Το μακρύ καλοκαίρι της Κεντροαριστεράς

Αγγελική Σπανού 27 Ιουλ 2013

Τι σχέση έχει ο Χρήστος Παπουτσής με την (δύσκολη) προσπάθεια ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς; Μεγάλη. Ο διορισμός του στην Παγκόσμια Τράπεζα επηρέασε πολύ όσους από τους εμπλεκόμενους στην περιπέτεια για ανασυγκρότηση του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ. Ο Ευ. Βενιζέλος, με την επιλογή του αυτή, τους αφαίρεσε κάθε επιχείρημα για να υποστηρίζουν ότι ένα νέος ενιαίος μεταρρυθμιστικός τρίτος πόλος μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από μια διεύρυνση του ΠΑΣΟΚ που άλλαξε. Γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν άλλαξε.

Ο Οκτώβριος θα είναι ο καθοριστικός μήνας για την υπόθεση της Κεντροαριστεράς που υποφέρει από τα βάρη των αμαρτιών του παρελθόντος (ΠΑΣΟΚ), την ελλειψη αξιοπιστίας και πρότασης (ΔΗΜΑΡ), τον κατακερματισμό και τη σκλήρυνση του διπολισμού, την υποχώρηση της δημοκρατίας και του πολιτικού ορθολογισμού. Αν τότε δεν εμφανιστεί ένα νέο σχήμα με κάποια δυναμική, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα υπάρξει κάποια σοβαρή εξέλιξη μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Η ακινησία που καταγράφεται σε πρώτο επίπεδο δεν είναι ενδεικτική των διεργασιών που πραγματοποιούνται στην αθέατη πλευρά και παρά τους χαλαρούς θερινούς ρυθμούς. Αυτό το καλοκαίρι είναι μια περίοδος βαθιάς περισυλλογής για τους ενδιαφερόμενους που έχουν εξαντληθεί σε γεύματα και δείπνα ζυμώσεων διαπιστώνοντας ότι ήρθε η ώρα για το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη ή, διαφορετικά, για την υποστολή της σημαίας.

Δύο είναι τα μεγάλα ζητούμενα που βρίσκονται στο επίκεντρο των σχετικών συζητήσεων: Με ή χωρίς το ΠΑΣΟΚ, με ή χωρίς προβλέψιμη ηγεσία ?(δηλαδή με κάποιο από τα πρόσωπα που έχουν δοκιμαστεί στη δημόσια σφαίρα να βγαίνει μπροστά).

Για την ώρα, η εικόνα παραμένει θολή: Συγκρούσεις φιλοδοξιών, προσωπικές αντιπάθειες και πολιτικοί μικρομεγαλισμοί δυσχεραίνουν τη δημιουργία ενός ελληνικού ενιαίου κεντροαριστερού τρίτου πόλου το οποίο υποστηρίζουν θερμά οι ευρωσοσιαλιστές. Η αγωνία τους πηγάζει από το φόβο ότι το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα θα χάσει μεγάλο αριθμό ευρωβουλευτών λόγω μιας συντριβής ή κακής επίδοσης του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ στις ευρωεκλογές του προσεχούς Μαίου.

Τα δεδομένα αυτή τη στιγμή έχουν ως εξής:

-Στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει μια εύκολη αισιοδοξία λόγω των τελευταίων δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι η συμμετοχή στην κυβέρνηση έχει συγκρατήσει την καθοδική τάση και δημιουργεί προϋποθέσεις στοιχειώδους ανάκαμψης. Ο Ευ. Βενιζέλος εμφανίζεται ως ενδιαφερόμενος για τη δημιουργία της ελληνικής “Ελιάς” και μάλιστα δείχνοντας ότι ο ίδιος δεν έχει φιλοδοξία να ηγηθεί οπωσδήποτε ενός συμμαχικού σχήματος. Ωστόσο, οι επιλογές του και για τη συμμετοχή πολιτικών προσώπων στην κυβέρνηση δεν ήταν τεκμήριο ανοίγματος αλλά κλεισίματος. Οι σχέσεις του με τον Κώστα Σημίτη και ό,τι αυτός εκπροσωπεί είναι ανύπαρκτες και ο ίδιος δεν έχει κάνει καμία προσπάθεια ανάκτησης κώδικα επικοινωνίας με τον κύκλο των εκσυγχρονιστών στον οποίο υπάρχουν προσωπικότητες με εμβέλεια που κάτι θα είχαν να πουν στο ακροατήριο που ζητά μια νέα ελληνική σοσιαλδημοκρατική παράταξη ευρωπαϊκού τύπου.

