Η χώρα που θα παραλάβει ο νέος πρόεδρος θα είναι μια εντελώς διαφορετική Κύπρος από εκείνη στην οποία είχε αρχίσει τη θητεία του ο προκάτοχός του: από τη μονοθεματική ενασχόληση με το εθνικό ζήτημα έχει ήδη περάσει στην πολυεστιακή αντιμετώπιση της οικονομικής δυσπραγίας και της οικονομικής επιτήρησης, χωρίς να έχει λυθεί το εθνικό ζήτημα. Και από τη σχετική βεβαιότητα της ευρωπαϊκής πορείας εν ευημερία βρίσκεται αντιμέτωπη με ανησυχίες και ερωτήματα του τύπου «πώς βρεθήκαμε εδώ;» και «πού πάμε τώρα;». Ο κλονισμός της Κύπρου έχει και δομικές και συγκυριακές αιτίες που φωτίζουν με άλλο φως όχι μόνο τα δεδομένα στο νησί αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά η Ευρώπη.
Δύο γεγονότα μοιάζει να σηματοδοτούν την αρχή της νέας κυπριακής κατάστασης: η έκρηξη στο Μαρί και η μεγάλη έκθεση στην ελληνική οικονομία, και ιδίως στις ελληνικές τράπεζες. Το πρώτο συγκλόνισε λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη, των θυμάτων και των οικονομικών επιπτώσεων, κυρίως όμως αποτέλεσε ένα μεγάλο ηθικό πλήγμα: η αίσθηση ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, καθώς και το ότι έβγαλε στην επιφάνεια, από τη στιγμή που δεν αποφεύχθηκε, γνωστές και μισοκρυμμένες δυσλειτουργίες, υπήρξε καταλυτική για τη σχέση εμπιστοσύνης του κοινωνικού σώματος με την πολιτική τάξη και ιδίως με την εκλεγμένη κυβέρνηση. Το δεύτερο γεγονός, η επιρροή της ελληνικής κρίσης, δεν ήταν κάτι το ξαφνικό, όμως φανέρωσε και αυτό τις διαστάσεις του τη στιγμή ακριβώς που άνοιγαν στα μάτια του νησιού και ολόκληρης της Ευρώπης οι πληγές από το Μαρί: όπως ένας εξασθενημένος οργανισμός χάνει κάποια στιγμή τον αγώνα από ένα μικρόβιο που προϋπήρχε, έτσι και η πτώση του τραπεζικού συστήματος επιταχύνθηκε από τη στιγμή που η προσοχή στράφηκε, λόγω της κερκόπορτας που η ίδια άνοιξε, στην κυπριακή οικονομία.
Πίσω από το μεγάλο συγκριτικά μέγεθος και τις ιδιότυπες καμιά φορά πρακτικές τού τραπεζικού συστήματος φανερώθηκαν και τα πιο βαθιά προβλήματα μιας οικονομίας που είχαμε, ιδίως στην Ελλάδα, συνηθίσει να θεωρούμε σχεδόν πρότυπη. Και πίσω από τις αστοχίες οι οποίες οδήγησαν αλλά και που ακολούθησαν την τραγωδία στο Μαρί αποκαλύφθηκαν αγκυλώσεις και ιδεοληψίες ενός πολιτικού συστήματος σε μεγάλο βαθμό ξεκομμένου από τις ανάγκες της εποχής και τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ομως, από την άλλη, και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση αντέδρασε σαν να ήθελε να κάνει την Κύπρο να «πληρώσει» για «αμαρτίες» της που αποτέλεσαν ωστόσο εθνικές και δημοκρατικά άμεμπτες επιλογές: το «όχι» στο δημοψήφισμα επί του σχεδίου Ανάν, την εκλογή μιας μετακομμουνιστικής κυβέρνησης, τη στενή οικονομική σχέση με τη Ρωσία, ιδίως μετά την ανακάλυψη των ενεργειακών κοιτασμάτων στο νησί. Ιδιαίτερα προβληματική είναι η στάση της Ενωσης, δηλαδή η όλο και φανερότερη ενόχλησή της σε αυτό που αισθάνθηκε ως «αντίσταση» κατά τις διαπραγματεύσεις ενόψει της εκπόνησης Μνημονίου για την παροχή οικονομικής βοήθειας. Η κυπριακή κυβέρνηση δεν έδωσε εν λευκώ επιταγή, προσπάθησε να διαπραγματευτεί και να επιβάλει κάποια ακραία όρια. Και αυτό φάνηκε σαν «μη συνεργασία» ενώ, όπως δείχνουν η ελληνική – προς αποφυγήν – περίπτωση και η αντίστοιχη – προς μίμηση – ιρλανδική, καλύτερα διαπραγμάτευση, ακόμα και κάποια καθυστέρηση, αρκεί να μην είναι μοιραία για την οικονομία, παρά η άμεση κατάποση ενός έτοιμου «σχεδίου».
Ασφαλώς δεν φταίνε οι Ευρωπαίοι για τα δεινά της Κύπρου. Ομως τα δεινά αυτά αποκαλύφθηκαν τόσο ξαφνικά και με τέτοια εξωτερικά αίτια που δεν μπορεί να είναι ανίατα, η δε επιτυχής ευρωπαϊκή προεδρία της Κύπρου δεν δείχνει ένα κράτος υπό πλήρη κατάρρευση. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει τον ρόλο να βοηθά, όχι να τιμωρεί, και μάλιστα αναδρομικά, τα μέλη της. Οπως θα έλεγε ο Σεφέρης που αγαπούσε το νησί της Αφροδίτης, η Κύπρος πληρώνει «το τίμημα της μοναξιάς της». Ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη μοναξιά, χωρίς να απεμπολήσει την ιδιαιτερότητα.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς