* Στη Μνήμη του Μιχάλη Παπαγιαννάκη.
Δύο περικοπές από την περίφημη πλέον συνάντηση του Σ. Ζίζεκ με τον Α. Τσίπρα, αντιμετωπίστηκαν ως γελοίες από το σχολιαστικό διαδικτυακό μας συνεχές.
Σε μια περίπτωση, ο κ. Ζίζεκ δήλωσε ότι θα στείλει στα γκούλαγκ με το τρένο και χωρίς εισιτήριο επιστροφής, όποιους ευρωπαίους διαφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε μιαν άλλη, ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης μπέρδεψε τη γλώσσα του, συγχέοντας την Ναόμι Κλάιν που μάχεται τον καπιταλισμό, με την Ναόμι Κάμπελ που κάποτε τον έκανε ομορφότερο.
Το γέλιο που προκάλεσαν μπορεί να ήταν ψυχωφελές, όπως συχνά συμβαίνει. Δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί ωστόσο, με αυτήν την αφορμή, αν η αίσθηση του γελοίου είναι πάντοτε και αστεία. Ακόμα, αν τα κείμενα που γράφτηκαν, τα βίντεο και οι φωτοσοπιασμένες παρωδίες που αναρτήθηκαν, τα ανέκδοτα που κατασκευάστηκαν για τις δύο επίμαχες στιγμές, απηχούν πράγματι την αυθεντική ανάγκη του λυτρωτικού γέλωτα, εκείνον τον γέλωτα που διαβρώνει κάθε τι καθιερωμένο και καρναβαλικά ασκείται στην απογύμνωση της αυθαίρετης εξουσίας. Στην πραγματικότητα, όλοι ξέρουμε ότι δεν ήταν και τόσο αστείο όλο αυτό.
Εξ άλλου, ο Ζίζεκ ένιωσε την υποχρέωση να πει ότι αστειευόταν και να κάνει ένα είδος αυτοκριτικής, άρα μάλλον δεν ήταν αστείο. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος, σημειωτικά τόσο επαρκής και δημιουργικός, γνωρίζει καλά ότι όλα τα εκφερόμενα μπορούν να χρησιμοποιηθούν δημιουργικά και ότι το αληθές δεν μονοπωλείται από τον ομιλούντα.
Πολλοί λοιπόν γέλασαν με τα τρελαμένα νευρικά τικ του Ζίζεκ (ειδικά με εκείνο όπου τραβάει το μπλουζάκι του και που πλέον μοιάζει ανεξέλεγκτο, ενώ το έτερο σπασμωδικό άγγιγμα της μύτης παραμένει αμείωτης έντασης και συχνότητας εδώ και χρόνια) και τον είπαν για μία ακόμη φορά διασκεδαστή, μπούφο και τρελό. Οι σοβαρότερες φωνές αρκέστηκαν να σκανδαλιστούν και να μιλήσουν για την «κοινοτοπία του κακού» που επικρατεί όταν αστειευόμαστε με γενοκτονίες και τον μαζικό αφανισμό ανθρώπων από το κράτος. Πέρα από την αμηχανία, λοιπόν, που προκάλεσε στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ακροατηρίου του (του τμήματος τουλάχιστον εκείνου που δεν ταυτίζεται με την κουλτούρα της επιθετικότητας και της τιμωρίας των εχθρών ή την αναμόρφωση του αντιπάλου), η αναφορά στα γκούλαγκ και το χειροκρότημα του κ. Τσίπρα σε αυτήν, η πρόσληψη μια τέτοιας αναφοράς ως γελοίας, είναι μάρτυρας πολιτικής άγνοιας, ιστορικής ανεπάρκειας και αναγνωστικής νωθρότητας. Άγνοια των πολιτικών θέσεων του Ζίζεκ, ανεπάρκεια τοποθέτησής του μέσα στην ιστορία των ριζοσπαστικών-επαναστατικών ιδεών, πιθανή αδυναμία να διαβαστεί το ομολογουμένως γοητευτικό και ευρηματικό του έργο.
