Παρεμβάσεις Ευάγγελου Βενιζέλου στη συζήτηση που διοργάνωσε το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, στο πλαίσιο του Thessaloniki Helexpo Forum
Πρώτη παρέμβαση
«Η Ιστορία αναδεικνύει τον μακρύ χρόνο, όπως λέμε, αλλά όταν γιορτάζουμε κάποιες επετείους, ο μακρύς χρόνος συστέλλεται περιέργως. Από τα 200 χρόνια του ελεύθερου βίου του Ελληνικού Κράτους, τα 47, δηλαδή το 1/4 περίπου, είναι η Μεταπολίτευση, τα 40 η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Η ελληνική κοινωνία φαντασιώνεται πολλές φορές μία δική της αντίληψη περί Ανατολής, αλλά, όταν καλείται να κάνει κρίσιμες επιλογές, έστω με δισταγμούς και λάθη, κάνει δυτικές στρατηγικές επιλογές. Έτσι έγινε πάντοτε στην πορεία αυτών των 200 ετών. Με αυτή την πολιτική και στρατηγική λογική ενταχθήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981, ζητήσαμε την ένταξη το 1975 –ο Κωνσταντίνος Καραμανλής– και νομίζω ότι με αυτή τη λογική κρίθηκε και η πορεία μας τα 10 χρόνια της κρίσης. Γιατί, από τα 40 χρόνια της συμμετοχής μας, τα 10 είναι πολύ ταραγμένα χρόνια, είναι τα χρόνια των προγραμμάτων στήριξης, των μνημονίων, των περιοριστικών μέτρων.
Παρόλα αυτά η ελληνική κοινή γνώμη, εν τέλει, έκανε μία σταθερή και νομίζω σαφή φιλοευρωπαϊκή επιλογή, να μείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη, να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ. Αντελήφθη ότι οι δοσοληψίες, τελικά, μεταξύ Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι θετικές για τη χώρα μας, εάν συνεκτιμήσουμε τα πάντα, την ανάπτυξη, τα χρηματοοικονομικά δεδομένα, το πολιτικό πλαίσιο, τη διεθνοπολιτική θέση της χώρας, το πρόβλημα ασφάλειας.
Ως προς το μέλλον θα πω τρεις λέξεις. Η πρώτη είναι Αφγανιστάν. Μετά το Αφγανιστάν τίθεται ξανά επί τάπητος το ζήτημα της ανασυγκρότησης της Δύσης ως γεωπολιτικής οντότητας. Έχει σοκαρισθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως περισσότερο και από τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες με αυτό που συνέβη. Καλείται να αντιμετωπίσει πολύ σκληρά διλήμματα η Ευρωπαϊκή Ένωση για τις Ευρωατλαντικές σχέσεις, για το εάν αποδέχεται τη στρατηγική έννοια της Δύσης, όπως είπα. Αυτό σημαίνει πολλά και δύσκολα πράγματα για τις σχέσεις με την Κίνα, για τις σχέσεις με τη Ρωσία, όχι μόνο στο επίπεδο του εμπορίου και της διεθνούς οικονομίας, αλλά στο επίπεδο της ασφάλειας και της ιδεολογίας, των αξιών.
Δεν είναι εύκολο να γίνουν αυτές οι επιλογές, η Ευρώπη είναι πάντα διστακτική, μετριοπαθής, προσεκτική, αντιφατική και διχασμένη ως προς τα θέματα αυτά. Αυτό για εμάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί, υπό αυτό το πρίσμα, θα κριθεί και η σχέση Δύσης-Τουρκίας, άρα και η σχέση Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας που είναι παρεπόμενο της σχέσης Ηνωμένων Πολιτειών-Τουρκίας, όσο και εάν αυτό δεν μας αρέσει ή μας φαίνεται πολύ σκληρό. Η Τουρκία προσπαθεί να καλύψει ένα στρατηγικό και στρατιωτικό κενό της Δύσης, των Ηνωμένων Πολιτειών και, κατά μείζονα λόγο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πολλές κρίσιμες περιοχές, από την Ουκρανία μέχρι τη Συρία και από τη Λιβύη μέχρι τον Καύκασο. Αυτό είναι κάτι που μας ενδιαφέρει άμεσα για την Κύπρο, για το Αιγαίο, για τη Μεσόγειο, μας ενδιαφέρει φυσικά και για τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Δεν είναι εύκολο να δώσει απαντήσεις στο κεφάλαιο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως συνδέεται με την ίδια την υπόστασή της και την ταυτότητά της.
