυτές υποδηλώνουν ανάληψη ευθύνης έναντι των κινδύνων που ανέλαβε η ευρωζώνη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα μέσω του ΔΝΤ, με τα δάνεια που χορήγησαν στην Ελλάδα.
Ωστόσο, έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε για να μπορέσει η Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της χωρίς βοήθεια και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Αυτό θα γίνει εάν η χώρα αποκτήσει πιστοληπτική διαβάθμιση τέτοια που να μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητά του, και οι τράπεζες να έχουν επαρκείς εξασφαλίσεις ώστε να μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν πλήρως από τον κανονικό μηχανισμό αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (και όχι μόνο από τον έκτακτο – ELA).
Πρώτο, αλλά καταλυτικό, βήμα γι’ αυτό είναι η έγκαιρη περάτωση της τρίτης αξιολόγησης. Αυτό θα βελτιώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη και τη δυνατότητα βιώσιμης πρόσβασης στις αγορές. Το γεγονός μάλιστα ότι υπάρχουν ακόμα αρκετά να γίνουν στους τομείς των ιδιωτικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, σημαίνει ότι η δυνατότητα αύξησης του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας σε μόνιμη βάση είναι σημαντική. Αυτό που έχει επιτευχθεί τα προηγούμενα επτά χρόνια είναι μόνο η αρχή ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου που βασίζεται σε υγιή θεμελιώδη μεγέθη και υψηλότερη ανταγωνιστικότητα. Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε ακόμη μεγαλύτερη οικειοποίηση με τις ιδιωτικοποιήσεις. Με τις συνεργασίες δημόσιου – ιδιωτικού τομέα ακόμα και σε τομείς που μέχρι σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως το Ασφαλιστικό, η Υγεία, η Παιδεία. Αρκετές ακόμα μεταρρυθμίσεις π.χ. στην αγορά ενέργειας, στην αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και σε ορισμένα επαγγέλματα, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να μειωθεί το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών για τον καταναλωτή. Αξιολόγηση των δομών του δημόσιου τομέα. Μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας σε όλη τη Δημόσια Διοίκηση. Μέτρα για τη γρήγορη απονομή της Δικαιοσύνης. Πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησία των θεσμών. Ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα, προκειμένου να προωθηθεί η καινοτομία και η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης. Και, βεβαίως, απομένει να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα των λεγόμενων στρατηγικών κακοπληρωτών, που αποτελούν τροχοπέδη όχι μόνο στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος αλλά και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, προκειμένου να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
Δεύτερο, υπάρχει το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους, όπου, κατά τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup, οι εταίροι αναμένεται να αναλάβουν πρωτοβουλία, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους, όπως, για παράδειγμα, η μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8½ χρόνια τουλάχιστον. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτό μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μόνο μέχρι το 2020 (η συμφωνία προβλέπει ότι θα διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022) και μειωθούν στο 2,0% μετά. Αυτές οι δύο προτάσεις, εφόσον υιοθετηθούν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας, περισσότερο μάλιστα εάν ο δημοσιονομικός χώρος που απελευθερώνεται, ύψους 1,5% του ΑΕΠ, χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της φορολογίας στην εργασία και το κεφάλαιο. Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγεται ελάχιστο μόνο κόστος. Τα παραπάνω θα ανοίξουν τον δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει την διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη. Αυτό θα θέσει σε κίνηση έναν νέο ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ενώ θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, και, σε τελευταίο στάδιο, την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Τρίτο, υπάρχει το ζήτημα της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής στον μακροχρόνιο ορίζοντα, που θα εξασφαλίζει απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές, και αποφυγή επανάληψης των σφαλμάτων του παρελθόντος που οδήγησαν την Ελλάδα στο επίκεντρο της κρίσης της ευρωζώνης το 2010. Είναι σαφές ότι εδώ απαιτείται η δέσμευση όλων των πολιτικών κομμάτων που τάσσονται υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος τον Ιούλιο του 2012, όταν εμφανίστηκαν φυγόκεντρες δυνάμεις που σχετίζονταν με την ελληνική κρίση και απείλησαν την ευρωζώνη, είπε στο Λονδίνο την ιστορική φράση «θα κάνει η ΕΚΤ ό,τι απαιτείται (whatever it takes)», έδωσε το καλό παράδειγμα που ενδεχομένως οι αρχηγοί των ελληνικών πολιτικών κομμάτων χρειαστεί να μιμηθούν εάν και εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.
Ο Στέφαν Τσβάιχ, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου έγραψε και διάβασε στο κοινό την «Εκκληση προς τους Ευρωπαίους», ένα κείμενο οραματικό, φιλόδοξο, πολύ μπροστά από την εποχή του αλλά και από τη δική μας εποχή, απευθυνόμενος στους σύγχρονούς του ευρωπαίους ηγέτες, βλέποντας ίσως αυτό που ερχόταν. Είμαι σίγουρος ότι οι σημερινοί ηγέτες της ευρωζώνης, που αργά ή γρήγορα θα καθήσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της, θα το ξαναδιαβάσουν πριν ξεκινήσουν.