Για μια ακόμη φορά, ένα αντικειμενικό δεδομένο που θα βοηθούσε να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση και έτσι να την χειριστούμε αποτελεσματικότερα, γίνεται εργαλείο θολούρας για να ψαρέψουν οι λαϊκιστές χένοντα στόματα πρόσκαιρων οπαδών. Αναφέρομαι στον διαβόητο λάθος υπολογισμό του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή από το ΔΝΤ, Η περίπτωση μου θύμισε το παρακάτω χαριτωμένο ανέκδοτο που κατακεραυνώνει την λεξιλαγνεία των ημιμαθών. Με την διαφορά, βέβαια, ότι στην προκείμενη περίπτωση οι ημιμαθείς έκαναν πολιτική παντιέρα την ημιμάθειά τους. Μιλάω για του κρωγμούς του ΣΥΡΙΖΑ και των γραφικών συμμάχων του. Πρώτα το ανέκδοτο.
Σε μια χλιδάτη δεξίωση, λέει το ανέκδοτο, όπου περισσεύουν οι νεόπλουτες κυράτσες της εποχής των επιδοτήσεων, η κυρία Μπιμπή σκύβει συνωμοτικά στο αυτί της κυρίας Μιμής και της ψιθυρίζει: «Τον βλέπεις εκείνον το ψηλό με το σμόκιν; Ε, λοιπόν δεν θα το πιστέψεις. Είναι …Τσεχοσλοβάκος !» Και η κυρία Μιμή απαντά με ανοικτό στόμα από την έκπληξη: «Τι λες; Τόσο …νέος !» Και οι δύο μισότριβες κυρίες έμειναν ικανοποιημένες από την νέα …γνώση τους.
Για να μη εκλαμβάνουμε, λοιπόν, ως «τσεχοσλοβάκο» την γνωστή παραδοχή του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ, ας ξεκινήσουμε από τα στοιχειώδη: Τι σημαίνει λάθος υπολογισμός του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή; Πού μπορεί να οφείλεται το λάθος; Τι μπορεί να υποδεικνύει το λάθος ως προς την άσκηση της πολιτικής για την σταθεροποίηση; Είναι το λάθος διαπραγματευτικό ατού στα χέρια του όποιου Έλληνα διαπραγματευτή; Πού θα οδηγήσει η σχετική επίκλησή του σε ό,τι αφορά την αναθεώρηση της σταθεροποιητικής πολιτικής (μνημόνιο);
Ο πολλαπλασιαστής και ο υπολογισμός του
Ο πολλαπλασιαστής μετράει τον ρυθμό μεταβολής του εθνικού εισοδήματος που προκαλείται από μια ποσοστιαία μεταβολή της δημόσιας δαπάνης. Είναι θετικός όταν έχουμε αύξηση και αρνητικός όταν έχουμε μείωση της δημόσιας δαπάνης στην δεδομένη χρονική περίοδο. Ο υπολογισμός του μπορεί να γίνει ex ante, δηλαδή να προβλεφτεί, ή ex post, δηλαδή να διαπιστωθεί εκ των υστέρων απολογιστικά από τα δεδομένα που θα προκύψουν. Ο πρώτος τρόπος είναι εξαιρετικά δύσκολος και επισφαλής, επειδή προϋποθέτει, όπως θα δούμε, την ύπαρξη αξιόπιστου συνολικού προσομοιωτικού μοντέλου της δοσμένης εθνικής οικονομίας, που και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει αξιόπιστους και επικαιροποιημένους πίνακες εισροών-εκροών της εθνικής οικονομίας. Σπάνια υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις και ειδικά για οικονομίες στο μεταίχμιο της τριτοκοσμικής ανεπάρκειας, όπως η δική μας. Οι Σοβιετικοί επιχειρούσαν τέτοια συστήματα προφητείας με τους μηχανικούς του Γκοσπλάν, και τα έκαναν τελικά θάλασσα.
Ο δεύτερος τρόπος υπολογισμού, ο εκ των υστέρων (ex post) είναι ο συνηθέστερος στην διεθνής πρακτική, και εξ όσων γνωρίζω αυτόν χρησιμοποιεί συνήθως το ΔΝΤ. Και εδώ έχουμε δύο τρόπους υπολογισμού, που κατά σειρά αξιοπιστίας είναι οι εξής: Είτε μελετάμε τις χρονοσειρές της χώρας που μας ενδιαφέρει και συνάγουμε μια προσεγγιστική αντιπροσωπευτική τιμή από την διαχρονική εξέλιξη του πολλαπλασιαστή, την οποία δεχόμαστε ως δομικό δείκτη και στη συνέχεια χρησιμοποιούμε για τις προγνώσεις μας. Είτε, καλύτερα, βασιζόμαστε σε μεταμελέτες υπολογισμών της προηγούμενης κατηγορίας που αφορούν περισσότερες χώρες, και με ανάλυση παραγόντων καταλήγουμε στην τιμή που φαίνεται ως αντιπροσωπευτικότερη και πιο αξιόπιστη για την δεδομένη χώρα.