Ο Ζίζεκ λοιπόν, είναι εδώ και αρκετό καιρό, γιατί μάλλον δεν υπήρξε πάντοτε κάτι τέτοιο, απόστολος μιας ριζικής απαλλαγής από τον καπιταλισμό και συνεπώς, από την φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η ροβεσπιερική ηθική του και η σαφής ρεβιζιονιστική στάση του απέναντι στον σταλινικό ολοκληρωτισμό (με τον οποίον δεν ταυτίζεται φυσικά, αλλά αρνείται να δει υπό το πρίσμα της κυρίαρχης φιλελεύθερης και ανθρωπιστικής του απόλυτης καταδίκης), είναι ορισμένα από τα πραγματικά δεδομένα της πολιτική του συνείδησης. Ο Ζίζεκ μπορεί να πιστεύει στην χειραφέτηση (και εγώ προσωπικά πιστεύω ότι πιστεύει σε αυτήν ως έναν ανθρωπολογικό ορίζοντα), αλλά όπως πολλοί κομμουνιστές του παρελθόντος και του μέλλοντος, αποδέχεται την χρήση κάθε (πολιτικού;) μέσου για την επίτευξή της. Εξάλλου, ο Ζίζεκ, σε αρκετά από τα πρόσφατα έργα του, με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, προειδοποιεί και εξηγεί -ορθά- ότι η επανάσταση, ή έστω η ριζική πολιτική μεταβολή, είναι διαδικασίες σκληρές, τραχείες. Η δίωξη των αντιπάλων εγγράφεται ως πραγματικό ενδεχόμενο στη σκέψη του Ζίζεκ. Είχε εξάλλου πει, στο Μουσείο Μπενάκη, ανάμεσα στις δύο εθνικές εκλογές, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να κυβερνήσει με τραχύτητα. Στο επίμαχο βίντεο υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αναδεικνύει ως μία εκ των ελαχίστων πηγών φωτός στην Ευρώπη, ακριβώς επειδή ασκεί ένα είδος αρνητικής πολιτικής, μια καταστατική άρνηση. Ασφαλώς λοιπόν όσοι γελούν, κοροϊδεύουν τον Ζίζεκ, ή υποτιμούν τη σημασία του («ο τρελός που λέει κακόγουστα αστεία»), δεν γνωρίζουν το έργο του, ούτε την πολιτική του γραμμή, ούτε τον φορμαλισμό του. Αισθάνθηκαν ίσως όμως τη δύναμη της ροβεσπιερικής ηθικής του. Γι’ αυτό και προτίμησαν να τον μαλώσουν και να του πουν ότι «δεν είναι αστεία αυτά», αντί να αντιπαρατεθούν με τον πραγματικό πλαίσιο της σκέψης του.
Περισσότεροι όμως γέλασαν με το κραυγαλέο, σχεδόν στο όριο της αναίρεσης, λάπσους του κ. Τσίπρα. Γέλασαν επειδή μπέρδεψε την Κλάιν με την Κάμπελ. Να δεχτώ ότι το ύφος με το οποίο εκπέμπει τα αναθέματά του, ο τέλειος αυτός συνδυασμός στόμφου και χαλαρότητας, σε συνδυασμό με την φυσική του ομορφιά (που παίζει ιδιαίτερο ρόλο το δυτικό φαντασιακό των απανταχού ριζοσπαστών- και θα πρέπει κάποια στιγμή να εξεταστεί ως στοιχείο προβολής πάνω στην Ελλάδα, όχι μόνον των επαναστατικών οραμάτων εκείνων που δεν βρίσκουν απήχηση στο καπιταλιστικό κέντρο, αλλά και των οριενταλιστικών τους δεσμεύσεων και στερεοτύπων), κάνει τέτοιες μικρές γκάφες να λειτουργούν αρνητικά προς το εξουσιαστικό του προφίλ και την κυβερνησιμότητά του. Είναι ωστόσο μικροπρεπές να ανάγουμε κάτι τέτοιο σε πολιτικό γεγονός, όπως και να εξακολουθούμε να λέμε ότι ο Τσίπρας είναι ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς, κ.λπ. Είναι επίσης και αυτό με τη σειρά του βαθιά απολίτικο.