Η δεύτερη λέξη είναι πανδημία-επιστροφή στην κανονικότητα. Στου «κασίδη το κεφάλι» –κασίδης ήμασταν εμείς τα χρόνια της κρίσης– δοκιμάσθηκαν θεσμοί, μέτρα, πολιτικές αντιλήψεις και έτσι υπήρχε η υποδομή να αντιδράσει πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση στην οικονομική διάσταση της πανδημικής κρίσης. Υπήρχαν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, αυτά ξεκίνησαν από το ΟΜΤ για τις χώρες που είχαν υπαχθεί σε μνημόνιο, παρότι αυτό δεν εφαρμόσθηκε στην πράξη, υπήρχε ως δυνατότητα. Μπήκαμε, επιτέλους, στο πανδημικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τώρα όμως έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις αντιδράσεις πολλών χωρών που τρέχουν να προλάβουν να θέσουν το ζήτημα της επιστροφής στη δημοσιονομική πειθαρχία, στο Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν είναι η Γερμανία μέσα, αλλά είναι όλες οι μικρές χώρες αυτής της αντίληψης. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του πληθωρισμού που τον κραδαίνουν. Θα δούμε πόσο θα διαρκέσει η γενική ρήτρα διαφυγής από το Σύμφωνο Σταθερότητας, τι θα γίνει με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, τι θα γίνει με αυτό το πολύ μεγάλο βήμα, το εντυπωσιακό, του κοινού χρέους για την εν μέρει χρηματοδότηση του Ταμείου Νέας Γενιάς, του Ταμείου Ανάκαμψης.
Αυτή είναι μία συζήτηση πολύ σκληρή που συνδέεται βέβαια και με τις εξελίξεις στο εσωτερικό όλων των χωρών. Όταν μιλάμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν εννοούμε το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως οντότητας, εννοούμε και το τι συμβαίνει σε 27 χώρες, 27 κοινωνίες, 27 οικονομίες, 27 εθνικά πολιτικά συστήματα. Άρα, το διακυβερνητικό στοιχείο και η εθνική στρατηγική είναι πάντα μία πάρα πολύ κρίσιμη παράμετρος.
Το τρίτο, το οποίο είναι πολύ σημαντικό και που συνδέεται και με τα Δυτικά Βαλκάνια και με το ερώτημα εάν θα υπάρξει τα προσεχή χρόνια κύμα διεύρυνσης, είναι ο εσωτερικός διχασμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος δεν είναι πια ο κλασικός του Βορρά-Νότου, είναι σχεδόν ο διχασμός Δύσης-Ανατολής στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Νομίζω ότι με εξαίρεση τη Δανία –για την οποία ίσως κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε– η διαίρεση είναι ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης και τις υπόλοιπες. Οι λίγες χώρες που είναι εκτός Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων οι βασικές γειτονικές μας χώρες, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, μαζί με τα κλασικά παραδείγματα, Ουγγαρία-Πολωνία, αλλά και μαζί με τη Σλοβακία που είναι στην Ευρωζώνη, τη Μάλτα που είναι στην Ευρωζώνη, θέτουν προβλήματα αξιακά, θέτουν προβλήματα Κράτους Δικαίου και μπορεί να θέσουν και προβλήματα σε σχέση με τη Ρωσία, δηλαδή με την ευρωπαϊκή στάση απέναντι στη Ρωσία, όχι μόνον ενεργειακά –ζήτημα που απασχολεί τη Γερμανία, πρωτίστως, και την προοπτική της Ουκρανίας– αλλά με τη σκληρή έννοια, τη βασική έννοιας της λέξης ασφάλεια.
