Ένας ΣΥΡΙΖαίος θα θυμηθεί ότι το 2007 ο Καραμανλής κέρδισε τις εκλογές παρά τις φονικές πυρκαγιές στην Ηλεία, όπου μάλιστα η ΝΔ αύξησε τα ποσοστά της αφού μοιράστηκαν τα τριχίλιαρα. Ένα στέλεχος της αντιπολίτευσης θα αντιτείνει ότι τότε είχαν προκηρυχθεί εκλογές πριν συμβεί το μεγάλο κακό και η ΝΔ ήταν πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, δηλαδή η συγκυρία ήταν εντελώς διαφορετική από την σημερινή με το ισχυρό αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα.
Ένας κυβερνητικός μπορεί να υποστηρίξει ότι όταν γίνουν εκλογές, τον Μάιο ενδεχομένως, οι πυρκαγιές δεν θα κυριαρχούν στην πολιτική ατζέντα, ότι στο μεταξύ μπορεί να έχει τρέξει το έργο Novartis και ότι η έξοδος από το πρόγραμμα θα δημιουργήσει μια νέα ατμόσφαιρα μαζί με τον ανασχηματισμό. Ένας πολιτικός αντίπαλός του θα πει ότι αυτό είναι το turning point, το σημείο καμπής που όταν το αγγίξει μια κυβέρνηση μετά προχωράει κουτρουβαλώντας προς τις κάλπες και ό,τι κάνει γυρνάει εναντίον της. Θα πει επίσης ότι τίποτα, ούτε ο ανασχηματισμός ούτε η Novartis ούτε το τέλος του προγράμματος, δεν μπορεί να τους σώσει από την κοινωνική οργή για τη διαχείριση της φοβερής αυτής κρίσης.
Το τι ακριβώς ισχύει κανείς δεν το ξέρει γιατί υπάρχει κάτι βουβό και ακαθόριστο. Κάποια σημάδια θα έρθουν από το επόμενο κύμα δημοσκοπήσεων και κάποια άλλα είναι ήδη ορατά, τουλάχιστον σε διάφορες συζητήσεις επαγγελματιών της πολιτικής ανάλυσης:
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή του. Τα χαρτιά που έχει να παίξει ο Αλέξης Τσίπρας για να γυρίσει το παιχνίδι -όσο είναι δυνατόν- λιγοστεύουν και η δυσκολία του να απαλλαγεί από τον Πάνο Καμμένο γίνεται καταλυτική για το πολιτικό του μέλλον. Μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου θα πρέπει όχι απλώς να τα κάνει όλα σωστά αλλά και να εκπλήξει για να έχει πιθανότητες να συγκρατήσει τις βέβαιες απώλειες. Έγινε, πάντως, πιο σαφές από ποτέ ότι δεν υπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει μόνο ο Αλέξης Τσίπρας και όσο πολιτικό κεφάλαιο του έχει μείνει.
Η ΝΔ ενισχύει τις δυνάμεις της και ίσως «κλειδώνει» την αυτοδυναμία. Η προσεκτική στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει ότι έχει μάθει από τα λάθη του, ότι έχει γερό επιτελείο και ότι αισθάνεται πλέον μεγάλη αυτοπεποίθηση για να μην διολισθαίνει στον λαϊκισμό όταν δεν κινδυνεύει η συνοχή της παράταξής του. Είναι ένα ερώτημα αν η επικοινωνιακή υπεροπλία της ΝΔ αποφέρει τελικά και αρνητικά αποτελέσματα (όπως συνέβη με το δημοψήφισμα του 2015).
Το Κίνημα Αλλαγής απαλλάσσεται από το δίλημμα των μετεκλογικών συνεργασιών όσο φαίνεται ότι η ΝΔ δεν θα χρειαστεί τη βοήθειά του. Παράλληλα έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει ψηφοφόρους που την τελευταία φορά επέλεξαν ΣΥΡΙΖΑ απλώς και μόνο λόγω θέσης στο κέντρο του πολιτικού χάρτη. Ωστόσο, η στροφή πολιτών με αναφορά στο κέντρο προς τη ΝΔ με τη λογική «να φύγουν αυτοί» δυσκολεύει την προσπάθεια του ΚΙΝΑΛ να γίνει ένα ισχυρό τρίτο κόμμα.
Οι πολλές περιπέτειες στις οποίες έμπλεξε η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει, σωρευτικά, βαθιά συλλογική κόπωση με αποτέλεσμα να παρατηρείται δυναμική αποριζοσπαστικοποίησης η οποία δεν ευνοεί τα μικρά και αυτοπροβαλλόμενα ως αντισυστημικά κόμματα. Η τάση είναι προς την κανονικότητα, την ομαλότητα, τα παλιά και γνωστά.
Οι πυρκαγιές του θανάτου εντάσσονται, μέσα από διασταλτική οπτική, στο κάδρο της ασφάλειας. Η συζήτηση για τις πολιτικές ευθύνες, την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, τα προβλήματα συντονισμού κοκ ενισχύει την ατζέντα του νόμου και της τάξης, διεγείρει φοβικά ανακλαστικά και ευνοεί τον συντηρητισμό.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν την εικόνα μια ουγγροποίησης της ελληνικής πολιτικής ζωής με πολύ ισχυρή Δεξιά και τις ιδέες της ηγεμονικές, με αδύναμη αξιωματική αντιπολίτευση και πολλά μικρά κόμματα εντός και εκτός κοινοβουλίου.
Γεγονός είναι ότι μετά την τραγωδία στο Μάτι τίποτα στο πολιτικό σκηνικό δεν είναι ίδιο με πριν, πολλά άλλαξαν, μπορεί και όλα, ενώ άλλοι μένουν ίδιοι.
ΥΓ: Ήταν μια ευχάριστη σύμπτωση ότι εκείνες τις φοβερές μέρες του εθνικού πένθους διάβαζα το βιβλίο «Ο Έλληνας ασθενής» της Φωτεινής Τσαλίκογλου (εκδόσεις Καστανιώτη). Μέσα από μία σπαρακτική ιστορία που ξεκινά από την ανακάλυψη της Αφροδίτης της Μήλου και φθάνει σε μια αυτοκτονία στη Γενεύη, η συγγραφέας, περνώντας από τις σκοτεινές ατραπούς της ψύχωσης, της διαγενεακής μεταφοράς της ενοχής, των ακατέργαστων ενορμήσεων που ανάγονται σε ασυνείδητες κληρονομιές, καταφέρνει να πει κάτι λυτρωτικά αισιόδοξο ότι «να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο». Όχι μόνο επειδή η δύναμη της μνήμης δεν νικιέται αλλά και γιατί υπάρχει πάντα μια συν-κατασκευή της πραγματικότητας από τους παρόντες και τους απόντες. Με μια έννοια, είμαστε (και) οι απώλειές μας. Τουλάχιστον, αυτό διάβασα εγώ, υπάρχουν σίγουρα και άλλες αναγνώσεις.
athensvoice.gr