Η εκπαίδευση αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά αν όχι το πιο σημαντικό εργαλείο στη διαμόρφωση και συγκρότηση των σύγχρονων εθνών-κρατών. Ειδικότερα, η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία και το περιεχόμενο της συνδέεται άρρηκτα με τον εθνικό χρόνο (ιστορικά γεγονότα, ήρωες) και με τους στόχους του έθνους κράτους, καθώς αποτελεί ομογενοποιητικό στοιχείο του εθνικού συνόλου και κύριος μοχλός της προώθησης της εθνικής συνείδησης. Αναμφισβήτητα, ένας από τους στόχους της εκπαίδευσης και της σχολικής ιστορίας ενός κράτους είναι η ενίσχυση της αγάπης του λαού προς την πατρίδα, αυτό δεν προϋποθέτει όμως και την καλλιέργεια του μίσους προς τον Άλλον. Διότι, άλλο ο πατριωτισμός και άλλο ο εθνικισμός.
Η ιστορία που διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία, όπως και στα υπόλοιπα Βαλκάνια είναι γεμάτη από εθνικούς μύθους και εθνικές αφηγήσεις, οι οποίες καλούνταν σε μια προηγούμενη εποχή, της συγκρότησης του ελληνικού έθνους, να επιδιώξουν και επιτύχουν συνοχή, καθώς και να ενισχύσουν μια εθνική ταυτότητα. Η εκπαιδευτική αυτή πολιτική ανέπτυξε αναπόφευκτα ξενοφοβικές και εθνοκεντρικές απόψεις και στάσεις. Όταν η ταυτότητα κάποιου πηγάζει μέσα από την αντιπαράθεση του με τον Άλλον και ετεροκαθορίζεται παρά αυτοκαθορίζεται, τότε είναι προβληματική. Καλλιεργείται δηλαδή μια κουλτούρα εχθρότητας και μη ανοχής στο ξένο, στο διαφορετικό, που τελικά μπορεί να οδηγήσει και σε ρατσιστικές αντιλήψεις.
Για να αλλάξεις μια κουλτούρα χρειάζεται να αλλάξεις την εκπαίδευση. Βασική παράμετρος για αυτό είναι η σχολική ιστορία. Σε μια σύγχρονη εποχή σαν τη σημερινή, όπου η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει τα δεδομένα και τις απαιτήσεις, οι εκπαιδευτικές πολιτικές και ειδικότερα η διδασκαλία της σχολικής ιστορίας οφείλουν να επαναπροσδιοριστούν και να προσαρμοστούν σε αυτά. Χρειάζεται, λοιπόν, μια σχολική ιστορία που θα διδάσκει το παρελθόν, όχι απαραίτητα αντικειμενικά, διότι υπάρχει τεράστια συζήτηση για το κατά όσο είναι δυνατό αυτό, αλλά με ανοχή στο διαφορετικό και χωρίς να έχει κεντρικό άξονα την καλλιέργεια της επιθετικότητας απέναντι στους άλλους και το διαχωρισμό των ανθρώπων σε κατηγορίες. Σε έναν κόσμο όπου η ομοιογένεια του εθνικού συνόλου αποτελεί παρελθόν, όπου άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους σε πολιτισμικό επίπεδο καλούνται να συμβιώσουν στον ίδιο γεωγραφικό τόπο, η προώθηση της ανεκτικότητας σχετικά με τη διαφορετικότητα είναι απαραίτητη. Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμβολή της εκπαίδευσης και δη της σχολικής ιστορίας. Μια διαφορετική προσέγγιση της διδασκαλίας της ιστορίας μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμο διάλογο με στόχο την άρση των στερεοτύπων και των ανισοτήτων. Μπορεί να δημιουργήσει πολίτες που θα σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν θα βλέπουν τον Άλλον ως εχθρό ή κατώτερο τους, αλλά ως ισότιμο συνομιλητή τους.
Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται μια διαδικασία αμφισβήτησης των εθνικών αφηγήσεων, μια προσπάθεια αποδόμησης των εθνικών μύθων. Χρειάζεται αλλαγή της σχολικής ιστορίας. Όμως, τα βήματα σε αυτό το εγχείρημα πρέπει να είναι αργά και σταθερά. Οι αντιλήψεις σχετικά με την εθνική ταυτότητα και το παρελθόν ενός λαού είναι βαθιά ριζωμένες στη συνείδησή του και δεν αλλάζουν εν μια νυκτί. Βεβαιότατα, πάντως δεν αλλάζουν προκαλώντας ή και προσβάλλοντας αυτά τα οποία γνωρίζουν μέχρι τώρα. Για να επιτελεστεί αλλαγή σε αυτό το πεδίο είναι εξαιρετικά δύσκολο και ριψοκίνδυνο, αφού είναι σαν να περπατά κανείς σε τεντωμένο σκοινί. Για να «σπάσει» κανείς τις χρόνιες αντιλήψεις και τα πιστεύω ενός λαού σχετικά με το παρελθόν χρειάζεται υπομονή, συνέπεια, μέθοδος και μακροπρόθεσμο σχέδιο, καθώς και συνεργασία όλων των δυνάμεων (εκπαιδευτικοί και πολιτικοί). Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες σχετικά με την ελληνική ιστορία σε πολλαπλούς κλάδους. Αυτό που θεωρείται αυτονόητο για την ακαδημαϊκή ιστορική κοινότητα δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι είναι και για την κοινή γνώμη. Η ιστορία δεν είναι μια απλή παράθεση γεγονότων και ημερομηνιών, είναι μια ζωντανή επιστήμη, που αλλάζει συνεχώς και επαναπροσδιορίζεται μέσα από την ακαδημαϊκή έρευνα. Σκοπός της ιστορίας δεν είναι να μάθουμε ποιος πρίγκιπας διαδέχτηκε τον άλλον αλλά να κατανοήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε τις ανθρώπινες συμπεριφορές και τις επαναστάσεις του ανθρωπίνου πνεύματος, όπως έχει πει και ο Βολταίρος.
Η παραπάνω πραγματικότητα χρειάζεται να καταστεί σαφής στην κοινή γνώμη. Για να κατανοηθεί η ανάγκη για αλλαγή στον τρόπο πρόσληψης της ιστορίας από τον λαό χρειάζεται η κατάλληλη γλώσσα και ο κατάλληλος τρόπος, διότι είναι πολύ εύκολο να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη και τελικά να αποβεί μοιραία η προσπάθεια άρσης στερεοτύπων και αποδόμησης εθνικών μύθων. Το να προκαλέσει κανείς είναι πολύ εύκολο με τις προωθημένες τοποθετήσεις και αντιλήψεις του, το να έχουν αποτέλεσμα όμως αυτές είναι μια διαφορετική υπόθεση.
Είναι ανάγκη να καταλάβουμε όλοι, ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής και γενικότερα η ενίσχυση και προώθηση ρατσιστικών αντιλήψεων συνδέονται σε πολύ μεγάλο βαθμό με το είδος εκπαίδευσης που διαθέτουμε ως κράτος και ειδικότερα με τη σχολική ιστορία. Όταν, οι μαθητές διδάσκονται το μίσος στον Άλλον, τη μη ανοχή στο διαφορετικό και τη διαστρέβλωση της ιστορίας, καταπνίγοντας την προσπάθεια ανάπτυξης της σκέψης και της κρίσης, τότε οι πολίτες της χώρας αυτής θα γίνονται εύκολα θύματα πολιτικής χειραγώγησης. Η χρήση εθνικιστικών κορωνίδων στον πολιτικό λόγο πάντα είχαν θετικά αποτελέσματα για τους εκφωνητές τους. Η υπογράμμιση της εθνικής ταυτότητας ιδιαίτερα απέναντι σε άλλες ταυτότητες είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια πολιτικών ώστε να συσπειρώσουν την εκλογική τους βάση αλλά και να προσδιοριστούν ιδεολογικά και πολιτικά. Διδάσκοντας μια ιστορία όχι μόνο εθνική αλλά και γενική, αποκομμένη από μισαλλοδοξίες και εθνικιστικές εξάρσεις, με έμφαση στην αλληλεγγύη και το σεβασμό στον συνάνθρωπο, τότε ίσως αποκτήσουμε χρήσιμους πολίτες με κριτική ικανότητα και οξυδέρκεια, άρα και ελεύθερους.