Οι δραματικές εξελίξεις στο χώρο του Ποταμιού έρχονται να επιβεβαιώσουν ακόμα μια φορά το πόσο δύσκολο είναι να καρπίσει στη χώρα μας ένα μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. Το ταυτοτικό του σύνθημα «να τ’ αλλάξουμε όλα χωρίς να γκρεμίσουμε τη χώρα» που συνεπήρε τα πρώτα χρόνια μια σημαντική μερίδα δραστήριων και αξιόλογων πολιτών, φαίνεται τώρα να ξεθωριάζει μπροστά σε ένα τσουνάμι προβλημάτων που το Ποτάμι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Οι αναλύσεις για τους – υποκειμενικούς κυρίως – λόγους και τις αιτίες της φθίνουσας πορείας δεν θ’ αργήσουν. Η ουσία είναι ωστόσο ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας αποδείχτηκε και πάλι πολύ σκληρό για να υποχωρήσει στις πιέσεις ενός κινήματος που καυχήθηκε ότι μπορεί να το αλλάξει και μάλιστα «χωρίς πολιτικούς».
Το Ποτάμι είναι το πρώτο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα που δεν αυτοαποκαλέστηκε «κεντροαριστερό» παρά την σημαντική συμμετοχή στελεχών από τον χώρο της κεντροαριστεράς στην πολιτική του διαδρομή. Είχε προηγηθεί η Δημοκρατική Αριστερά που αφού απέδρασε από την ασφυκτική ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργώντας αρχικά προσδοκίες για μια σύγχρονη κυβερνώσα Αριστερά, εκφυλίστηκε στη συνέχεια πολιτικά και εξαϋλώθηκε εκλογικά. Η επαναστέγαση του ιστορικού της ηγέτη στον ΣΥΡΙΖΑ, συμβολίζει με πολύ εύγλωττο τρόπο τις αντιφάσεις και τα όρια του εγχειρήματος εκείνου.
Η πρώτη – και τελευταία – προσπάθεια ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της χώρας προήλθε και αυτή από τον κεντροαριστερό χώρο και οφείλεται στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Επί οκτώ χρόνια (1996-2004) η Ελλάδα βίωσε μια επίμονη και συστηματική προσπάθεια αλλαγών στην οικονομία, τους θεσμούς, την παιδεία, την εξωτερική της πολιτική. Στα χρόνια αυτά η χώρα βίωσε ταυτόχρονα την πιο σκληρή αντίδραση συντεχνιακών και κατεστημένων συμφερόντων που αρνήθηκαν πεισματικά κάθε απόπειρα αλλαγής των παραδοσιακών δομών και νοοτροπιών. Η αντικατάσταση του Κώστα Σημίτη από τον Κώστα Καραμανλή στην πρωθυπουργία οριστικοποίησε το τέλος του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος και άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την οδυνηρή κρίση που ακολούθησε μερικά χρόνια μετά.
Η αδιέξοδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα εξ αιτίας της καταστροφικής και λαϊκίστικης πολιτικής της Συριζανελικής συγκυβέρνησης κάνουν ακόμα πιο εμφανές και μεγάλο το κενό που υπάρχει στην πολιτική έκφραση του μεταρρυθμιστικού και φιλελεύθερου χώρου. Ενός χώρου που μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην έξοδο από την κρίση. Ενός χώρου που δεν μπορεί να βολευτεί στα ψηφοθηρικά παιχνίδια εξουσίας ούτε και να συνθλιβεί στις μυλόπετρες του νέου διχασμού και της ακραίας πόλωσης.
Το Κίνημα Αλλαγής, φιλοδοξώντας να εκφράσει συνθετικά τον ευρύτερο κεντροαριστερό και σοσιαλδημοκρατικό χώρο έχει μπροστά του μια σοβαρή πολιτική πρόκληση. Να καλύψει το μεγάλο κενο, συσπειρώνοντας τις διάσπαρτες μεταρρυθμιστικές και φιλελεύθερες κεντρώες δυνάμεις γύρω από τον πιο αναγκαίο και επείγοντα αυτή τη στιγμή στόχο για το μέλλον της χώρας. Να εγγυηθεί μετεκλογικά, αξιοποιώντας την κοινοβουλευτική δύναμη που θα του δώσει η κάλπη, την πολιτική σταθερότητα και την υλοποίηση ενός συναινετικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος ανάκαμψης και ανάπτυξης της χώρας.