Και αυτό, διότι ο Τσίπρας είναι σημαντικός άνθρωπος.
Ένας σημαντικός άνθρωπος που φέρει μια πολύ βαριά ευθύνη στις πλάτες του. Όχι εκείνη των ιδεών του (σε αυτές θα επανέλθω αμέσως παρακάτω), αλλά εκείνη των πολιτών που εκπροσωπεί. Των σημαντικών εκείνων μερίδων του εκλογικού σώματος και των πολιτών που ελάχιστα ενδιαφέρονται για τις ιδέες που εκπροσωπεί και σίγουρα διαφωνούν εν πολλοίς με τα αποτελέσματα μιας πιθανής εφαρμογής τους. Για να το πούμε καλύτερα, ο Τσίπρας φέρει την ευθύνη μιας απορυθμισμένης σχέσης ανάμεσα στη σύνθεση του κοινωνικού ακροατηρίου του και των ιδεών που υιοθετεί και πρεσβεύει. Ανάμεσα στην κομμουνιστική, τσαβική, κρατικιστική, δραχμική, όποια τέλος πάντων προοπτική των αντιλήψεών του, από τη μία – και την προσδοκία των πάλαι ποτέ μεσοστρωμάτων να επανενταχθούν με αξιοπρέπεια στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, στο δικαίωμα στην εργασία, στην κατανάλωση, στις διακοπές, στις μικρές έστω απολαύσεις του δυτικού ανθρώπου. Είναι στρατηγικά αδιεξοδικό και επικίνδυνο το ενδεχόμενο ένας χίπστερ να βρεθεί αύριο στη θέση να ακούει ότι για την εξαφάνιση των χαρτιών τουαλέτας, φταίνε οι ξένοι καπιταλιστές και οι εγχώριοι πράκτορές τους.
Το παράδειγμα της Ναόμι Κλάιν είναι χαρακτηριστικό και σαφές αυτών των προβληματικών μεγεθών. Μπορεί η συγκεκριμένη ακτιβίστρια-δημοσιογράφος να είναι ιδιαίτερα ευπώλητη και στη χώρα μας, ωστόσο, το διανοητικό της πλαίσιο, η οικονομική της προσέγγιση, από τη στιγμή που δεν μεταφράζουν μόνο την απολύτως δικαιολογημένη κοινωνική παγκόσμια οργή για την τεράστια μεταφορά πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο, όπως προέκυψε αυτήν την τελευταία 20ετία (σχεδόν παντού, μάλλον με πολύ μικρότερη ένταση στην Ελλάδα), αλλά ερμηνεύουν τον κόσμο συνολικά και την οικονομία ειδικότερα, οδηγούν νομοτελειακά σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η προσέγγιση της Κλάιν είναι εξόχως συνωμοσιολογική. Γι’ αυτήν, υπάρχει ένα σύστημα που φτιάχνει τεχνητές κρίσεις για να διαλύσει τους λαούς και να υφαρπάξει τον κοινωνικό πλούτο. Η Κλάιν και οι ομόδοξοί της, αδιαφορούν για την οικονομία, τη συνθετότητά της, την πολυπλοκότητα του καπιταλισμού χτες, σήμερα και αύριο. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα με τον κ. Τσίπρα και τη σύνταξή του με τη θεωρία του δόγματος του σοκ, της Κλάιν. Ίσως όχι το πρόβλημα με τον κ. Τσίπρα, αλλά το πρόβλημα του κ. Τσίπρα: Η υιοθέτηση συνωμοσιολογικών ερμηνειών της κρίσης. Η αποδοχή στερεοτύπων, αντιλήψεων και ψευδοαναλύσεων, που οδήγησαν τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο να μην αποδεχτεί την πραγματικότητα της κρίσης, την οικονομική της διάσταση και που τον περιχαράκωσαν σε μια υπερπολιτικοποιημένη πρόσληψή της.
