Στις τελευταίες εκλογές, η ΔΗΜΑΡ είχε ως βασικό προγραμματικό κορμό τους δύο γνωστούς στόχους, τους οποίους έθετε ως προϋπόθεση και για τη συμμετοχή της σε κυβέρνηση συνεργασίας: α)τη διασφάλιση της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη και το ευρώ και, β)τον σταδιακό απεγκλωβισμό («απαγκίστρωση») από τους επαχθείς όρους του μνημονίου.
Ποτέ βέβαια δεν ιεραρχήθηκαν από άποψη προτεραιότητας οι δύο παραπάνω προγραμματικοί άξονες, αλλά παρουσιάσθηκαν σωρευτικά ως ισοδύναμοι, ως ταυτόχρονα επιδιώξιμοι και μη αντικρουόμενοι μεταξύ τους. Είναι δε παράδοξο που η ισάξια και ισότιμη προβολή και των δύο κατά την μακρά προεκλογική περίοδο, δεν ανέδειξε ιδιαίτερα την κρυπτόμενη και εν δυνάμει μεταξύ τους αντινομία, ούτε σε επίπεδο αντίλογου από τα άλλα κόμματα, αλλά ούτε (κυρίως) σε επίπεδο εσωκομματικού διαλόγου και προβληματισμού.
Η μετεκλογική πραγματικότητα των τριών τελευταίων μηνών, έφερε στην επιφάνεια, δυστυχώς, τον διλημματικό, τον διαζευκτικό χαρακτήρα των δύο στόχων και, συνακόλουθα, την ανάγκη ιεράρχησής τους για τη χάραξη των νέων αναγκαστικών προτεραιοτήτων. Ήδη, εκ των πραγμάτων, η νέα κυβέρνηση, στο ερώτημα (ή μάλλον δίλημμα), παραμονή στην ευρωζώνη ή επαναδιαπραγμάτευση των επαχθών προβλέψεων των δανειακών συμβάσεων, έχει επιλέξει το πρώτο, με την «απαγκίστρωση» (όπως τουλάχιστον την προσδιόριζε προεκλογικά η ΔΗΜΑΡ) να φαίνεται πια μη εφικτός στόχος.
Είμαστε πλέον στη φάση που η χώρα είχε να επιλέξει ανάμεσα στη διασφάλιση της θέσης της στην ευρωζώνη, ή στην επαναδιαπραγμάτευση όλων των δυσβάσταχτων όρων των μνημονίων. Στην αναγκαστική ιεράρχηση των δύο βασικών προτεραιοτήτων, η νέα κυβέρνηση και η ΔΗΜΑΡ, επέλεξαν βέβαια τη διασφάλιση της συνέχισης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Εύλογη και σώφρων επιλογή, από τη στιγμή που η επίτευξη ταυτόχρονα και των δύο στόχων δεν ήταν εφικτή. Δυστυχώς, η χώρα δεν μπορεί να καθορίσει μόνη της τις επιλογές της, εκτός βέβαια και αν επιλέξει την αυτοκαταστροφή, για την οποία πάντα υπάρχει η δυνατότητα. Σωστά, παρά ταύτα, παρουσιάσθηκαν προεκλογικά και οι δύο προτεραιότητες ως ισότιμες και υλοποιήσιμες. Η προγραμματική επιδίωξη πάντα είναι το μέγιστο εφικτό, με την έννοια όχι απαραίτητα του ρεαλιστικού, αλλά του εν δυνάμει, του επιθυμητού στόχου.
Από τη στιγμή όμως που μετεκλογικά, το ευρωπαϊκό (αλλά και διεθνές) τοπίο μας ανάγκασε να ιεραρχήσουμε τις στοχεύσεις μας και να επιλέξουμε, η πολιτική που ακολουθήθηκε τελικά ήταν η αυτονόητη, αλλά και η πιο συνεπής στην προγραμματική εξαγγελία. Και εξηγούμαι: Η επιμονή στη δεύτερη επιλογή, με δεδομένο τον διλημματικό χαρακτήρα των δύο στόχων, θα ήταν στην ουσία μεγαλύτερη παρέκκλιση από την προεκλογική εξαγγελία της ΔΗΜΑΡ (αλλά και των άλλων κομμάτων της κυβέρνησης), αφού θα οδηγούσε τελικά στην καταγγελία των μνημονίων (και των δανειακών συμβάσεων) και στη συνέχεια, στην έξοδο από την ευρωζώνη και το ευρώ. Θα ήταν, δηλαδή, εκ των πραγμάτων, προσχώρηση στην πολιτική και στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αντιευρωπαϊκων δυνάμεων, αφού η χώρα θα οδηγείτο εκτός Ευρώπης, σε απομόνωση και, αναπόφευκτα, σε επιστροφή σε εθνικό νόμισμα και χρεωκοπία. Επιλέχθηκε, συνεπώς, όχι μόνο η καλύτερη δυνατή λύση, αλλά και η πλέον συμβατή με τις προεκλογικές δεσμεύσεις της ΔΗΜΑΡ.