Κάναμε λάθος με την Μποφίλιου. Γιατί, αντί να την αντιμετωπίσουμε με την ίδια τρυφερότητα ή έστω με το ίδιο χιούμορ, που θα αντιμετωπίζαμε τα δικά μας παιδιά στην κάθε «χαριτωμενιά» τους, πέσαμε να τη φάμε!
Ενώ τι είπε το κορίτσι; Τις ίδιες ανοησίες που λέγαμε πολλοί από εμάς, στην ηλικία της! Και για να είμαστε δίκαιοι, στην ηλικία της οι περισσότεροι, ιδίως όσοι απαιτούμε σήμερα πολιτική σοβαρότητα από αυτήν, εκσφενδονίζαμε μεγαλύτερες ακόμη αγριότητες.
Να θυμίσω; Κάποιοι από εμάς δεν είμαστε, που στις ταβέρνες τα βράδια, μιλάγαμε για την απελευθέρωση από την εργασία, την στιγμή που οι σερβιτόροι ιδροκοπούσαν για να μας σερβίρουν; Και κάποιοι, πιο «προχωρημένοι», δεν προβλέπαμε – μέσα στη μιζέρια μας – ακόμη και την κατάργηση της τέχνης, επειδή σε λίγο, στον «παράδεισο» του σοσιαλισμού που υποχρεωτικά θα στριμώχναμε τους πάντες, η ίδια η ζωή θα γινόταν τέχνη;
Και ύστερα, μιλάγαμε για την εξέγερση της Κροστάνδης. Χωρίς να πολυσυζητάμε όμως, ότι την σφαγή που ακολούθησε, την διηύθυνε ο Τρότσκι. Και χωρίς να καταλαβαίνουμε, μέσα στην αφασία μας, το χειρότερο: Πως αν ο Τρότσκι στη συνέχεια υπερίσχυε του Στάλιν, η μόνη διαφορά είναι ότι τα Γκουλάκ, θα έρχονταν νωρίτερα. Αφού ο Τρότσκι είχε εισηγηθεί την δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης από το 1920 (9ο συνέδριο), για να κλείνουν σ’ αυτά όσους εργάτες, δεν άντεχαν την κοινωνία – στρατόπεδο, που πρότεινε!
Και άκουγαν με απορία οι σερβιτόροι τις «σοφίες» μας. Που τελικά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά οι φαντασιώσεις μας. Τα «φαντάσματα του καιρού μας», που θα ‘λεγε και ο Ν. Σεβαστάκης.
Και αφού τέλειωνε η κουβέντα, τραγουδούσαμε. Εδώ όμως είναι το κρίσιμο σημείο: Όσο ωραία και αν τραγουδούσαμε, όσο και αν τραγουδούσε όλη η ταβέρνα μαζί μας, ποτέ δεν διανοήθηκε κάποιος σερβιτόρος – διότι μην ξεχνάμε, οι σερβιτόροι της ταβέρνας ήταν το ακροατήριό μας σε όλα – πως όποιος είχε καλή φωνή, είχε και πολιτική σκέψη.
‘Ασε που και έξω από τις ταβέρνες, στην κοινωνία δηλαδή, κανείς δεν θεωρούσε ότι από μόνη της η ικανότητά σου να τραγουδάς, σε έκανε σκεπτόμενο. Γι’ αυτό και κανείς δημοσιογράφος δεν σκέφτηκε ή κανένα ΜΜΕ δεν μεθόδευσε, να μας παγιδεύσουν σε συνεντεύξεις, όπου θα κοινολογούσαμε τις μπαρούφες μας ως σοφίες, μόνο και μόνο επειδή τραγουδούσαμε.
Κι αυτό γιατί μπορεί και τότε να είχε όλα τα κακά ο τύπος. Δεν υπήρχε όμως η σημερινή έκπτωση. Αφού οι έμποροι της μπαρούφας δημοσιογράφοι εντοπίζονταν «άμα τη εμφανίσει» και απωθούνταν στο περιθώριο.
