Είναι προφανές ότι τα θέματα της εκπαίδευσης – ευρύτερα της παιδείας – είναι πολύ σημαντικά για την πορεία ενός Έθνους. Συνδέονται με την ηθική, πολιτισμική και βεβαίως την οικονομική προοπτική ενός λαού. Με αυτή την έννοια είναι κατανοητές και δικαιολογημένες οι αντιδράσεις στην «διόρθωση» του νόμου Διαμαντοπούλου. Τα άρθρα του Ορέστη Καλογήρου, του Νίκου Σταυρακάκη και του Γιάννη Μειμάρογλου που φιλοξένησε η «Μ» με καλύπτουν πλήρως. Αναδεικνύουν την ουσία του ζητήματος χωρίς να εκτρέπονται σε γενικεύσεις που εκδηλώνουν τάση εκ των προτέρων αμφισβήτησης του εγχειρήματος – πειράματος της τρικομματικής κυβέρνησης που αποτελεί το κυριότερο στοίχημα από την έκβαση του οποίου θα κριθούν πολύ σημαντικότερα πράγματα με πρώτη την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Γιατί φοβάμαι ότι με αφορμή τον νόμο για την παιδεία και τις περιπέτειες του πολλοί – άτομα και νεοπαγείς συλλογικότητες – νόμισαν ότι «βρήκαν παπά ,να θάψουνε πέντε έξη». Ένα κουβάρι από προσωπικές φιλοδοξίες, πικρίες και ανοιχτούς κομματικούς λογαριασμούς ξετυλίχθηκε με αφορμή την συζήτηση για το ψαλίδισμα της μεταρρύθμισης.
Στο ΠΑΣΟΚ βοηθούσης και της συνεχούς αντιφατικότητας της τακτικής του Ευάγγελου Βενιζέλου πολλές από τις αντιδράσεις στον νόμο αποτέλεσαν υποκεφάλαιο της μάχης για την κομματική εξουσία που φοβάμαι ότι θα καθορίζει τα πάντα μέχρις ότου ξεκαθαρίσουν με τον ένα η τον άλλο τρόπο τα πράγματα. Εξαιρώντας την Άννα Διαμαντοπούλου που είναι απολύτως φυσιολογικό και θεμιτό να υπερασπίζεται σε υψηλούς τόνους τον νόμο φοβάμαι ότι η αντίδραση της πλειονότητας των άλλων κορυφαίων αντικειμενικά εντάσσεται στην παραπάνω κατηγορία. Με αυτόν τον τρόπο δεν ακυρώνεται βέβαια αλλά αποδυναμώνεται αισθητά η επιχειρηματολογία τους.
Κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να εντάξει σε αυτήν την κατηγορία αντιδράσεων όσους από την οπτική της ανανεωτικής αριστεράς η του εκσυγχρονισμού αντιτάχθηκαν στο ψαλίδισμα του νόμου. Η πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας είναι η Βάσω Κιντή την ανιδιοτέλεια της οποίας ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει . Η επιχειρηματολογία της είναι συμπαγής και στέρεα, η αγανάκτηση της για την υποκριτική ανακάλυψη από ορισμένους μέσων όρων ειδικά σε αυτό το ζήτημα, αυθεντική. Το πρόβλημα που υπάρχει πηγάζει ακριβώς από την πληγή που άνοιξε στην ΔΗΜΑΡ αυτή η υπόθεση που δεν λέει να κλείσει αλλά και από την εμμονή αυτών των συντρόφων να κρίνουν την ΔΗΜΑΡ σχεδόν αποκλειστικά από την στάση της απέναντι στον νόμο Διαμαντοπούλου. Έτσι και η πληγή αντί να κλείνει κακοφορμίζει και οι ίδιοι γενικεύοντας εγκλωβίζονται σε μια άκαμπτη, απόλυτα αρνητική στάση απέναντι στην ΔΗΜΑΡ. Αμφισβητούν δηλαδή τον μεταρρυθμισμό της την ώρα που η ΔΗΜΑΡ συμμετέχοντας στην κυβέρνηση έκανε το βήμα χωρίς το οποίο κάθε συζήτηση για μεταρρυθμίσεις στερείται νοήματος. Και αυτό την στιγμή ακριβώς που η ενότητα όλων των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων είναι απολύτως απαραίτητη γιατί η πίεση που δέχεται η ΔΗΜΑΡ από ποικίλες κατευθύνσεις για να υποχωρήσει από την βασική της επιλογή είναι τεράστια και θα αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο.
Μια απλή ανάγνωση του ρεπορτάζ των Κυριακάτικων εφημερίδων για την ΔΗΜΑΡ δείχνει ποιος θα είναι ο κύριος στόχος το επόμενο κρίσιμο διάστημα. Χωρίς την ΔΗΜΑΡ δεν υπάρχει η τρικομματική κυβέρνηση, με δεδομένη δε την κρίση προσανατολισμού και συνοχής του ΠΑΣΟΚ η διαπίστωση αυτή προσλαμβάνει δραματικό χαρακτήρα.
Οι ταλαντεύσεις ορισμένων βουλευτών της είναι εμφανείς και οι δημόσιες δηλώσεις τους δείχνουν ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως την σημασία , τις υποχρεώσεις και τους αναγκαίους συμβιβασμούς που πηγάζουν από την ιστορικής σημασίας απόφαση να συμμετάσχει η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση Εθνικής Ευθύνης. Πρέπει και αυτοί και άλλοι να συνειδητοποιήσουν ότι ένας και μόνο συμβιβασμός είναι εκτός συζήτησης, ο συμβιβασμός με την ιδέα της χρεοκοπίας της χώρας και της εξόδου από το ευρώ. Όλα τα άλλα υποτάσσονται στην αποτροπή αυτής της καταστροφικής για τον τόπο και τους εργαζόμενους προοπτικής. Και προφανώς υποτάσσονται προσωπικές πολιτικές .
Η ΔΗΜΑΡ θα περάσει δύσκολες ώρες, μέρες και μήνες. Αν αντέξει και μαζί της η κυβέρνηση, θα αντέξει και η χώρα. Αν δεν αντέξει τίποτε δεν θα μείνει όρθιο και η συζήτηση για την Παιδεία θα είναι μια ανάμνηση μέσα στις άλλες. Επειδή η πίεση που θα ασκηθεί στην ΔΗΜΑΡ θα είναι από τα «αριστερά» (το λέω σχηματικά για να συνεννοηθούμε, επί της ουσίας η πίεση είναι από τα δεξιά και από τα ασυνάρτητα) είναι αναγκαίο να συγκροτηθεί το αρραγές μέτωπο των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων εντός και εκτός ΔΗΜΑΡ, που θα αντιμετωπίσει την ολομέτωπη και πολυμέτωπη επίθεση των ποικιλόχρωμων αναχρονιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων που παίζουν με τις τύχες της χώρας. Στην πορεία αυτή ανακατατάξεις θα υπάρξουν και νέες συμμαχίες θα προκύψουν που είμαι βέβαιος ότι θα κλείσουν το χάσμα που άνοιξε η διαμάχη για τον νόμο για την παιδεία. Για αυτό ας χαμηλώσουν οι τόνοι και ας αναζητήσουμε τον κοινό τόπο. Υπάρχει, είναι μπροστά στα μάτια μας. Να θυμίσω μόνο σε αυτούς τους φίλους και συντρόφους ότι παίρνοντας αφορμή από την στάση της ΔΗΜΑΡ στον νόμο για την παιδεία ήσαν περίπου βέβαιοι ότι δεν θα δώσει λύση στο κυβερνητικό πρόβλημα της χώρας, ότι τελικά «ο Κουβέλης θα κάνει πίσω και θα μείνει στην αντιπολίτευση». Διαψεύστηκαν και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουν και να τους προβληματίσει θετικά.
Εγγυήσεις για το μέλλον δεν υπάρχουν, η ζωή όμως έδειξε ότι η άκαμπτη στάση και οι απολυτότητες δεν βοήθησαν. Αντιθέτως, η συμμετοχή, ο συνδυασμός επιμονής στον στόχο και ευλυγισίας στην τακτική μαζί με τους αναγκαίους προωθητικούς συμβιβασμούς, σε ένα τουλάχιστον θέμα έφεραν αποτέλεσμα. Και το θέμα αυτό ήταν μέχρι στιγμής το κρισιμότερο.