Το λιτοδίαιτο κράτος

Δημήτρης Σκάλκος 16 Οκτ 2013

«Μην ταΐζεις το θηρίο!» (starve the beast) διακήρυττε η ρεϊγκανική Δεξιά στην προσπάθειά της να περιορίσει τις αμερικανικές δημόσιες δαπάνες, στερώντας από τον αδηφάγο και υπερτροφικό κρατικό Λεβιάθαν τα φορολογικά έσοδα που το θρέφουν. Αντίθετα, ο σπουδαίος οικονομολόγος Γουίλιαμ Νισκάνεν (1933-2011), με σημαντική συνεισφορά στην περίφημη «σχολή της δημόσιας επιλογής», υποστήριζε ότι η υψηλή φορολόγηση καθιστά τις δαπάνες λιγότερο δημοφιλείς και, συνεπώς, συμβάλει αποτελεσματικότερα στον περιορισμό του μεγέθους του κράτους.

Στην περίπτωση της μνημονιακής Ελλάδας, το παραπάνω δίλημμα επιλύεται εκ των πραγμάτων από τη ζοφερή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, η οποία επιβάλει τον ριζικό περιορισμό των κρατικών δαπανών. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των οικονομολόγων Πολ ντε Γκρόου και Γεμέι Τζέι για το Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών Πολιτικής (CEPS), η μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους στο μισό του (ήτοι, στα διαχειρίσιμα επίπεδα του 90%) θα απαιτούσε τη διατήρηση της αύξησης του ΑΕΠ κατά 2% για πενήντα συναπτά έτη! Έτσι, το ασφυκτικό «δημοσιονομικό περιθώριο» περιορίζει δραστικά τις δυνατότητες δημόσιας χρηματοδότησης. Με άλλα λόγια, ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος.

Ωστόσο, το υπερτροφικό κράτος δεν είναι αναγκαίο, ούτε και επιθυμητό, να δώσει τη θέση του στο ατροφικό και υποσιτιζόμενο κράτος. Η πρωτοφανής οικονομική κρίση οδήγησε σε μία ανυπολόγιστη κοινωνική καταστροφή (που ταυτόχρονα, η οποία επιβάλει την ανάπτυξη ενός λειτουργικού συστήματος κοινωνικής προστασίας. Τα φαινόμενα της ακραίας φτώχειας, της υψηλής ανεργίας δοκιμάζουν το κοινωνικό συμβόλαιο, αδυνατίζουν την κοινωνική συνοχή διευρύνοντας τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και υπονομεύουν την ανάπτυξη καθώς απαξιώνουν πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, το καίριο ερώτημα της πολιτικής στη σημερινή Ελλάδα δεν (μπορεί να) είναι άλλο παρά το πώς ξοδεύει κάποιος σε συνθήκες δημοσιονομικής κατάρρευσης.

Οι απαντήσεις μας σε αυτό το ερώτημα οφείλουν να κινηθούν γύρω από τους παρακάτω τρεις άξονες:

-Η δημοσιονομική εγκράτεια είναι μονόδρομος. Με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε οριακό σημείο στα επόμενα χρόνια, το επιστημονικά ενδιαφέρον θεωρητικό ζήτημα «ανάπτυξη ή λιτότητα» απλά δεν βρίσκει εφαρμογή στη χώρα μας καθώς κάθε απόκλιση μας φέρνει εγγύτερα στην καταστροφή. Στο υφιστάμενο πλαίσιο κάθε δαπάνη θα πρέπει να είναι στοχευμένη και απόλυτα αιτιολογημένη.

-Μεταφορά του κέντρου βάρους των δαπανών από τις δημόσιες επενδύσεις (υποδομές) στις κοινωνικές επενδύσεις (ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, εκπαίδευση/κατάρτιση, πολιτικές στήριξης της οικογένειας, κ.ά).

-Απαιτείται λεπτομερής αξιολόγηση και προσεκτικός σχεδιασμός κάθε πτυχής των δημόσιων πολιτικών. Ποιες περικοπές δαπανών είναι περισσότερο αποτελεσματικές; Από ποιους τομείς και με τι ρυθμό προχωρούμε σε απελευθερώσεις αγορών; Ποιες φορολογικές παρεμβάσεις είναι δημοσιονομικά βέλτιστες και προκαλούν τις μικρότερες κοινωνικές αδικίες;

Έτσι λοιπόν και κατά παράδοξο τρόπο, το λιτοδίαιτο κράτος της μεταμνημονιακής Ελλάδας όχι μόνο δεν καταργεί την ιδεολογική αντιπαράθεση αλλά, αντίθετα, επαναφέρει την πολιτική στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης. Τα πολιτικά κόμματα υποχρεούνται πλέον να ιεραρχήσουν τους στόχους τους, να επιλέξουν τις προτεραιότητές τους και να εξηγήσουν στους πολίτες τις επιλογές τους. Η εποχή της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπου τα αιτήματα των ποικίλων οργανωμένων ομάδων συμφερόντων γίνονταν ασμένως αποδεκτά από ένα μεγάλο αλλά ταυτόχρονα «κούφιο» και ανίσχυρο κράτος, μοιάζει να έχει (ευτυχώς) παρέλθει οριστικά.

Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση των ημερών για τον ρόλο της κεντροαριστεράς στην υπέρβαση της παρούσας κρίσης, ο νέος ρόλος του κράτους πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς επεξεργασίας. Η επίκληση της (πανευρωπαϊκά δοκιμαζόμενης) σοσιαλδημοκρατίας δεν αρκεί για να ανανεώσει τον από χρόνια αφυδατωμένο από τον κρατισμό πολιτικό λόγο των κομμάτων που κινούνται στο χώρο της κεντροαριστεράς..

Στις ειδικές συνθήκες της σημερινής Ελλάδας οι απαντήσεις δεν μπορούν να βρεθούν στον υπερ-φιλελευθερισμό της ελλιπούς κοινωνικής προστασίας, ούτε στην παρωχημένη «κεϋνσιανή» αντίληψη των υπερ-εκτιμημένων δημοσιονομικών «πολλαπλασιαστών». Απαιτείται ένα κράτος επαρκώς ισχυρό ώστε να αντιστέκεται στην άλωσή του από τα ειδικά συμφέροντα και ταυτόχρονα αρκετά «αδύναμο» προκειμένου να μην καταπνίγει τον δυναμισμό των αγορών που ενισχύουν τη δημιουργικότητα και παράγουν καινοτομία.

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το κράτος μπορεί να γίνει ένας δυνάστης, μπορεί όμως να γίνει και καλός υπηρέτης. Είναι τουλάχιστον παρήγορο ότι, το λιτοδίαιτο κράτος της επόμενης μέρας δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους ανέξοδους λαϊκισμούς, τον λογαριασμό των οποίων προσπαθούμε να πληρώσουμε σήμερα.