Και όχι μόνον. Αλλά διατηρήσαμε την εγρήγορση να αντιδρούμε σε κάθε ανωμαλία. Γι’ αυτό, όταν η «Ελευθεροτυπία», με αιχμή την γνωστή σταλινική «τρόικα», καλλιεργούσε το εθνικιστικό μίσος προετοιμάζοντας την αποδοχή και τη νομιμοποίηση του ήθους και της αισθητικής Παναγιώταρου, την εγκαταλείψαμε μαζικά. Γιατί μας ήταν αδιανόητο το τέρας του φαιοκόκκινου μετώπου, που κυοφορούσε αυτή η στάση. Έτσι εμείς την γλυτώσαμε.
Το κορίτσι μας όμως ήταν άτυχο. Διότι η εποχή άλλαξε. Έτσι έπεσε στα χέρια της «Εφ.τ.Συντ.». Η οποία του υπέβαλε την ιδέα ότι, αφού τραγουδάει, άρα ξέρει και το ότι η Ευρώπη είναι δικτατορία!
Έτσι στη συνέχεια, σαν χονδρέμπορος της σαχλαμάρας, η καλή εφημερίδα εμπορεύτηκε τις ελαφρότητες που υπέβαλε στο κορίτσι μας. Ενώ όφειλε να το προστατεύσει και να μην το διασύρει. Και το χειρότερο; Μετά πήρε σειρά το «Έθνος» του Σαββίδη και ακολούθησε ο εσμός των εμπόρων του εμφυλιοπολεμικού μίσους.
Έλα όμως που όταν έχεις μία Ευρώπη σε τέτοιο σημείο ευαίσθητη με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε να σε υποχρεώνει να αλλάζεις και τη νομοθεσία σου για να μην θιγεί το δικαίωμα κάποιας μειοψηφίας ή μειονότητας. Όταν προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο ακόμη και εχθροί της δημοκρατίας (π.χ. τρομοκράτες) και δικαιώνονται. Τότε, το να ονομάζεις αυτό το καθεστώς δικτατορία, είναι ουρανομήκης ανοησία.
Έλα όμως που τέτοιες περίπου ανοησίες εκτόξευαν στα νιάτα τους και όσοι την έκριναν αυστηρά. Διότι αυτά ήταν τα δικά τους στερεότυπα και ο δικός τους νεανικός κομφορμισμός. Με άλλα λόγια ο δικός τους νεανικός συντηρητισμός, στον οποίο έδιναν ψευδώνυμα προοδευτισμού. Τα οποία, ακριβώς γι’ αυτό, δεν θέλουν καν να θυμούνται σήμερα.
Έτσι όμως βρέθηκε απέναντί της μία ολόκληρη γενιά, που δεν επιτρέπει σε κανέναν να της θυμίζει τις δικές της πληγές. Αφού αυτές προκλήθηκαν από τον ανορθολογισμό του κομφορμισμού και της φανφάρας των στερεοτύπων. Και γι’ αυτό θυμώνει, με ό, τι την παραπέμπει στον παλιό εαυτό της.
Αντί όμως η γενιά αυτή, με την γνώση των παθημάτων της και την ηθική της ευθύνης που απέκτησε, να πει «ως εδώ» στους εμπόρους της νεοφανφάρας, την ώρα που εκμεταλλεύονταν ένα παιδί που τραγουδάει, για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, έκανε το αντίθετο. Άφησε το κορίτσι άθυρμα στα χέρια των εμπόρων και από πάνω το γελοιοποίησε. Ενώ ο καθένας, στο δικό του παιδί, αυτό δεν θα το έκανε ποτέ.
Στην επόμενη λοιπόν Μποφίλιου ή στην επόμενη «εξυπνάδα» της ίδιας της Μποφίλιου, ένα πρέπει να ξέρουμε: Ποιος είναι ο αντίπαλος και ποιο είναι το παιδί μας.