Το κρίσιμο δίλημμα

Ελίζα Παπαδάκη 20 Ιουν 2013

Πριν από δέκα μέρες ακόμα διαπιστώναμε κάποια δειλά σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας, μια βελτίωση του ευρωπαϊκού και του διεθνούς κλίματος απέναντι στη χώρα μας. Εφόσον οι εθνικές πολιτικές προσπάθειες θα συγκεντρώνονταν στην εμπέδωση και διεύρυνση αυτών των πρώτων ευνοϊκών εξελίξεων, μπορούσαμε να ελπίζουμε σε μιαν αργή, δύσκολη έξοδο από την κρίση που δοκιμάζει την ελληνική κοινωνία τέσσερα χρόνια τώρα. Αλλά ήρθε η μονομερής απόφαση του Πρωθυπουργού για την άμεση κατάργηση της ΕΡΤ – χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, αφού, κατά τεκμήριο, είχε αντίθετη την πλειοψηφία της Βουλής – να μας επαναφέρει εκεί όπου ήμασταν πριν από ένα χρόνο: στην πλήρη αβεβαιότητα για την επιβίωση εντός της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, άρα και για την αποτροπή οικονομικών, κοινωνικών, εντέλει και πολιτικών συνεπειών πάρα πολύ βαρύτερων από όσες υποστήκαμε έως τώρα.

Στην ΕΡΤ θα δούμε να συμπυκνώνεται όλο το ελληνικό πρόβλημα: Είναι μια δημόσια επιχείρηση η οποία παρέχει ανεκτίμητα δημόσια αγαθά – σοβαρή ενημέρωση και πεδίο δημοκρατικού διαλόγου, έρευνα και πολιτισμό μοναδικά στην εγχώρια ραδιοτηλεοπτική αγορά, εκπομπή προγράμματος μέχρι τα πιο απομακρυσμένα σημεία της επικράτειας και στα πέρατα της Γης, συνδέοντας κάθε κάτοικο με την υπόλοιπη χώρα και τον κόσμο, ομογενείς και ναυτικούς με την πατρίδα. Στους 2.658 εργαζομένους της, που αποφάσισε εν μια νυκτί να απολύσει ο Πρωθυπουργός, συγκαταλέγονται άριστοι δημοσιογράφοι, παραγωγοί, σκηνοθέτες, μουσικοί και άλλοι καλλιτέχνες, επίσης εξαιρετικοί τεχνικοί. Η μετατροπή όλων συλλήβδην σε ανέργους ακυρώνει εμπειρία και τεχνογνωσία που δεν ξανακερδίζονται από τη μία μέρα στην άλλη, καταστρέφει υφιστάμενο πολύτιμο παραγωγικό δυναμικό.

Πολύ περισσότερα και καλύτερα θα μπορούσε ωστόσο αναμφίβολα να προσφέρει η ΕΡΤ, αν δεν έπασχε από χρόνια κακοδιοίκηση, λέγεται και διαφθορά, καθώς και από κακές συνδικαλιστικές πρακτικές. Αν όμως για τις συνδικαλιστικές πρακτικές ευθύνονται οι εργαζόμενοι, για το πρώτο και κύριο, τη διοίκηση, υπόλογες είναι οι διαδοχικές κυβερνήσεις. Αυτές διόριζαν τους εκάστοτε επικεφαλής μαζί με διαφόρους άλλους (συμβούλους, διευθυντικά στελέχη κ.ο.κ.), ώστε να παρεμβαίνουν στη λειτουργία της, με κομματικά κριτήρια πάντα. Γι’ αυτό και επίμονα ζητείται από πολλές πλευρές, ανάμεσά τους και από σημαντική μερίδα εργαζομένων, ριζική μεταρρύθμιση της ΕΡΤ. Από τις αρχές του 2012, επί Παπαδήμου, είχε κατατεθεί η πρόταση που κατάρτισε η επιτροπή Αλιβιζάτου ύστερα από διαβουλεύσεις με όλους τους ενδιαφερομένους (παραγγελία του επί ΠΑΣΟΚ αρμόδιου υπουργού Ηλία Μόσιαλου), με την οποία διασφαλίζεται αξιοκρατική ανάδειξη διοίκησης στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, ανεξάρτητης από έξωθεν επεμβάσεις. Επειγόμενος να γίνουν εκλογές, ο κ. Σαμαράς δεν θέλησε τότε να ψηφιστεί τέτοιος νόμος. Ούτε κατόπιν, στους δώδεκα μήνες της κυβέρνησής του άλλαξε κάτι – μέχρι τις 11 Ιουνίου, όταν αιφνίδια εκδόθηκε η περιβόητη, λειψή σε υπογραφές, Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Οπότε το εξάμηνο που προβλέπει ο Νίκος Αλιβιζάτος προκειμένου να ολοκληρωθούν σωστά οι διαδικασίες που εισηγείται, φαντάζει τώρα υπέρμετρα μακρύ…

Ιδού λοιπόν πώς συμπυκνώνεται στην ΕΡΤ το ελληνικό πρόβλημα: Δημόσια αγαθά παρέχουν νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια και ΤΕΙ, ερευνητικά κέντρα, φορείς κοινωνικής πολιτικής και πολιτισμού, συγκοινωνίες, μεταφορές, πλήθος δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες, που, ενώ διαθέτουν ικανούς και αφοσιωμένους εργαζόμενους, συχνά πάσχουν από κακή διοίκηση, σπάταλη διαχείριση, διαφθορά, και πάντοτε από κομματισμό. Ριζικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται επιτακτικά σε όλο το δημόσιο τομέα, στις σχέσεις του με ιδιώτες προμηθευτές, αν θέλουμε στον τόπο μας να προσφέρονται δημόσια αγαθά. Στις συνθήκες της χρεοκοπίας η ανάγκη να ισοσκελιστούν έσοδα και δαπάνες ήταν αδήρητη, επέβαλε δυστυχώς και την απομάκρυνση κάποιων χιλιάδων που κακώς είχαν διοριστεί. Δανειακές συμβάσεις και Μνημόνια μόνο χρόνο μας έδωσαν, και αυτός εξαντλείται. Αλλά μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται με φιρμάνια. Απαιτούν εντατική συλλογική προσπάθεια με ιεράρχηση αναγκών, αξιολόγηση φορέων και προσώπων. Μοναδική ελπίδα θα ήταν να αναληφθεί δεσμευτικά, έστω τώρα. Με παντελή την απουσία της, είναι τουλάχιστον δειλό οι ευθύνες να επιρρίπτονται σε έναν υπουργό, τον Αντώνη Μανιτάκη.

Όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές, η έκβαση της χθεσινής σύσκεψης των κυρίων Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη δεν ήταν γνωστή. Όπως όμως παρατηρούσε στις 13 Ιουνίου ο Σταύρος Τσακυράκης: «Μερικοί πιστεύουν ότι η πτώση της κυβέρνησης θα είναι το τέλος της χώρας. Αλλά το τέλος μπορεί να έρθει και με την κακή διακυβέρνηση, με την αναξιοκρατία, με σπασμωδικές κινήσεις, με αλαζονεία.»