Τα τελευταία χρόνια ο παραδοσιακός αυτοδύναμος δικομματισμός έχει δώσει τη θέση του σε μία νέα μορφή που τελεί ακόμα υπό διαμόρφωση, το διπολισμό.
Είχαμε συνηθίσει ο νικητής των εκλογών να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Από το 2011 όμως και μετά τα κυβερνητικά σχήματα αναδεικνύονται μετά τις εκλογές με κριτήριο όχι μόνο τις επιδόσεις των κομμάτων, αλλά τις επιλογές των κομματικών επιτελείων που προσθέτουν με τη σειρά τους και άλλα κριτήρια, λιγότερο σαφή…
Είμαστε πλέον σε μία «συγκυβερνητική» εποχή. Αν δεν προκύψει εξαιτίας μίας μείζονας κρίσης ή ενός ανέλπιστου εθνικού θριάμβου (όχι καλλιτεχνικού ή αθλητικού διευκρινίζω) μία μαζική ροπή προς ένα κόμμα, θα πρέπει να συνηθίσουμε στην κυβερνητική συγκατοίκηση.
Αυτό δεν είναι κακό. Είναι όμως, λίγο προβληματικό στην πράξη γιατί η χώρα οδηγήθηκε σε αυτή την συγκυβερνητική εποχή, όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη περισσότερο.
Τα κομματικά επιτελεία, ερμηνεύοντας – συνήθως αυθαίρετα – το νόημα της λαϊκής ψήφου, αποφασίζουν, κατόπιν εορτής (εκλογές) και ερήμην της κοινωνίας, τους μετεκλογικούς συμβιβασμούς, το πολιτικό στίγμα της νέας κυβέρνησης και το πλαίσιο της συγκυβέρνησης.
Το πολιτικό σύστημα, εν αντιθέσει με την πλειοψηφία της κοινωνίας που ζητούσε από πιο παλιά συναίνεση και σύνθεση, προσπαθεί να επωφεληθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα για να κατοχυρώσει παρωχημένα μοντέλα αυτοδυναμίας.
Οι παιδικές αυτές ασθένειες του «συγκυβερνητικού κοινοβουλευτισμού», όπως τον αποκαλεί στο πολύ κατατοπιστικό και επιστημονικά άρτιο τελευταίο του βιβλίο ο Θανάσης Διαμαντόπουλος: «Ο Κοινοβουλευτισμός της συγκυβέρνησης», χρειάζονται σωστή διάγνωση και επίγνωση των λαθών που έγιναν στο παρελθόν σε τέτοιες περιπτώσεις για να διορθωθούν.
Στη διαδικασία της βελτίωσης πρέπει να μελετήσουμε τις εμπειρίες άλλων χωρών και πολιτικών συστημάτων, με παράδοση στις κυβερνήσεις συνεργασίας.
Η Γερμανία αποτελεί ένα κατεξοχήν παράδειγμα τα τελευταία χρόνια. Το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας CDU – SPD, αριθμεί πάνω από 100 σελίδες…ενώ τα αντίστοιχα ελληνικά των 2 τελευταίων κυβερνήσεων (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – Δημάρ και ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) μαζί δεν ξεπερνούν τις …20!
Στην Ελλάδα η σύνδεση λαϊκής ψήφου και μετεκλογικής δέσμευσης είναι ισχνή. Ενώ και η μετεκλογική σύμπραξη έχει χαλαρούς δεσμούς και λείπει η λογοδοσία και η επικαιροποίηση.
Το πρόβλημα στη χώρα μας γίνεται οξύτερο, εξαιτίας των πολλών διαιρετικών τομών που προέκυψαν στην κοινωνία πρόσφατα (ιδεολογικές, μνημονιακές, κλπ). Αυτές οι τομές θολώνουν την έκβαση της ψήφου και προκαλούν ενίοτε μετεκλογικές αυθαιρεσίες.
Έχοντας συνηθίσει στην «πλειοψηφία – οδοστρωτήρα» τα ελληνικά κόμματα δυσκολεύονται ακόμα να κατανοήσουν το βάθος, τα εργαλεία και τη σημασία της συγκυβέρνησης. Τα μεγάλα κόμματα νιώθουν παντοδύναμα και τα μικρότερα αποκλειστικοί σταυροφόροι της πραγματικής αλήθειας που τα καθιστά απαραίτητους εταίρους και υπερασπιστές του λαού.
Οι αδυναμίες του ελληνικού συγκυβερνητικού μοντέλου εξουσίας, μπορούν και πρέπει να διορθωθούν. Καταρχάς σε επίπεδο αξιών. Ο συμβιβασμός δεν είναι κακή λέξη και καλό είναι να της αποδίδουμε τη σημασία που της ανήκει. Οι δεσμεύσεις δεν είναι χαλκάδες αλυσίδας. Οι προσδοκίες δεν είναι ανέξοδες δηλώσεις προθέσεων. Η λογοδοσία δεν είναι απλώς ο κοινοβουλευτικός έλεγχος.
Όλα αυτά θα συζητηθούν σε μία ενδιαφέρουσα εκδήλωση που διοργανώνει το ΔΙΚΤΥΟ και το FES, τη Δευτέρα 27 Απριλίου με τη συμμετοχή των κομμάτων και του αντιπροέδρου της ΚΟ του SPD και την Άννα Διαμαντοπούλου σε ρόλο συντονιστή http://todiktio.eu/index.php?option=com_k2&view=item&id=579
Είναι η πρώτη εκδήλωση που γίνεται στην Ελλάδα για το ζήτημα αυτό και μάλλον θα χρειαστούν και άλλες μέχρι η κουλτούρα συνεργασίας να αποκτήσει ρίζες ισχυρές και μεθοδολογία.