«Οι επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας τείνουν να επιβάλλουν, με όλα τα διαθέσιμα και αποδεκτά μέσα, την άποψή τους και να προβάλλουν ότι η θεώρηση του κοινωνικού κόσμου που πρεσβεύουν, εκπροσωπεί την πλειονότητα των πολιτών» έγραφε ο Γάλλος κοινωνιολόγος P. Champagne στο κλασικό έργο του «Η κατασκευή της κοινής γνώμης». Σκέφτηκα αυτά τα λόγια με αφορμή την επικοινωνιακή διαχείριση που γίνεται το τελευταίο διάστημα σχετικά με το ζήτημα της ανασυγκρότησης της Kεντροαριστεράς και των διαφόρων πρωτοβουλιών που εκδηλώνονται στον χώρο.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση της «Πρωτοβουλίας των 58» οι επικοινωνιακές διαδρομές, αλλά και υποδομές του εγχειρήματος είναι άκρως ενδιαφέρουσες. Η κατασκευή εμπεριέχει τα πάντα. Συνεχή πολιτική και παραπολιτική παρουσία σε μερίδα του Τύπου με πλούσια αυτοαναφορική αρθρογραφία, σωτηριολογικό λόγο περί του τέλους του «παλιού πολιτικού αφηγήματος», συναισθηματικές εξάρσεις και ρήξεις προσώπων με τους πολιτικούς χώρους τους, αλλά και προσκλήσεις σε κόμματα και φορείς να ακολουθήσουν (αυτοδιαλυόμενα ει δυνατόν) αυτόν τον (μονο)δρόμο της ανανέωσης της Κεντροαριστεράς. Ο στόχος είναι διπλός: η ανακατασκευή ενός πολιτικού χώρου και ταυτόχρονα η διαμόρφωση μιας πολιτικής είδησης, η οποία μπορεί να παραμένει βασική ενασχόληση των «επαγγελματιών» της πολιτικής, αλλά ενδιαφέρει και όσους εμφανίζονται σαν «ερασιτέχνες» (με την έννοια του «άδολου» εραστή της τέχνης…) της πολιτικής. Οι τελευταίοι γνωρίζουν καλύτερα ότι το πολιτικό κεφάλαιο που συσσωρεύουν είναι συμβολικό και έτσι επιδιώκουν με ήπια επικοινωνιακά μέσα να το μεταφράσουν σε εμπιστοσύνη, ελπίδα, επάρκεια και ανανέωση, προσφέροντάς το ως πολιτική πραγματικότητα στην κοινή γνώμη.
Οφείλω να ξεκαθαρίσω στο σημείο αυτό ότι στην «Πρωτοβουλία των 58» συμμετέχουν άνθρωποι που εκτιμώ και αναγνωρίζω για τη διανοητική και πολιτική διαδρομή και προσφορά τους. Είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο απορώ συχνά με την επιχειρούμενη εργαλειοποίηση του μηνύματος που εκπέμπουν. Η διαφωνία μου δεν έγκειται στη χρησιμότητα ή στην εγκυρότητα της πρωτοβουλίας, αλλά στο πολιτικό περιεχόμενο της πρότασής της. Συγκεκριμένα στο ότι αυτοαναγορεύεται ως το νέο «κοινό σπίτι» της προοδευτικής παράταξης, το οποίο φιλοδοξεί να «στεγάσει» όχι μόνο τους ανέστιους πολιτικά πολίτες, τα στελέχη ή τους παράγοντες του χώρου, αλλά ιδιαίτερα τους «στεγασμένους»… σε άλλα κόμματα και φορείς, οι οποίοι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν το «τέλος του πολιτικού τους αφηγήματος» και να ακολουθήσουν τον δρόμο προς τη νέα Γη της Επαγγελίας. Σε αυτόν τον δρόμο απορροφώνται ή συγχωνεύονται κόμματα, κινήσεις και πολιτικοί σχηματισμοί, παραμερίζονται πολιτικές θέσεις και προγραμματικές προτάσεις, αγνοούνται ιδεολογικές διαφορές και στρατηγικές συμμαχίες και προσωποποιούνται αντιδράσεις και κινήσεις. Το πολιτικό σχέδιο είναι σαφές και απευθύνεται κατά προτεραιότητα στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ, ανεξαρτήτως βεβαίως αν αυτά τα δύο κόμματα μπορεί να έχουν το δικό τους πολιτικό σχέδιο! Η πρωτοβουλία προχωρά με όσους την ακολουθούν…
Ετσι το νέο «κοινό σπίτι» της προοδευτικής παράταξης εμφανίζεται ως ένα λοφτ, στο οποίο χωρούν τα πάντα και οι πάντες, αρκεί να ανήκουν «νοητά» στην Κεντροαριστερά, να έχουν αποστρέψει το βλέμμα από τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς του χώρου και να επιδιώκουν την αυτόνομη καταγραφή τους στις επόμενες ευρωεκλογές ή εθνικές εκλογές.
Φοβούμαι ότι αυτή η υπερβατική αρχιτεκτονική του «νέου σπιτιού» εμπεριέχει πολλά στοιχεία αναπαλαίωσης και ελάχιστη αναφορά στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι το όλο εγχείρημα στοχεύει στις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις και όχι στην παραγωγή πολιτικής για τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Εχει σημασία επίσης ότι προτίθεται να αντιπαρατεθεί από τη μια πλευρά στον νεοφιλελευθερισμό και από την άλλη στον αριστερό λαϊκισμό, αλλά δεν καταγράφει τις θέσεις του για την αλλαγή της σημερινής ασκούμενης πολιτικής. Αντίθετα, φαίνεται να τη στηρίζει διακριτικά. Είναι, τέλος, σημαντικό ότι εξαντλεί την επιχειρηματολογία του στην πολιτική αριθμητική των προσδοκώμενων ποσοστών της Κεντροαριστεράς και των δημοσκοπικών υποθέσεων εργασίας και όχι σε προτάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας, τη διαχείριση του χρέους, των απολύσεων, της διαφθοράς και άλλων τέτοιων υποδεέστερων, αλλά άκρως πραγματικών ζητημάτων για τους πολίτες.
Αυτή η μηχανική της πολιτικής με όλη την επικοινωνιακή υποστήριξή της έχει ελάχιστα σημεία επαφής με την κοινωνία. Δεν παράγει λύσεις, αλλά αντίθετα φοβούμαι ότι διευρύνει το χάσμα μεταξύ πολιτών και πολιτικής, γιατί ακολουθεί ακριβώς αυτό που οι πολίτες έχουν απορρίψει: το παιχνίδι συσχετισμών και πολιτικών ανακατασκευών την ώρα που η κοινωνία έχει εξαντλήσει τις αντοχές της και αναζητά λύσεις στα καθημερινά αδιέξοδά της.
Η αναζήτηση μιας θολής προοπτικής για την ενοποίηση του κεντροαριστερού χώρου, χωρίς διακριτή πολιτική φυσιογνωμία και χωρίς ξεκάθαρο προοδευτικό μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, δεν μπορεί να ανακτήσει πολιτική και κοινωνική δυναμική. Και επειδή οι απρόσφορες απόπειρες στερούνται αποτελέσματος, θεωρώ ότι ήρθε η ώρα για τον σχηματισμό του σύγχρονου πόλου των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της μεταρρύθμισης και του προοδευτικού Κέντρου, χωρίς αποκλεισμούς, αλλά και χωρίς μικρομεγαλισμούς και αυταπάτες.