Ο δεύτερο τρόπος υπολογισμού, αν και ρεαλιστικότερος ως προς την μεθοδολογία του, έχει σχετικά χαμηλή αξιοπιστία ως εργαλείο σχεδιασμού πολιτικής. Ρέπει από τη φύση του σε «λάθη». Ο λόγος είναι απλός: Δεν απαιτεί πλήρη, παρά μόνο στατιστικά προσεγγίσιμη γνώση της δυναμικής, δηλαδή της λειτουργίας της δεδομένης οικονομίας και επομένως, για τους λεπτομερέστερους λόγους που εξηγούνται παρακάτω, περικλείει πλείστες παγίδες. Στην περίπτωση της Ελλάδος, φαίνεται ότι το ΔΝΤ στήριξε την πρόβλεψή του στην παραδοχή ότι η Ελλάδα ανήκει στις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες (αφού είναι μέλος της Ευρωζώνης) και ως εκ τούτου έχει δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας αντίστοιχα προς αυτές. Γι? αυτή την κατηγορία χωρών, οι διαθέσιμες μεταμελέτες δείχνουν ως ρεαλιστικό έναν δημοσιονομικό συντελεστή της τάξης του 0,5. Αποδείχτηκε ότι ήταν 1,5. Γιατί και τι σημαίνει αυτό το όντως λάθος; Θα το δούμε παρακάτω.
Από τι εξαρτάται ο πολλαπλασιαστής;
Δέκα είναι οι κυριότεροι παράγοντες που προσδιορίζουν την τιμή του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή για το εκάστοτε δεδομένο επίπεδο ακαθάριστου εθνικού προϊόντος: Η οριακή ροπή προς κατανάλωση, Το επίπεδο φορολογίας εισοδήματος, η οριακή ροπή προς εισαγωγές, η μεταβολή του επιπέδου του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος, η μεταβολή των σταθερών φόρων, ο ρυθμός μεταβολής του φόρου εισοδήματος, ο ρυθμός μεταβολή της δημόσιας δαπάνης, ο ρυθμός μεταβολής της συνολικής φορολογίας, ο ρυθμός μεταβολή των επενδύσεων και ο ρυθμός μεταβολής των εξαγωγών.
Διαπιστώνουμε εύκολα πόσο πολύπλοκη είναι η συνάρτηση προσδιορισμού του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή. Αυτή η πολυπλοκότητα, δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια καπηλείας του τύπου «να πληρώσουν το λάθος εκείνοι που το έκαναν», δηλαδή εκείνοι που υπολόγισαν τον πολλαπλασιαστή και όχι η οικονομία που με την ίδια τη λειτουργία της προσδιορίζει το μέγεθός του!
Μια δεύτερη διαπίστωση είναι ότι η συνάρτηση προσδιορισμού είναι εξόχως δυναμική. Αυτό σημαίνει, ότι αν σε κάποιο σημείο της δημιουργηθεί ένας αλληλεπιδραστικός βρόχος (loop), όπου ένα μέγεθος αναπτύσσεται με αυτοπροωθούμενους ρυθμούς (λ.χ. η καταναλωτική δαπάνη), τότε ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής μπορεί να πάρει μέχρι και εκρηκτικές διαστάσεις. Αυτό, πράγματι, φαίνεται οτι συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας. Εκείνο που δεν πρόβλεψαν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ, ήταν ότι η ελληνική οικονομία δεν ήταν «ευρωπαϊκού τύπου», αλλά «σοβιετικού», όπου η κατανάλωση εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από την άμεση και έμμεση δημόσια δαπάνη (μισθοί, συντάξεις, επιδοτήσεις, μεταβιβαστικές πληρωμές κ.ο.κ.). Η δομή της οικονομίας ως «σοβιετική –κρατικίστικη», δεν επιτρέπει εύκολα στον ιδιωτικό τομέα να υποκαταστήσει την απώλεια δημόσιας δαπάνης με δημιουργία εθνικού προϊόντος που θα τροφοδοτούσε την οικονομία με αντίστοιχη ιδιωτική δαπάνη. Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται η έκπληξη. Κόβοντας δημόσια ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ δαπάνη, βουλιάζεις την αγορά με τον ίδιο τρόπο που βούλιαξαν οι αγορές του πρώην σοβιετικού μπλοκ, όταν κατάρρευσε το ’89 η σοβιετική δομή της οικονομίας τους. Στην περίπτωσή τους, ισορρόπησαν όταν η εσωτερική υποτίμηση έφτασε στο πραγματικό δυναμικό παραγωγής εθνικού προϊόντος, που ήταν περίπου στο 40% του πλασματικού σοβιετικού παρελθόντος τους. Στην περίπτωση της Ελλάδος, αυτή η εσωτερική υποτίμηση γίνεται ελεγχόμενα, με την στήριξη της ΕΕ και του ΔΝΤ, ώστε να μην πάρει χαρακτήρα κοινωνικής καταστροφής.