Αυτό είναι που εμποδίζει αυτόν τον χώρο να προτείνει κάτι για την χώρα μετά την κρίση, πέρα από την κατάδειξη εχθρών που πρέπει να τιμωρηθούν και αυτό είναι που τον φέρνει στην φρικιαστική συνάφεια με την ακροδεξιά του Πάνου Καμμένου και εν τέλει, με οποιονδήποτε μετέχει αυτής της πρωτεϊκής νοητικής δομής, που θέλει την κρίση να μας έχει επιβληθεί, να είναι ένας απολύτως εξωτερικός παράγοντας, να μην προκύπτει ούτε κατ’ ελάχιστον από ενδογενείς παράγοντες.
Αυτή η συνωμοσιολογία, η ιδέα ότι τα δεινά μας προκύπτουν από ένα διεθνές σχέδιο, από μια εμπρόθετη συμπεριφορά, είναι που δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην αναζήτηση των εκτελεστών του σχεδίου στο εσωτερικό της χώρας, στους προδότες. Αυτή είναι που οδηγεί στην υπερπολιτικοποίηση των πραγματικών πολιτικών προβλημάτων και που κάνει την ριζοσπαστική αριστερά να μην μπορεί να θεσμοποιηθεί και να προσφέρει την δική της, από τα κάτω, διαδρομή για την ανάπτυξη και την ευημερία των στρωμάτων που εκπροσωπεί. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται και η ευθύνη του κ. Τσίπρα, η ευθύνη μιας διαταραγμένης σχέσης, μιας ασυμμετρίας ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα που προσβλέπουν σε αυτόν από τη μια – και τον ψευδεπίγραφο ριζοσπαστισμό των εργαλείων με τα οποία προσεγγίζει το οικονομικό και συνεπώς και πολιτικό πρόβλημα της χώρας, από την άλλη. Η επιμονή του κ. Τσίπρα να μην εγκαταλείπει την «εξωτερική» αυτή κατανόηση της κρίσης -λες και αυτό σημαίνει αυτομάτως τη σύνταξη με την εξίσου επικίνδυνη άποψη ότι «πρέπει να πληρώσουμε τις αμαρτίες μας»- να την βλέπει ακόμα και σήμερα ως ξένη προς εμάς, ως παρείσακτη στο έθνος μας, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη για να διατηρήσει το κομμουνιστικό του πρόταγμα ζωντανό και ταυτόχρονα καμουφλαρισμένο (στην πραγματικότητα, όλες οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ κατατείνουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εν τέλει, στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και στην άρνηση κάθε ξένης επένδυσης). Επίσης, μπορεί να ήταν κατάλληλες για την πολιτική κινητοποίηση, αλλά δεν προσφέρουν βιώσιμες αριστερές ιδέες για την υπέρβαση του οικονομικού μαρασμού, την επικράτηση της ανασφάλειας ως τρόπου ζωής, την αποστέρηση των δικαιωμάτων των ατόμων να αυτοβιογραφούνται δημιουργικά και να αναλαμβάνουν τη ζωή τους μέσα σε έναν τρομερά απαιτητικό παγκόσμιο κόσμο.
