Το «λάθος» του ΔΝΤ, οι ευθύνες και ο «τρίτος δρόμος»

Γιάννης Τσαμουργκέλης 29 Αυγ 2013

Δεν φταίει ο κακός υπολογισμός του πολλαπλασιαστή αλλά η υπερεκτίμηση του δυνητικού ΑΕΠ (potential output). Τόσο απλά παρουσιάστηκε από μερίδα του τύπου η άσκηση στελεχών του ΟΟΣΑ που καταπιάστηκαν με τη διερεύνηση των αιτίων της απόκλισης των εκτιμήσεων του οργανισμού και της τρόικας, με τις πραγματικές διαστάσεις της πορείας της ελληνικής οικονομίας υπό την καθοδήγηση τους.

Συνεπώς, δεν είναι η διάχυση των συνεπειών της παρατεταμένης δημοσιονομικής εξυγίανσης στην οικονομία το πρόβλημα όσο το γεγονός ότι έχουν καθιζάνει οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Το ζητούμενο: οι παράγοντες που οδήγησαν στην έκταση και την παράταση της ύφεσης. Η άσκηση που υπέβαλαν στη μελέτη τους: αυτή των προσομοιώσεων και αλλεπάλληλων προσεγγίσεων με διαφοροποιούμενους συντελεστές τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή αλλά και την δυνητική παραγωγή της ελληνικής οικονομίας.

Τα δεδομένα: η εφαρμογή μιας «εμπροσθοβαρούς» πολιτικής παρατεταμένης δημοσιονομικής προσαρμογής που περιορίζει την ευελιξία στην εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών σε σχέση με μια «οπισθοβαρή», που επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στην υλοποίηση της προσαρμογής. Τα νέα στοιχεία που έλαβαν υπόψη: η υστέρηση που μπορεί να παρουσιάζει μία οικονομία στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών λόγω της «αντίστασης» από κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς και τυχόν θεσμικών αγκυλώσεων, όσο και το υψηλό κόστος χρήματος που επιφέρει σε μια οικονομία η επισώρευση υψηλού χρέους και τα συνεπαγόμενα προβλήματα ρευστότητας.

Τα συμπεράσματα τους (πέραν του περιληπτικού και παραπλανητικού επιμύθιου που κατεγράφη στον τύπο): ότι σε χώρες με αναδυόμενες οικονομίες, με υψηλό χρέος και ισχυρά φαινόμενα υστερήσεων (δηλαδή αντίστασης στις διαρθρωτικές αλλαγές), είναι καλό να εφαρμόζονται αναδιάρθρωση χρέους, «οπισθοβαρείς» πολιτικές που επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και ενίσχυση της ρευστότητα. Μάλιστα, συνδέουν την εκ των πραγμάτων διαψευσθείσα υπερεκτίμηση για το δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας με την αδυναμία της ιδιωτικής οικονομίας να ανταποκριθεί ή διαφορετικά, με τον λανθασμένο υπολογισμό της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας του ιδιωτικού τομέα. Και βέβαια οι αιτίες της περιορισμένης επίδοσης της ιδιωτικής οικονομίας είναι η υστέρηση και η ρευστότητα. Άρα αυτό που παραδέχεται η ερευνητική ομάδα του ΟΟΣΑ είναι ότι οι αλλαγές δημοσιονομικής προσαρμογής έπρεπε να γίνουν με μεγαλύτερη ευελιξία και την παράλληλη ενίσχυση της ρευστότητας (δηλαδή με πρόσβαση του ιδιωτικού τομέα σε φθηνό ή πάντως φθηνότερο χρήμα) (παράγραφος 47,41,48 στα Συμπεράσματα).

