Για ένα παιδί που μεγάλωνε στην Κυψέλη της δεκαετίας του 60, όπως εγώ, να γίνει οπαδός του Παναθηναϊκού ήταν περίπου αναπόδραστο. Δεν ήταν μόνον η καλύτερη ελληνική ομάδα της εποχής, η πρωταθλήτρια. Ήταν επίσης η ομάδα της γειτονιάς. Μπορούσες να φθάσεις στο γήπεδο με τα πόδια. Κι αν δεν είχες λεφτά για εισιτήριο, μπορούσες να περιμένεις να ανοίξουν στο δεύτερο ημίχρονο οι πόρτες για να βγουν οι βιαστικοί και να τρυπώσεις, να δεις τα τελευταία λεπτά του ματς. Αν πήγαινες μια βόλτα ως την πλατεία Βικτωρίας είχες μια πιθανότητα να δεις από κοντά το μεγαλύτερο αστέρι, τον Δομάζο. Ήταν μια εποχή όπου το γήπεδο ήταν ο σύνδεσμος του οπαδού με την ομάδα. Τηλεόραση δεν υπήρχε και το τρανζιστοράκι των κυριακάτικων μεταδόσεων και η «Ομάδα», που είχε τις καλύτερες περιγραφές και ωραίες γραφικές αναπαραστάσεις των γκολ, ήταν υποκατάστατα που απλώς σε έκαναν να θέλεις ακόμη περισσότερο να βρεθείς στο γήπεδο.
Μπορεί να νοσταλγώ την εποχή, μα ξέρω ότι το ποδόσφαιρο δεν ζει πια στον ίδιο τόπο με τις αναμνήσεις μου. Έχει εξελιχθεί σε κάτι που είναι περισσότερο global παρά local, περισσότερο big business παρά αίσθημα και ταυτότητα του οπαδού, περισσότερο τηλεόραση παρά γήπεδο. Τώρα πια: Είναι προπάντων ψηφιακός κόσμος και social media περισσότερο κι απ? ότι τηλεόραση. Ο τόπος συνάντησης των οπαδών δεν είναι πια (παρά για λίγους) το γήπεδο. Δεν είναι ούτε καν ο καναπές μπροστά στην τηλεόραση. Είναι προπάντων ένα απέραντο ψηφιακό σύμπαν όπου γίνεται η διακίνηση των αισθημάτων, των ειδώλων και των συμβόλων αυτής της οικουμενικής θρησκείας. Κι είναι ενδεικτικό ότι κάποιος σαν τον Κριστιάνο Ρονάλντο μπορεί να βγάζει περισσότερα από τον λογαριασμό του στο Instagram παρά από τα συμβόλαιά του με την ομάδα και τους χορηγούς του.
Σε αυτό το ποδοσφαιρικό σύμπαν ήταν φυσικό να γεννηθεί (καιρό τώρα) και κάποια στιγμή να δοκιμαστεί στην πράξη η ιδέα να αποσπαστούν από τον ωκεανό των χιλιάδων ομάδων, που ζουν ακόμη στην παλιά, local εποχή, στην εποχή του γηπέδου και της τηλεόρασης, οι πιο ισχυρές και εμπορικές global ομάδες και να προσπαθήσουν να φτιάξουν ένα κλειστό σύμπαν όπου το παιχνίδι είναι απλώς το πρόσχημα για να δημιουργηθεί γύρω του η πλοκή που μεγιστοποιεί την εμπορική αξία του ψηφιακού του ειδώλου. Αυτή ήταν η πρόθεση των dirty dozen, που συγκλόνισαν τον κόσμο του ποδοσφαίρου την περασμένη Κυριακή με την πρότασή τους για μια κλειστη λίγκα προνομιούχων, με εγγυημένα, μυθικά έσοδα, επί των οποίων η ήττα δεν θα είχε καμμιά συνέπεια. Κι όμως, το σχέδιο, προς το παρόν τουλάχιστον, ναυάγησε με αξιοθρήνητο τρόπο, μέσα σε 48 ώρες.
Δεν ναυάγησε μόνον επειδή οι «νονοί» που κυβερνούν το παιχνίδι αποδείχθηκαν πιο καπάτσοι από τα funds και τους εκατομμυριούχους που διοικούν δώδεκα μεγάλες ομάδες. Και δεν ναυάγησε μόνον επειδή ο κόσμος του ποδοσφαίρου και οι φίλαθλοι, των αγγλικών κυρίως ομάδων, εξεγέρθηκαν, διεκδίκησαν ό,τι απέμεινε από τον παλιό ποδοσφαιρικό κόσμο και ύψωσαν ένα τείχος υπεράσπισης της ψυχής του σπορ, του
μυστικού της γοητείας του, του ονείρου που μας επιτρέπει να πιστεύουμε πως οι τέσσερις γραμμές του γηπέδου σχηματίζουν μια παρένθεση ελευθερίας, όπου ο αδύναμος μπορεί, μια φορά, να κερδίσει τον ισχυρό. Ναυάγησε, προπάντων, γιατί εκδηλώθηκε σε λάθος στιγμή.