Μπορεί ο Ζίζεκ να είναι ποπ και να διαλέγεται με τα κεντρικά μοτίβα της παγκόσμιας κουλτούρας, και εξ αυτού να δίνει την εντύπωση στους θαυμαστές του ότι μπορεί να υπάρξει επανάσταση που να μην είναι ολοκληρωτική, αλλά καταναλωτικά επαρκής και ηδονιστική (παρότι ρητά και πολλαπλώς επιμένει ο ίδιος στην τραχύτητα του επαναστατικού γεγονότος), μπορεί η Κλάιν να είναι όμορφη και καλοντυμένη και όχι έξαλλη και εξαθλιωμένη πασιονάρια, η εργαλειοθήκη όμως που συγκροτούν δεν είναι κατάλληλη για μία, μαρξιστική έστω, αριστερή διαχείριση των αγωνιών και των προταγμάτων που έχουν προκύψει σε αυτή τη φάση της κρίσης. Στο σημείο δηλαδή που η απομείωση των εισοδημάτων, η κατηφορική πορεία της παραγωγής, μοιάζουν να τείνουν να σταματήσουν (χρησιμοποιώ επίτηδες πολύ προσεκτικές εκφράσεις, γιατί κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς προϊόν ισχνών ενδείξεων και ιδιαίτερα επισφαλής διαπίστωση) και το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ να έχει μειωθεί αισθητά, υποχρεώνουν τους πάντες να ξεβολευτούν από την λογική του συναγερμού: Την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της παραμονής της χώρας στο ευρώ από την διλημματική και απλοποιητική οργάνωση της πολιτικής καθημερινότητας και την αντιπολίτευση από την συνωμοσιολογική της άρνηση και την αντιστασιακή ιδεοληψία. Στο σημείο όπου υπάρχουν πλέον ξανά, όσο περίεργο και αν φαίνεται αυτό και όσο και αν σαρώνει τους αστεϊσμούς μας, περιθώρια για πολιτική δράση, πολιτικές παρεμβάσεις και στρατηγικές επιλογές. Τώρα, υπό τους δυσμενείς όρους που γνωρίζουμε, σε μια ήπειρο ανασφάλειας, η πολιτική έχει κάτι να πει. Όχι η μέγα-πολιτική. Όχι η πολιτική του γενικού, όχι εκείνη που είναι εξίσου αφηρημένη με τις ιδεολογικές αφετηρίες της διανοητικής πρωτοπόρας ελίτ, όχι η πολιτική εκείνη που αντιμετωπίζει το δόγμα του σοκ που δεν υπάρχει. Εκείνη που κατεβαίνει στα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας και στην οδύνη των ανθρώπων και που μπορεί να οργανώσει ξανά ένα μέλλον, να μας βοηθήσει να εγγράψουμε τον εαυτό μας σε ένα μέλλον.
Σήμερα ξανά λοιπόν, απαλλαγμένοι από την παράνοια του συναγερμού που ηχούσε επί 3 χρόνια συνεχώς, ένθεν και ένθεν, υπάρχει πεδίο παρέμβασης για τον πλούτο που θα παραχθεί. Και για το αν θα παραχθεί. Για την διανομή του ή την νομή του, εφεξής. Για παράδειγμα, θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε πενιχρά τους καθηγητές πανεπιστημίου και να συντηρούμε τεράστιους οικονομικούς όγκους, που διοχετεύονται στην ατελέσφορη παρα-παιδεία της παρα-λυκειακής εθνικής απάτης; Και αν μεταφέρουμε πράγματι μέρος αυτής της αντι-αναπτυξιακής δαπάνης προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τι θα απογίνει ο τεράστιος κύκλος εργασιών της παραπαιδείας, που συντηρεί πλήθος εκπαιδευτικών οι οποίοι υπήρξαν θύματα της αλόγιστης πτυχιοποίησης της περασμένης εικοσαετίας; Και πάλι, κλείνοντας τον κύκλο του παραδείγματος αυτού, μπορούμε, στο όνομα της συντήρησης του κύκλου της παραπαιδείας, να συνεχίσουμε να συναινούμε στο εθνικό ψεύδος, εκείνο που γέμισε τη χώρα με άνεργους πτυχιούχους αλλά και τόσους μορφωμένους ανθρώπους, που πιστεύουν στη συνωμοσία που έπληξε το περήφανο έθνος, σαν