Αυτά πιστεύω ότι είναι τα μεγάλα θέματα. Τώρα, τα άλλα όλα που περιλαμβάνονται στη μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης είναι αυτά που συζητάμε και εδώ, είναι αυτά που συζητούνται σε όλες τις χώρες, σε όλον τον κόσμο, κλιματική αλλαγή, τεχνητή νοημοσύνη, νέες προκλήσεις υγειονομικές. Όλα αυτά νομίζω ότι θα απαντηθούν με κάποιον τρόπο, εκ των πραγμάτων, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα διλήμματα τα βαριά, τα γεωπολιτικά, πρέπει να απαντηθούν ή, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να καταστούν συνειδητά και να γίνουν αντικείμενο μίας ουσιαστικής συζήτησης στο εσωτερικό των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως τέτοιας.»
Δεύτερη παρέμβαση
«Ας θέσουμε τα ερωτήματα ανοικτά, γιατί τα περικυκλώνουμε μερικές φορές. Το βασικό ερώτημα : η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπερδύναμη; Η συζήτηση που γίνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες κινείται γύρω από το ερώτημα εάν η Κίνα είναι υπερδύναμη, εάν παρά το μέγεθός της το πληθυσμιακό, το οικονομικό, έχει και τα άλλα συστατικά της υπερδύναμης, τη στρατιωτική ισχύ, την παρέμβαση σε τρίτες χώρες, όχι την οικονομική μέσα από το «ένας δρόμος, μία ζώνη» και μέσα από τα δάνεια, τις υποδομές και την εξάρτηση που αυτά συνεπάγονται, αλλά εάν προσφέρει ασφάλεια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν, για να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, υπερδύναμη δεν είναι.
Το επόμενο ερώτημα είναι εάν μπορεί πράγματι έναν αιώνα μετά τα μέσα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και το ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας έγινε Ευρωαμερικανικό, εάν μπορεί τώρα η Ευρώπη να κάνει την επιλογή να αποκτήσει την ιδιοκτησία της ασφάλειάς της. Μπορεί να πει η Ευρώπη ότι «μετατρέπουμε το ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας σε ευρωπαϊκό και παύει αυτό να είναι Ευρωατλαντικό»; Η απάντησή μου είναι «όχι, αυτό αποκλείεται». Καταρχάς πρέπει να έχουμε μία αίσθηση του τι σημαίνει ΝΑΤΟ, τι σημαίνουν δαπάνες για το ΝΑΤΟ. Η σχέση μεταξύ Αμερικανών εταίρων και των υπολοίπων εταίρων, Ευρωπαίων εταίρων, είναι 75/25 στον προϋπολογισμό. Είναι πολύ χειρότερη σε αυτό που λέγεται διάθεση ανάληψης θανασίμου κινδύνου.
Όταν η Ευρώπη λοιπόν είναι Καντιανή, δεν αναλαμβάνει θανάσιμο κίνδυνο, δεν είναι υπερδύναμη και δεν μπορεί να συγκροτήσει ευρωπαϊκό στρατό και ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας ανεξαρτήτως των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ. Μπορεί να συγκροτήσει ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, μπορεί να συγκροτήσει ευρωπαϊκή πλατφόρμα αμυντικών προμηθειών, αλλά είναι άλλο αυτό και άλλο το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας.
Αυτό σημαίνει πάρα πολλά και για τη στάση μας απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία, και τη στάση μας απέναντι σε άλλες χώρες που θα παίξουν καταλυτικό ρόλο. Στην Ινδία θα παιχθεί το παιχνίδι της δημοκρατίας και το παιχνίδι της στρατηγικής ανάσχεσης της Κίνας. Το ίδιο βεβαίως, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει και με τη Ρωσία, η οποία δεν πρέπει να είναι αντίπαλος αλλά ιδιόμορφος εταίρος της Δύσης.