Παρά τις επιφυλάξεις για την κατανομή των «βαρών» μεταξύ πολλαπλασιαστή και δυνητικού προϊόντος στην εξολίσθηση της πορείας «ανάκαμψης» της ελληνικής οικονομίας το γεγονός παραμένει ότι μετά από τρεισήμισι χρόνια, επιτέλους, «ξαναδιάβασαν την ελληνική οικονομία που τόσο λάθος είχαν αναγνώσει. Μετά από τρεισήμισι χρόνια! όλοι εμείς (οι λίγοι), που φωνάζαμε για τη μη διάγνωση των στρεβλώσεων του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού σχηματισμού και την επερχόμενη κατάρρευση της ρευστότητας που θα οδηγούσαν (όπως οδήγησαν), σε παράταση και βάθεμα της κρίσης, είδαμε επιχειρήματα μας να δικαιώνονται μέσα από μια άσκηση προσομοίωσης που ενείχε (επιτέλους), αυτές τις βασικές υποθέσεις. Μετά από τρεισήμισι χρόνια! αυτοί οι ίδιοι που εφάρμοσαν το λάθος, αυτοί οι ίδιοι το αναγνωρίζουν σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Και στατρεισήμισι αυτά χρόνια τι έκανε η ελληνική πλευρά; Η ελληνική πολιτική και τραπεζική ηγεσία και νομεκλατούρα; Παρακολουθούσε τους ειδήμονες της τρόικας να σχεδιάζουν πάνω σε ένα λάθος. Επιπλέον αποσιωπούσε τις φωνές που ζητούσαν να ξαναδιαβαστούν τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση της ρευστότητας και να ληφθούν υπόψη οι αγκυλώσεις της διαρθρωτικής προσαρμογής, που καταλήγουν πάντα σε εισοδηματικές περικοπές λόγω της αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να συγκρουστεί με το οικοδόμημα των τελευταίων δεκαετιών, οδηγώντας σε απαξίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων και εγκλωβίζοντας την οικονομία σε δίνη και δυναμική ύφεσης.

Και το χειρότερο, αναδείκνυαν κάθε αντιμνημονιακή οικονομολογική άποψη, οικοδομώντας στην ανερμάτιστη υστερία της αντιπολίτευσης το άλλοθι για τη δικής τους στρεβλή (υιοθετημένη) πολιτική. Σαν να μην υπήρχε τρίτος δρόμος. Αυτός που σκιαγραφείται πλέον από το ίδιο το ΔΝΤ ως η χαμένη εναλλακτική ατραπός που ουδέποτε αναζητήθηκε ελέω της προσχώρησης της ελληνικής ηγεσίας σε ένα λάθος. Αιδώς! Έστω και τώρα κάντε αλλαγές. Προχωρήστε σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα και όχι σε αναδιατάξεις υπαλληλικού δυναμικού στο πλαίσιο των υφιστάμενων γραφειοκρατικών δομών της αναχρονισμένης δημόσιας διοίκησης.

Σταματήστε να ερμηνεύετε τις διαρθρωτικές αλλαγές υπό το πρίσμα της συντήρησης του πελατειακού πολιτικού συστήματος διαιωνίζοντας τις αγκυλώσεις έναντι των προσαρμογών. Σταματήστε να μεταθέτετε τις αποτυχίες του προγράμματος των δικών σας κατ’ επίφαση αλλαγών σε νέες περικοπές εισοδημάτων και κοινωνικά άδικες φορολογικές επιδρομές. Πάψτε να αναπαράγετε κοινωνικές αντιστάσεις με την αναβλητικότητα και τον επιπόλαιο σχεδιασμό που οδηγεί τελικά σε βίαιες προσαρμογές στο όνομα του χαμένου χρόνου και των «αστοχιών» που οι ίδιοι δημιουργείτε. Διεκδικείστε αποφασιστικά και με επιχειρήματα από την τρόικα ειδικό πρόγραμμα ενίσχυσης της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας και επιβάλλετε μέτρα στις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες που θα βελτιώσουν την οικονομική και κοινωνική ευελιξία έναντι της κρίσης και θα ανοίξουν τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης από τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Σταματήστε την πολιτική των «θυλάκων» ανάπτυξης που επιλέγονται αποκλειστικά και μόνο από τις ξένες επενδύσεις και το πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Εγκαταλείψτε την στρατηγική των τεσσάρων συστημικών τραπεζών που εγκλωβίζει την ελληνική οικονομία σε μοναδικό για τα παγκόσμια χρονικά τραπεζικό ολιγοπώλιο, εξουθενώνει τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα και εν τέλει την ίδια τη μεσαία τάξη, την κοινωνική και πολιτική συνοχή και τη δημοκρατία. Οργανώστε θεσμικά κίνητρα για τη δημιουργία ιδιωτικών και συνεταιριστικών, μικρών και μεγάλων τραπεζών με εθνική ή τοπική εμβέλεια. Σκεφθείτε και πράξτε αλλιώς. Όπως στην κρίση πρέπει να κατανέμεται το κόστος αντιμετώπισης της σε όλους με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, έτσι και στην ανάκαμψη. Η ανάπτυξη πρέπει να είναι για όλους, με ίσες ευκαιρίες και ανοικτές ανταγωνιστικές αγορές, θεσμικές ρυθμίσεις και εποπτεία. Υπάρχει και ο τρίτος δρόμος.