-Η ΔΗΜΑΡ περνά φάση πολιτικής μελαγχολίας με την κοινή γνώμη να μην επιβραβεύει την ηρωική έξοδο Κουβέλη από την κυβέρνηση αλλά τη συνοχή του κόμματος να παραμένει αρραγής. Ο Φώτης Κουβέλης φλερτάρει εδώ και καιρό με τον Ηλία Μόσιαλο και θέλει διεύρυνση της ΔΗΜΑΡ κατά τρόπο τέτοιο που να μην διακινδυνευθεί ο ακραία αρχηγικός χαρακτήρας του κόμματός του. Ο Νίκος Μπίστης, που παραμένει στη ΔΗΜΑΡ, έχει κατεβάσει πλατφόρμα για τη δημιουργία ενός νέου μεταρρυθμιστικού σχήματος (μέσω του ηλεκτρονικού περιοδικού “Μεταρρύθμιση”) υποστηρίζοντας ότι: “Θα βρεθεί και ο ένας, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχουν οι πενήντα από τον κόσμο της εργασίας, της επιχειρηματικότητας και του πολιτισμού, που θα συνεννοηθούν να ξεκινήσουν με καθαρές θέσεις, εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και κέφι”. Στο ερώτημα αν οι πενήντα στους οποίους αναφέρεται είναι υπαρκτά πρόσωπα τα οποία βρίσκονται σε μεταξύ τους διάλογο, ο ίδιος, φυσικά, δεν δίνει απάντηση.

-Ο πειρασμός των ευρωεκλογών είναι πολύ ισχυρός για τους μνηστήρες του νέου κόμματος της κεντροαριστεράς: Αυτός είναι ο λόγος που η Αννα Διαμαντοπούλου έφτιαξε το «Δίκτυο» της ως πρόπλασμα κόμματος. Η Διαμαντοπούλου βρίσκεται πολύ κοντά με τον Λουκά Τσούκαλη (ΕΛΙΑΜΕΠ) και τον Αρίστο Δοξιάδη (πρώην Κοινωνικός Σύνδεσμος) οι οποίοι προφανώς δεν της φτάνουν για να κάνει το βήμα. Ο Παντελής Καψής που βρισκόταν σε διαρκή επαφή μαζί της φαίνεται πως την εγκατέλειψε, όπως και άλλοι «παπαδημικοί» όπως ο Γ. Παγουλάτος. Ο Ανδρέας Λοβέρδος κάνει μια κάποια καταγραφή στις δημοσκοπήσεις ως κομματάρχης και «φλερτάρει» τον ανεξάρτητο Μάρκο Μπόλαρη προσπαθώντας να τον πάρει μαζί του. Ο Γιώργος Φλωρίδης φέρεται από συνομιλητές του αποφασισμένος να κατέβει στις ευρωεκλογές και έχει τακτικές επαφές με πολλούς που έχουν αναφορά στον σημιτικό εκσυγχρονισμό αλλά για την ώρα δεν φαίνεται να έχει ομάδα γύρω του.

-Κάποιοι κοιτάζουν προς τη “Δράση”. Η προσέγγιση του Γκι Φέρχοφστατ (των Φιλελευθέρων) με τον Ντανιέλ Κον Μπετίτ (των Πρασίνων) και η προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια νέα πολιτική ομάδα στα ευρωπαϊκά πράγματα ενθαρρύνει αυτή την τάση. Ο Θόδωρος Σκυλακάκης, όμως, που ανέλαβε το τιμόνι της «Δράσης» έχει ανοίξει το δικό του αυτόνομο δρόμο και δεν αλλοιθωρίζει προς τα αριστερά του ή προς τα δεξιά του.

-Στο κάδρο μπαίνει και ο Γιάννης Μπουτάρης. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης έχει δεχθεί κρούσεις να ηγηθεί ενός συμμαχικού μεταρρυθμιστικού σχήματος και αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι λόγω ηλικίας θεωρείται μεταβατικός από τους ενδιαφερόμενους -χωρίς να το ομολογούν- να ηγηθούν. Ομως, ο Μπουτάρης θέλει να διεκδικήσει το Δήμο Θεσσαλονίκης ξανά, έχει πάρει μέρος σε δείπνα ζύμωσης, τα αφήνει όλα με τον τρόπο του ανοιχτά, χωρίς να δεσμεύεται. Οι κοινές εμφανίσεις των πέντε δημάρχων (Αθήνας, θεσσαλονίκης, Βόλου, Πάτρας και Ιωαννίνων) που ανήκουν στον ίδιο ιδεολογικό χώρο και διατηρούν την ανεξαρτησία τους από τα κόμματα πρoοιωνίζονται κοινή στάση και σε σχέση με την υπόθεση της ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς.

Δια ταύτα: Το φθινόπωρο η υπόθεση της Κεντροαριστεράς θα κριθεί με όρους «όλα ή τίποτα», με δεδομένο ότι το «όλα» σημαίνει και «όλοι».