Ποιο είναι το πολιτικό «δίδαγμα»: Δεν ξέρω αλλά υποπτεύομαι…
Το λάθος έχει την τεχνική αλλά κυρίως την πολιτική πλευρά του. Την τεχνική την είδαμε με τις παραπάνω συνοπτικές παρατηρήσεις. Μεγαλύτερη σημασία έχει η πολιτική πλευρά. Εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα μεν, αλλά και εξαιρετικά δύσκολα. Το λάθος, δείχνει ότι όφειλε να πέσει το κύριος βάρος της προσαρμογής στα διαρθρωτικά μέτρα και λιγότερο στα μέτρα άμεσου περιορισμού των πληρωμών του δημόσιου προϋπολογισμού. Δηλαδή θα έπρεπε να διευχερανθεί η Αγορά να υποκαταστήσει ταχύτατα την απώλεια προϊόντος που προκαλούσε ο δημοσιονομικός περιορισμός, αντί να κόβονται στα τυφλά δημόσιες δαπάνες, με μια αγορά σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας να παίξει τον ρόλο της. Φαίνεται ότι μήτε οι πολιτικοί μας, μήτε οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ σκέφτηκαν να μελετήσουν επισταμένως την περίπτωση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, για να χαράξουν μια πολιτική για την Ελλάδα που θα κεφαλαιοποιούσε τα μαθήματα από εκείνη την καταστροφή.
Επομένως, το βασικό πολιτικό μάθημα από το «λάθος» είναι ότι πρέπει να αναστραφεί η προτεραιότητα των πολιτικών σταθεροποίησης. Και αυτό, «ει δυνατόν»! Υπάρχει μπροστά μας η επόμενη παγίδα: Αν δεν γίνουν όσο και όπως πρέπει τα απαραίτητα στον τομέα των δομικών αλλαγών, υπάρχει ο κίνδυνος να παρασυρθούμε σε ένα είδος κεϋνσιανού σφάλματος, που θα πληρώσουμε με παράταση της περιόδου αστάθειας. Δηλαδή, υπάρχει ο κίνδυνος (επί θύραις, αν κρίνει κανείς από τις παπαγαλίες των πολιτικών σχολιαστών) να αποτολμηθεί η υποκατάσταση της καταναλωτικής δαπάνης του δημοσίου, με δημόσιες κατά κύριο λόγο επενδύσεις και επομένως να ξαναδιερυνθεί ο δημόσιος τομέας και να επαναληφθεί η ίδια δυναμική που περιγράψαμε. Μπορεί, δηλαδή, να πέσουμε στο σφάλμα της «σοσιαλμανίας» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν πίστεψε ότι με την δημιουργία δημόσιων επιχειρήσεων θα υποκαθιστούσε την επενδυτική αδράνεια της ιδιωτικής αγοράς. Η λύση, αντίθετα, είναι να χρησιμοποιηθούν οι δημόσιοι επενδυτικοί πόροι περισσότερο ως εργαλείο μόχλευσης ιδιωτικών επενδύσεων και λιγότερο ως υποκατάστατό τους. Θα το καταλάβουν οι πολιτικοί μας;
Σε τι βοηθά το λάθος τον διαπραγματευτή;
Είναι αναμφισβήτητο ότι το «λάθος» μπορεί να προσφέρει μια αφετηρία επαναδιαπραγμάτευσης του προγράμματος σταθεροποίησης. Αλλά όχι με την έννοια που εννοούν οι κενοί εγκέφαλοι των λαϊκιστών της αντιπολίτευσης και των παπαγάλων του δημόσιου σχολιασμού. Το «λάθος» δεν πρέπει να γίνει επιχείρημα για χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Πρέπει να γίνει ισχυρό επιχείρημα για την επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και για την αύξηση της εξωτερικής βοήθειας προς την κατεύθυνση αυτή. Το λάθος μπορεί να δώσει δημιουργική έμπνευση σε εκείνους που επιτέλους πρέπει να προδιαγράψουν την αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας. Οι φωνές της αντιπολίτευσης και των ποικίλων παρουσιαστών στα κανάλια, δυστυχώς προς το αντίθετο στοχεύουν. Πάνε να κάνουν το αρχικό λάθος, ένα μεγαλύτερο δραματικό σφάλμα, ακόμη μία φορά. Όχι από άγνοια, αφού για πράγματα που δεν ξέρουμε μπορούμε πάντα να μαθαίνουμε ρωτώντας. Μόνο και μόνο για λαϊκιστικό ψάρεμα.