τον κ. Τσίπρα, που ενώ ορθά γοητεύεται (πενυματικά) από τον Ζίζεκ, κακώς δεν τον διακόπτει να του πει ότι «μισεί κάθε γκούλαγκ και κάθε ολοκληρωτισμό» και εξίσου κακώς αναφέρεται στην Κλάιν και το ρηχό και ψευδεπίγραφα ερευνητικό της έργο. Ακόμα, ποιο θα είναι το επίπεδο της κοινωνικής μας διασφάλισης; Θα πάμε σε ένα αμερικάνικο μοντέλο χαμηλής φορολογίας και εισφορών και απόλυτης ατομικής ευθύνης για την φάση της εργασιακής μας απόταξης; Θα θεσπίσουμε ένα ελάχιστο εισόδημα για όλους; Θα δώσουμε έμφαση στην αγροτική παραγωγή με τις χαμηλές της αξίες, ή σε υπηρεσίες ειδικού τουρισμού που απευθύνονται σε εύπορους; Και τότε, θα προτιμούμε να είμαστε αξιοπρεπείς και ημίπτωχοι αγρότες, ή μια μεσαία τάξη που δουλεύει ως γκαρσόνι των άλλων; Μα και στο πολιτικό πεδίο, θα αφήσουμε ως ανεύρετο δημοκρατικό τόξο την ΧΑ να ροκανίζει κάθε μέρα τη στρατηγική μας επιλογή «ανήκομεν εις την…», ή θα ανασυντάξουμε την κοινοβουλευτική φιλελεύθερη δημοκρατία δυτικού τύπου, όλοι όσοι πιστεύουμε ότι είμαστε δυτικοί άνθρωποι; Θα συνεχίσουμε τον βλακώδη αντιτραπεζισμό, μαζί με τον Ηλία Παναγιώταρο από τη μία και τον Ντάιζελμπλουμ από την άλλη, ή θα ελέγξουμε τις τράπεζες και θα τις αποκόψουμε από την κομματική και πελατειακή έξη τους, απαιτώντας από αυτές να δανειοδοτούν επιχειρήσεις που παράγουν πλούτο και που σέβονται τα δικαιώματα των εργαζομένων τους; Θα αντικαταστήσουμε τις σχολές θεολογίας με σχολές του εμπορικού ναυτικού; Αυτά είναι τα ερωτήματα του σήμερα και η απάντησή τους προϋποθέτει, αν μη τι άλλο, ότι δεχόμαστε πως η κρίση δεν ήταν αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας, ότι το μνημόνιο είχε τεράστια κυκλικά αρνητικά αποτελέσματα μεν, αλλά ότι δεν γέννησε την κρίση. Ότι η γερμανική ασάφεια και τραχύτητα (να την ξανά) και αντιευρωπαϊκότητα, είναι μια πραγματική πραγματικότητα που δεν αντιμετωπίζεται με εξορκισμούς και το νέο ΕΑΜ του κυρίου Πάντζα, ή τους νέους Χίτες του Τράγκα και του Αλαφούζου.
Κλείνοντας, σκέφτομαι ότι ο κ. Τσίπρας, εν τέλει έκανε πολύ καλά που παραμόρφωσε την αναφορά του στην Κλάιν. Παρ-έπραξε ορθά όταν μας πήγε στην εικόνα της Κάμπελ, στο αποτύπωμα μιας κοσμοπολίτικης και ποπ ευμάρειας που χάσαμε και θα θέλαμε να ξαναβρούμε. Ίσως, παραποιώντας ένα όνομα, απέδρασε από τον ζόφο του αβαθούς και εμπαθούς ριζοσπαστισμού του, εκείνου που ασφυκτικά τον πιέζει μέσα στο ίδιο του το κόμμα; Σκέφτομαι ότι η Κάμπελ είναι η ασύνειδη επανασύνδεση με αυτό που είναι ο ίδιος, μα και οι περισσότεροι ψηφοφόροι του: Καταναλωτές σε απόγνωση, μάζες που επιθυμούν να επανενταχτούν σε έναν καλύτερο καπιταλισμό, μα πάντως όχι διατεθειμένοι να ζουν λατινοαμερικάνικες στερήσεις και μπολσεβίκιες περιπέτειες…
Τελικά, το λάπσους αυτό μπορεί να είναι παρήγορο, ίσως και ελπιδοφόρο. «Πλάκα δεν έχει Σλάβοϊ; Δεν βρίσκεις ότι ένα λάπσους επιτρέπει χίλιες ερμηνείες;» θα του έλεγε θριαμβικά, αφού θα είχε πλήρως απαξιώσει τον ροβεσπιερισμό του. Αρκέστηκε στο λάπσους. Θα αρκεστούμε και εμείς σε αυτό.
Υπάρχουν λοιπόν πολλοί τρόποι να δείξουμε ότι μπορούμε να αποδεχτούμε την πραγματικότητα, πέρα από το να σερφάρουμε στην άμμο της ερήμου του πραγματικού. Να αποδεχτούμε την πραγματικότητα, κυρίως όμως να την προλάβουμε.