Πριν από τις ευρωεκλογές έγινε πολύ σαφές ότι Βερολίνο και Βρυξέλλες στηρίζουν την κυβέρνηση. Επέτρεψαν την επικύρωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, ανέχθηκαν τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος με τους ελληνικούς πελατειακούς όρους, ενώ αρχικά είχαν εισηγηθεί να κατευθυνθεί σε αναπτυξιακές δράσεις, έστειλαν με όλους τους τρόπους το μήνυμα ότι η ελληνική κρίση τελειώνει και απέφυγαν να κάνουν κριτική για μεταρρυθμιστική υποχώρηση, πόσο μάλλον να αποκαλύψουν την κατάρρευση του προγράμματος προσαρμογής.
Είχε προηγηθεί η κατάθεση μονομερώς του προϋπολογισμού 2014, η παράταση της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση, με την ανοχή της Τρόικας, και κυρίως η αποφυγή νέων μέτρων λιτότητας παρόλο που ούτε το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων απέδιδε, ούτε η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ήταν κάτι παραπάνω από διαρκής εξαγγελία.
Παρόλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε στη γραμμή ότι η κυβέρνηση μετά τις ευρωεκλογές θα φέρει νέο μνημόνιο, θυμίζοντας παράλληλα ότι έτσι κι αλλιώς είναι δρομολογημένες μειώσεις εισοδημάτων και άλλα οδυνηρά μέτρα, όπως απολύσεις στο Δημόσιο.
Με τον ανασχηματισμό έγινε πολύ καθαρό ότι η κυβέρνηση χωρίς να προγραμματίζει εκλογές, προετοιμάζεται για εκλογές. Δεν μπορούσε να εξηγηθεί διαφορετικά η υπουργοποίηση τηλεμαχητών της λαϊκής, λαϊκότατατης δεξιάς και η καρατόμηση υπουργών όπως ο Κ. Χατζηδάκης που είχαν συγκρουστεί με συντεχνίες και οργανωμένα συμφέροντα για να προωθήσουν διαρθρωτικές αλλαγές. Γρήγορα φάνηκε στην πράξη ότι θα ακολουθηθεί η πλέον ήπια δυνατή διαχείριση και θα επιδειχθεί οριακή συνέπεια στις μνημονιακές υποχρεώσεις. Οι εκκρεμότητες είναι πάνω από 400, ενώ η κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων που αποτελεί το μείζον προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της υποδόσης του 1 δισ ευρώ τον Αύγουστο, απ ό,τι ακούγεται, δεν θα περιληφθεί στο πολυνομοσχέδιο, αλλά πάει γι αργότερα.
Γενικά, όλα σπρώχνονται πιο πέρα, επιδεικνύεται διάθεση αναβολής και καθυστερήσεων. Το ΠΑΣΟΚ ζήτησε και πέτυχε αλλαγές στο νόμο για την αξιολόγηση στο Δημόσιο, αφήνει να εννοηθεί ότι πρέπει να επανεξεταστεί και η συμφωνία για τις απολύσεις που έχουν προγραμματιστεί, ενώ ο πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει φοροελαφρύνσεις.
Με βάση τη λογιστική αλλά και την κοινή λογική όλα αυτά δεν βγαίνουν. Να, όμως, που συμφωνήθηκε ότι η επόμενη επιθεώρηση από τους επικεφαλής του κλιμακίου της Τρόικας θα γίνει στο Παρίσι, όπου θα μεταβούν κυβερνητικά στελέχη αρχές Σεπτέμβρη. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία ελέγχου τελείωσε με τη μορφή που την ξέρουμε και αυτό έχει μεγάλη ψυχολογική και συμβολική σημασία. Αλλά μπορεί να έχει επίσης μεγάλη πολιτική αξία, εφόσον αποτελεί προμήνυμα ότι το φθινόπωρο εταίροι και πιστωτές θα στηρίξουν όσο μπορούν την κυβέρνηση και τη χώρα.
Ενας πιθανός λόγος είναι ότι επιχειρείται στροφή σε επίπεδο ευρωζώνης, αλλάζει το κλίμα και η συνταγή. Αλλος πιθανός λόγος, που ίσως λειτουργεί συνδυαστικά με τον προηγούμενο, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πείσει τους έξω ότι αποτελεί αξιόπιστη κυβερνητική λύση, με αποτέλεσμα να επιθυμούν την παράταση της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ παρά τη μεταρρυθμιστική εξάντληση και παρά το γεγονός ότι μετά από τέσσερα χρόνια στο μνημόνιο έχουν γίνει βασικά οριζόντιες περικοπές και πολύ λίγες διαρθρωτικές παρεμβάσεις βάθους. Ανεξάρτητα από το πόσα θα δώσουν και πόσα θα κάνουν οι δανειστές για να βοηθήσουν την κυβέρνηση, ανεξάρτητα και με την πολιτική δυναμική που θα διαμορφώσει η κοινωνική κόπωση με την υπερφορολόγηση και τη λιτότητα, γεγονός είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται “εκτός θέματος”.
Το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ είναι διπλό: Οχι μόνο εξακολουθεί να φοβίζει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ως πολιτική δύναμη μη συμβατή με τους κανόνες και το πλαίσιο που ισχύουν έναντι όλων των κρατών-μελών και ειδικά έναντι των υπερχρεωμένων. Το σημαντικότερο είναι η δογματική επιμονή του στο απλοϊκό δίλημμα μνημόνιο/αντιμνημόνιο το οποίο ξεπερνιέται από τις εξελίξεις. Δεν είναι ότι η κρίση τελειώνει, κάθε άλλο, είναι όμως ότι αλλάζει μορφή και περιεχόμενο ο τρόπος διαχείρισής της. Επομένως, δεν μπορεί παρά να προσεγγίζεται στο εξής με νέα εργαλεία ανάλυσης και νέα επιχειρηματολογία. Δεν σημαίνουν όλα αυτά ότι η κυβέρνηση τα παίρνει όλα, σημαίνουν όμως ότι η αξιωματική αντιπολίτευση εκτίθεται και θα δυσκολευτεί περισσότερο από όσο αν είχε επεξεργαστεί ένα πειστικό και ρεαλιστικό κυβερνητικό σχέδιο, αντιπαραθέτοντας στο σημερινό σύστημα εξουσίας το ηθικό πλεονέκτημα – αν το έχει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στην απλοϊκή σκέψη: Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα διώξει την Τρόικα, θα σκίσει τα μνημόνια, και η ζωή μας θα αλλάξει προς το καλύτερο. Δεν διάλεξε τον δύσκολο δρόμο που έχει και βαρύ αξιακό φορτίο. Δεν υποσχέθηκε μια κοινωνία πιο δίκαιη, με αναδιανομή του πλούτου, ισονομία και ισοπολιτεία, ώστε η ολιγαρχία στην οποία συχνά-πυκνά αναφέρονται διεθνή ΜΜΕ να σηκώσει κάποια από τα βάρη που της αναλογούν. Και δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε να αναγνωρίσει την ελληνική ευθύνη για τη χρεοκοπία, απέφυγε τις πραγματικά δύσκολες συγκρούσεις, επιλέγοντας την κατασκευή του εξωτερικού εχθρού που συσπειρώνει και φανατίζει, ενώ οι μάχες δίνονται με τα λόγια.
Αν δεν υπάρχουν μνημόνια για να σκίσει και Τρόικα για να διώξει, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να χτίσει, σύντομα και αποτελεσματικά, ένα άλλο αφήγημα πάνω στα συντρίμμια του προηγούμενου. Το πλέον απογοητευτικό είναι ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έκανε το λάθος από υπερβολικό ρομαντισμό ή από αφέλεια.
“Πάψε φίλε μου Σάντσο, απάντησε ο Δον Κιχώτης, τα πράγματα στον πόλεμο, περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, αλλάζουν διαρκώς. Και μάλιστα, όσο το σκέφτομαι, τόσο πείθομαι ότι εκείνος ο μάγος ο Φρεστώνας μεταμόρφωσε αυτούς τους γίγαντες σε ανεμόμυλους για να μου στερήσει τη δόξα που θα κέρδιζα αν τους νικούσα”.