Άρα η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να αντιλαμβάνεται τη Ρωσία με κάποιον τρόπο που δεν εξαρτάται από την ενέργεια και από το φυσικό αέριο, από το Nord Stream 2, αυτό όμως το κάνουν ήδη οι Αμερικάνοι. Οι Αμερικάνοι θεωρούν ότι η μετωπική σύγκρουση, η σύγκρουση τακτικών γραμμών είναι με την Κίνα, η Ρωσία είναι ένα είδος αντάρτη που δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις και άρα μπορούμε να τα διευθετήσουμε αυτά.
Προσέξτε το βαθύτερο ιδεολογικό πρόβλημα ποιο είναι και τι έχει προκαλέσει το Αφγανιστάν. Το Αφγανιστάν ακυρώνει την ιδεολογία της δυτικής ηγεμονίας, «η δημοκρατία δεν εξάγεται, δεν μπορούμε να έχουμε τέτοιου είδους ανθρωπιστική επέμβαση, είναι αποτυχημένη». Αυτό είναι ένα νέο, διότι ήμασταν για χρόνια στρατευμένοι όλοι, εκόντες άκοντες, στη λογική ότι θα πάμε να οργανώσουμε ένα κράτος, λίγο-πολύ κατά τα δυτικά πρότυπα. Εάν δεν εξάγεται η δημοκρατία, εξάγεται το Κράτος Δικαίου, εξάγεται η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα; Μέχρι πού φθάνει η έκπτωση στα ανθρώπινα δικαιώματα σε σχέση με την Κίνα; Μέχρι πού φθάνει η έκπτωση στα ανθρώπινα δικαιώματα σε σχέση με τη Ρωσία; Εξάγεται το ανθρώπινο δικαίωμα στο περιβάλλον, στη βιώσιμη ανάπτυξη ή θα υφίσταται η Ευρώπη ένα κολοσσιαίο οικουμενικό dumping στα θέματα της ενέργειας, διότι οι άλλοι δεν έχουν περιβαλλοντικούς καταναγκασμούς, δεν αυτοδεσμεύονται. Πολλές φορές αυτό ισχύει και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ελπίζω τώρα με το δίδυμο Biden-Kerry ότι τουλάχιστον θα λυθεί το ζήτημα της ισότητας Ευρώπης-Ηνωμένων Πολιτειών ως προς την περιβαλλοντική ευαισθησία, που είναι κολοσσιαίο ζήτημα, όχι απλώς ενεργειακής πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και στρατιωτικά είναι κολοσσιαίο ζήτημα. Σε αυτά η Ευρώπη τώρα δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις, παρά μόνο, σε μεγάλο βαθμό, ρητορικές.
Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι οι εκλογές που θα γίνουν στη Γερμανία, στη Γαλλία, έχουν την εξής καινοτομία τώρα. Περάσαμε μία μεγάλη περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη φοβόταν έντονα τις εκλογές και τα δημοψηφίσματα, ήταν μία φοβική δημοκρατία η ευρωπαϊκή δημοκρατία, έτρεμε μήπως οι εθνικές πολιτικές εξελίξεις ανακόψουν την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τώρα οι εκλογές αυτές είναι λιγότερο φοβικές, αλλά δεν θα καταλήξουν και σε κανένα σοβαρό αποτέλεσμα, δηλαδή ό,τι και να γίνει στη Γερμανία, ό,τι και να γίνει στη Γαλλία, δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα φοβερό.
Κλείνω με μία απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση, που απευθύνθηκε στο φίλο Μιλτιάδη, τι γίνεται με το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι παρών μέσα στην Ευρώπη, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, μην έχουμε την αίσθηση ότι είναι εκτός. Καταρχάς είναι το ΝΑΤΟ και, δεύτερον, οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει είναι πιο ευέλικτες, πιο γρήγορες. Θα βρίσκει το Ηνωμένο Βασίλειο η Ευρώπη παντού μπροστά της στα μεγάλα μέτωπά της, και στα Δυτικά Βαλκάνια.