Έκανε σε πολλούς εντύπωση η ένταση με την οποία αντέδρασαν στο σχέδιο των «δώδεκα» πολιτικοί ηγέτες τόσο διαφορετικοί όσο ο Τζόνσον, ο Μακρόν και ο Ντράγκι. Οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι οι πολιτικοί ήθελαν απλώς να κολακεύσουν το αίσθημα της φίλαθλης πλειοψηφίας. Μα ήταν μάλλον κάτι περισσότερο από αυτό. Στον μετά την πανδημία κόσμο που ανατέλλει, σχηματίζονται σιγά-σιγά οι νέες γραμμές αντιπαράθεσης. Το μεγάλο ντέρμπυ του μέλλοντός μας. Ιδού μερικές ενδείξεις:
-Η Αμερικανίδα υπουργός οικονομικών, με μια σημαδιακή ομιλία της στο Σικάγο, κηρύσσει σταυροφορία με στόχο να δεσμευτούν όλες οι χώρες σε μια ελάχιστη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε να μην τους προσφέρονται παράθυρα φοροαποφυγής. «Ανταγωνιστικότητα», είπε η Τζάνετ Γέλεν, «δεν σημαίνει να έχουν κάποιες εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ πλεονέκτημα απέναντι σε άλλες εταιρείες σ ένα παιχνίδι εξαγορών και συγχωνεύσεων. Ανταγωνιστικότητα σημαίνει να έχουν όλες οι χώρες ένα σταθερό φορολογικό σύστημα που προσφέρει επαρκή έσοδα ώστε οι κυβερνήσεις να επενδύουν σε ζωτικά δημόσια αγαθά και στην αντιμετώπιση κρίσεων και όλοι οι πολίτες να συμμετέχουν στα φορολογικά βάρη».
-Στην ίδια κατεύθυνση, ΗΠΑ, Ευρώπη αλλά και Κίνα (που επέβαλε ένα υπέρογκο πρόστιμο 2,8 δισ. στην Alibaba, για νόθευση του ανταγωνισμού) κάνουν πια συστηματικές προσπάθειες να επιβάλουν ρυθμιστικό και φορολογικό έλεγχο στις εταιρείες-κολοσσούς της ψηφιακής αγοράς, που ως πρόσφατα θεωρούνταν «πολύ μεγάλες για να υπαχθούν σε ρύθμιση». Την Τετάρτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπη παρουσίασε το πρώτο στον κόσμο και πολύ φιλόδοξο σχέδιο για την προκαταβολική ρύθμιση και επιβολή ορίων στις τεχνολογίες που αξιοποιούν τεχνητή νοημοσύνη
-Το κολοσσιαίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων σε υποδομές του Προέδρου Μπαιντεν στις ΗΠΑ, αλλά και το (πολύ πιο ταπεινό) ευρωπαϊκό ταμείο ανασυγκρότησης, που επιδοτούν επενδύσεις σε ψηφιακές υποδομές και πράσινη οικονομία κρύβουν μια φιλοδοξία δημόσιας παρέμβασης και ρύθμισης στην οικονομία που, λίγα χρόνια πριν, θα ακουγόταν εντελώς αιρετική, εκτός ορθοδοξίας.
Σε παλιότερες μεγάλες πανδημίες, όπως ο «μαύρος θάνατος», έλεγε η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου, ο κόσμος στρεφόταν στην θρησκεία, στην εκκλησία. Τώρα στρέφεται, για να προστατευθεί, προς το κράτος. Και τα κράτη, η Πολιτική, επιχειρούν να αξιοποιήσουν αυτήν την νέα θέση που η πανδημία τους προσφέρει για να χαράξουν ξανά τα όρια της σχέσης τους με την οικονομία, την παγκοσμιοποίηση, τις υπερεθνικές κυρίως, μεγάλες οικονομικές οντότητες. Σε αυτό το περιβάλλον, η κίνηση δώδεκα μεγάλων ποδοσφαιρκών ομίλων να αυτονομηθούν, να κινηθούν πάνω από εθνικούς και υπερεθνικούς θεσμούς και να αυτορυθμίσουν τον (κλειστό) ανταγωνισμό τους συνάντησε μια πολιτική αντίσταση που πρέπει να ξάφνιασε τους πρωταγωνιστές της πρωτοβουλίας. Πολύ φυσιολογικό να τους ξάφνιασε. Κατέβαιναν
σ? ένα γήπεδο, όπου πίστευαν ότι έχουν έναν μόνον αντίπαλο, τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες των εθνικών και διεθνών ποδοσφαρικών αρχών. Βρέθηκαν, χωρίς να το περιμένουν, μπροστά σε μια πρωτοφανή πολιτική αντίδραση. Που δεν αφορά μόνον αυτούς και τα σχέδιά τους.
Πηγή: www.tanea.gr