Με έναν συνασπισμό της «ηττημένης Αριστεράς» να είναι πολύ πιθανό να κυβερνήσει, μετά την Πορτογαλία, και την Ισπανία, ο πειρασμός για την εγχώρια, και μάλιστα όχι ακόμη ηττημένη, «Αριστερά» να βγάλει τα συμπεράσματα που τη βολεύουν είναι πολύ μεγάλος. Το ίδιο κι ο κίνδυνος να βγάλει εντελώς λανθασμένα συμπεράσματα.
Η πιθανή συγκρότηση κυβέρνησης με βασικό κορμό τους Σοσιαλιστές και τους Ποδέμος δεν θα συνιστά ούτε νίκη της Αριστεράς, ούτε ήττα της λιτότητας, ούτε ισοφάριση της «άλλης Ευρώπης» κατά της Μέρκελ. Θα είναι ένα στοίχημα, πολύ παρόμοιο με το πορτογαλικό, για μια άλλη –σε σχέση με τον τρόπο και τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης- πορεία, αλλά μια πορεία που στηρίζεται σε τρία αγκωνάρια, ένα από τα οποία –η συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης- είναι κάθε άλλο παρά αριστερό, ένα δεύτερο –η προσήλωση στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία- κομματικά ουδέτερο και το τρίτο –η δίκαια αλλά προς τα κάτω προσαρμογή μιας πίτας που μικραίνει και αλλάζει- σοσιαλδημοκρατικό με την πιο βαθειά έννοια του όρου.
Η Αριστερά ελληνικού τύπου δεν κέρδισε, πρώτα – πρώτα γιατί, παρά τη μεγάλη μείωση των ποσοστών της, η κυβερνητική Δεξιά, την οποία ενσαρκώνει, ως πρόσωπο αλλά και ως πολιτικός ιδεότυπος, ο Ραχόι, πήρε την πρώτη θέση στις εκλογές –και μάλιστα στο τέλος μιας θητείας που διανύθηκε ολόκληρη στον αστερισμό της κρίσης και της λιτότητας. Οι Ισπανοί, όπως και όλοι οι λαοί του κόσμου, δεν αγαπούν την λιτότητα. Έδειξαν όμως ότι βάζουν πολύ ψηλά στην αξιολόγηση τους την μάχη κατά της οικονομικής κρίσης με μέτρα ρεαλιστικά –δηλαδή μετριοπαθή, σταδιακά και συντονισμένα- και ότι είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις αντικειμενικές δυσκολίες διακυβέρνησης υπό τέτοιες συνθήκες. Ακόμα και αν αυτές οι αξιολογήσεις έχουν ως πολιτικό αποτέλεσμα την πριμοδότηση ενός κατά τα άλλα αρκετά αντιδραστικού και σίγουρα βουτηγμένου στη διαφθορά κόμματος όπως το Λαϊκό του Ραχόι.
Η ψήφος της 20ης Δεκεμβρίου δεν ήταν μια κραυγή κατά της λιτότητας γενικώς και της «Γερμανικής Ευρώπης» πολιτικώς. Ήταν, αντίθετα, μια ψήφος πίστωσης για την αποφυγή «πλήρους Μνημονίου» από την Ισπανία, «διάσωσης», έστω με αδικίες, του τραπεζικού συστήματος χωρίς συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις και κεφαλαιακούς περιορισμούς, ανατροπής του καλπασμού της –ακόμα δομικής- ανεργίας μέσω της παραγωγικότητας, πρόσδεσης και διεκδίκησης ηγετικής θέσης στο ευρωπαϊκό άρμα χωρίς μόνιμες δεύτερες σκέψεις και διαρκείς οβιδιακές μεταμορφώσεις. Ως έστω και σχετική και έστω με πολλές –εντελώς δικαιολογημένες- επιφυλάξεις εκλογική δικαίωση μιας κυβέρνησης που αντιμετώπισε την πολύ παρόμοια με τη δική μας κρίση με τα εντελώς αντίθετα από εμάς μέσα, η ψήφος της 20ης Δεκεμβρίου μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψήφος υπέρ της Ευρώπης, κατά του «ελληνικού τρόπου» και κατά της «ριζοσπαστικής» αριστερής ρητορείας (και μόνο ρητορείας).
Είναι αλήθεια ότι το εκλογικό αποτέλεσμα είχε και άλλα στοιχεία: αναδιαμόρφωση του εκλογικού χάρτη, απόρριψη σε μεγάλο βαθμό της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης, κούραση στα όρια της απελπισίας από πολιτικές επιλογές που βαραίνουν τους ίδιους πάντα και βολεύουν τους ίδιους πάντα. Η «αντισυστημικότητα» όμως της ισπανικής ψήφου οδήγησε στην πολυδιάσπαση και όχι στην εικονική πραγματικότητα, στη μετριοπαθή αλλαγή (στην οποία συνέβαλαν αποφασιστικά με τη ρεαλιστική μεταστροφή τους οι Ποδέμος –και γι’ αυτό επιβραβεύτηκαν εκλογικά) και όχι στην εξαφάνιση κάθε εναλλακτικής λύσης μέσα στην έλλειψη προετοιμασίας και υπευθυνότητας. Υπ’ αυτή την έννοια, η ψήφος της 20ης Δεκεμβρίου ήταν σαφώς, παρ’ όσα θα πουν οι εγχώριοι προπαγανδιστές, και μια ψήφος «αντι-Σύριζα».