Αυτούς τους 10 περίεργους μήνες της πανδημίας και του lockdown, πέρασα δύσκολα. Θάψαμε τη μάνα μας, μόνοι μας, εγώ και η αδερφή μου σ? ένα άδειο νεκροταφείο. Πέθανε ο παιδικός μου φίλος και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία του. Νοσηλεύτηκα με covid. Όμως νιώθω ότι δεν πρέπει να γκρινιάζω, να παραπονιέμαι, ακόμα και που το αναφέρω, συνιστά ύβρη. Γύρω μου ακούω συνέχεια δράματα. Κάθε μέρα 100 οικογένειες θρηνούν τους αγαπημένους τους, άνθρωποι υποφέρουν στα νοσοκομεία προσπαθώντας να πάρουν μια ανάσα για να κρατηθούν στη ζωή. Άνθρωποι δουλεύουν αγόγγυστα, φοράνε τις ειδικές στολές κάθε μέρα και ορμάνε στους θαλάμους προσπαθώντας να σώσουν μια ζωή, να ανακουφίσουν έναν άρρωστο. Άνθρωποι σε όλες τις θέσεις εργασίας προσπαθούν να κρατήσουν την κοινωνία μας σε λειτουργία. Κάνουμε απλώς τη δουλειά μας, λένε, όταν τους ευχαριστείς.
Όταν η απειλή είναι πραγματικά μεγάλη, όταν δεν «παίζουμε στα ψέματα», οι άνθρωποι βρίσκουν μέσα τους τον καλύτερο εαυτό τους. Η αρρώστια, ο θάνατος, οι χαμένες δουλειές μας, η οικονομική καταστροφή, σε συνεφέρνουν. Καταλαβαίνεις ότι το πρόβλημά σου δεν είναι αν θα κάνεις ρεβεγιόν. Αλλά αν θα μπορέσεις να σώσεις τους ανθρώπους σου. Η απειλή, ελπίζω, δεν θα μας στεγνώσει, δεν θα μας κάνει πιο σκληρούς και κυνικούς. Θα μας κάνει περισσότερο ευαίσθητους, θα μας χαρίσει την ενσυναίσθηση που θα μας επιτρέψει να βγαίνουμε από τον μικρόκοσμό μας και να νιώθουμε την οδύνη των άλλων. Να συμπάσχουμε με τη θλίψη του άλλου, την αγωνία του για τη δουλειά του.
Διαβάστε τη συνέχεια στην athensvoice.gr