Σ. Τσομώκος: Φάνηκε και στην πανδημία.
Ευ. Βενιζέλος: Παντού θα το βρίσκει μπροστά. Από την άλλη μεριά, το Ηνωμένο Βασίλειο θα καλείται να καταβάλλει τα επίχειρα της αποχώρησης, κυρίως στην οικονομική πολιτική, στην απουσία από την ενιαία αγορά.
Τώρα, ως προς το μέλλον της Ευρώπης, της διχασμένης, της διηρημένης Ευρώπης, όπως πολύ σωστά είπε ο αγαπητός Λουκάς Τσούκαλης, έτσι θα προχωρήσει η Ευρώπη. Έχει τις οντότητές της όμως, οι οντότητες υπάρχουν. Η μία οντότητα είναι η Ευρωζώνη και η άλλη οντότητα είναι το ΝΑΤΟ. Η μία είναι η οντότητα της οικονομικής, νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και η άλλη οντότητα είναι η οντότητα της αμυντικής πολιτικής και σε πολύ μεγάλο βαθμό και της εξωτερικής πολιτικής.
Για εμένα, που έχω ζήσει τη λειτουργία του Eurogroup –που είναι η διακυβερνητική Ευρώπη, είναι η πραγματικότητα των κυβερνήσεων, η δημοκρατική νομιμοποίηση απορρέει από το ότι οι λαοί εκλέγουν τις κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις έχουν οικονομική πολιτική, υπουργούς οικονομικών, συγκροτούν ένα διακυβερνητικό σώμα διαπραγμάτευσης– και έχω ζήσει και τα μεγάλα διλήμματα του ΝΑΤΟ στη νέα δομή διοίκησης και στο νέο δόγμα, ως Υπουργός Άμυνας –γιατί έχω και αυτό το δυσμενές προνόμιο, να έχω κάνει και Υπουργός Άμυνας σε μία πολύ δύσκολη εποχή– δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Δεν έχω ψευδαισθήσεις τέτοιες, άρα νομίζω ότι, καταρχάς, πρέπει να προσδιορίσει το ύψος πτήσης η Ευρωπαϊκή Ένωση, πόσο προσγειωμένη ή πόσο, ας το πούμε, υψιπετής θα είναι, ώστε να μπορέσουμε να μετέχουμε σε ένα διάλογο ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, εκπέμπει σε μία συχνότητα η οποία βγάζει νόημα, δηλαδή οι ήχοι μετατρέπονται σε νόημα.»
Τρίτη παρέμβαση
«Βασική προϋπόθεση είναι να λέμε αλήθεια και αυτά που κάνουμε να τα αντιλαμβανόμαστε. Η Ελλάδα είναι μία χώρα της Ευρώπης που θεωρεί ότι έχει προβλήματα ασφάλειας, εξωτερικής ασφάλειας. Η επιλογή και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι μία αμερικανική επιλογή, είναι η προτεραιότητα στην Ελληνοαμερικανική αμυντική στρατηγική σχέση και όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεωρούν ότι σε εθνικό επίπεδο έχουν πρόβλημα εξωτερικής ασφάλειας, κάνουν μία αμερικανική επιλογή. Όταν επενδύουμε στην αμερικανική στρατηγική συνεργασία, την επεκτείνουμε σε πενταετή, παρέχουμε νέες βάσεις, τα εξοπλιστικά μας προγράμματα μόνο συμπληρωματικά είναι ευρωπαϊκά και ξέρουμε ότι ο βασικός μας αμυντικός εταίρος, οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν μπορεί να λέμε ότι «όχι, δεν θα βρούμε τη λύση στο ΝΑΤΟ, δεν θα βρούμε τη λύση στην Αμερική εάν γίνει η σύγκρουση». Εάν γίνει η σύγκρουση με την Τουρκία δηλαδή –στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο, στην ευρύτερη περιοχή της Κύπρου– χερσαία και θαλάσσια. Αυτό είναι το πρόβλημα της Ευρώπης, είναι ότι έχει μία ρητορεία η οποία είναι διαφορετική από το πράττειν της Ευρώπης και το παράδειγμα το ελληνικό είναι χαρακτηριστικό.»
Τέταρτη παρέμβαση
«Όταν έφυγε ο De Gaulle από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και ενέπνευσε και τη δική μας αποχώρηση –που, σημειωτέον, δεν ήταν μία σωστή επιλογή, ήταν μία επιλογή υπό την πίεση των στιγμών, των δύσκολων στιγμών– όταν επέστρεψε η Γαλλία στο ΝΑΤΟ, δεν επέστρεψε στον πυρηνικό σχεδιασμό, τα πυρηνικά capabilities της Γαλλίας δεν αποτελούν μέρος των ΝΑΤΟϊκών, είναι εθνικά. Όταν, λοιπόν, συνεδριάζουν τα όργανα τα ΝΑΤΟϊκά, το Ατλαντικό Συμβούλιο υπό οποιαδήποτε σύνθεση ως όργανο πυρηνικού σχεδιασμού, η Γαλλία κατεβάζει το ταμπελάκι και φεύγει, για να έχουμε μία αίσθηση του τι συμβαίνει, ενώ η Βρετανία μένει.»
Πέμπτη παρέμβαση
«Το 2010 στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, στη Λισαβόνα, επίτιμος προσκεκλημένος ήταν ο Ρώσος Πρόεδρος Medvedev. Το ΝΑΤΟ το 2010, πριν από ένδεκα χρόνια, ήταν στον αστερισμό των ΝΑΤΟ-ρωσικών σχέσεων και της καταπολέμησης της τρομοκρατίας μέσα από τη συνεργασία αυτή. Τέσσερα χρόνια μετά, στη Σύνοδο Κορυφής του Κάρντιφ, το βασικό πρόβλημα του ΝΑΤΟ ήταν ο νέος ψυχρός πόλεμος. Η ταχύτητα με την οποία εναλλάσσονται αυτού του είδους οι επιλογές –οι οποίες είναι θεμελιώδεις, ιστορικές– του μακρού ιστορικού χρόνου, δείχνει ότι υπάρχει μία γενική επιπολαιότητα, η οποία αφορά και την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά πίσω από την οποία ακολουθεί, για να μην πω ότι σέρνεται και η Ευρώπη.
Το 2008 είμαι καλεσμένος σε μία συνάντηση στην Ουάσιγκτον και λέω «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι επίτιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην πραγματικότητα μετέχουν και επηρεάζουν όλες τις εξελίξεις». Δεν είχε ακόμη συμβεί η κρίση, δεν είχε μπει το ΔΝΤ στην καρδιά της Ευρώπης, στην καρδιά της Ευρωζώνης και διά του ΔΝΤ οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Υπουργός Οικονομικών, διότι βέβαια ο μεγάλος εταίρος του ΔΝΤ είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες παρούσες στις εξελίξεις, όχι μόνο τις αμυντικές της εξωτερικής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αλλά και στις οικονομικές και ως εκ τούτου πρέπει, νομίζω, να οργανώσουμε με τελείως διαφορετικό, διαφανή και θεσμικό τρόπο την Ευρωατλαντική σχέση προκειμένου να μπορέσουμε να έχουμε έναν διορατικό και σοβαρό σχεδιασμό, παρουσία της Δύσης, σε αυτό το νέο χάρτη, στις νέες προκλήσεις που είπε και ο Λουκάς Τσούκαλης, σε σχέση με την Κίνα, σε σχέση με την Ινδία, σε σχέση με τη Ρωσία και ούτω καθεξής.»
*Στη συζήτηση συμμετέχουν οι: Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Βενιζέλος, π Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών, Εύα Καϊλή, Ευρωβουλευτής, Γιώργος Κατρούγκαλος, π. Υπουργός Εξωτερικών, Λουκάς Τσούκαλης, Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου ΕΛΙΑΜΕΠ. Τη συζήτηση συντόνισε ο Συμεών Τσομώκος