Το κόστος της δημοκρατίας

Αγγελική Σπανού 25 Μαρ 2014

Πριν από τη χρεοκοπία, οι κρατικές δαπάνες για τη συντήρηση του κομματικού συστήματος ήταν από τις μεγαλύτερες στην ΕΕ. Όχι μόνο δίνονταν τεράστια ποσά εύκολα, αλλά δεν υπήρχε και ουσιαστικός έλεγχος, όλα κινούνταν μέσα σε μια γκρίζα περιοχή.

Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ήρθαν στο φως τα σκάνδαλα με τα δάνεια των τότε μεγάλων κομμάτων, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, κοντά στα 300 εκ. ευρώ, που δεν μπορούν να τα εξυπηρετήσουν, έγινε γνωστό το εντυπωσιακό μέγεθος της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων, όλα τα βουλευτικά προνόμια και οι πολυτελείς παροχές στα κατεξοχήν “δικά τους παιδιά”, τους υπαλλήλους της Βουλής.

Λόγω της χρεοκοπίας, το πολιτικό κόστος διατήρησης του ισχύοντος status quo ήταν υπέρογκο και έτσι ξεκίνησε μια προσπάθεια περιορισμού των εξόδων του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας, προκειμένου να πειστεί η κοινή γνώμη ότι το πολιτικό σύστημα αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν. Φυσικά δεν το εννοούσαν και αυτό προκύπτει όχι μόνο από το αποτέλεσμα αλλά επίσης από τις γερές δόσεις λαϊκισμού που ενίσχυαν την υπερεπικοινωνία γύρω από κάθε σχετική απόφαση. Έκαναν μεγάλη φασαρία για πολύ μικρά βήματα εξορθολογισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης. Έτσι, μέσα σε μία τριετία η ετήσια κρατική επιχορήγηση για τα κόμματα έπεσε από τα 55 εκ. ευρώ στα 20 εκ. ευρώ, ενώ και οι βουλευτές υπέστησαν κάποιες μειώσεις αποδοχών, που παραμένουν, όμως, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους -προκλητικά- αφορολόγητες.

Αν δεν υπήρχε η κρίση και τα νέα πολιτικά δεδομένα που δημιούργησε, προφανώς δεν θα είχε γίνει καμία προσπάθεια συμμαζέματος και δεν θα είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά, που δεν αρκούν και είναι δειλά, προσχηματικά και αποσπασματικά. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε ειλικρινής πολιτική βούληση αποδεικνύεται με τις κατά καιρούς αποκαλύψεις για σκανδαλώδεις σπατάλες που συνεχίζονται απρόσκοπτα.

Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα μάθαμε ότι μπορεί πλέον το εφάπαξ των υπαλλήλων της Βουλής να υπολογίζεται με βάση τους 1,8 μισθούς ανά έτος υπηρεσίας, από 2,5 που ίσχυε μέχρι τώρα, ωστόσο δεδομένου ότι ο χαμηλότερος μισθός τους ανέρχεται στα 1300 ευρώ, το μικρότερο εφάπαξ που πρόκειται να τους καταβληθεί ξεκινά από τα 81.900 ευρώ, τη στιγμή που για το υπόλοιπο Δημόσιο ισχύει πλαφόν 40.000 ευρώ. Για τους υψηλόμισθους της Βουλής το εφάπαξ ξεπερνά ακόμα και τις 100.000€, γιατί προφανώς μερικοί είναι πιο ίσοι.

Με το ίδιο σκεπτικό, θα αξιολογηθούν διαφορετικά οι δημόσιοι υπάλληλοι που είναι αποσπασμένοι σε βουλευτικά γραφεία και γραφεία κομμάτων, σύμφωνα με τροπολογία που ψηφίστηκε από την Oλομέλεια της Βουλής. Οπως προβλέπεται, θα αξιολογηθούν από «τα πρόσωπα και τους φορείς στους οποίους έχουν διατεθεί ή από εκπροσώπους τους» -δηλαδή δεν θα αξιολογηθούν.

Είχαν προηγηθεί άλλες ενδιαφέρουσες δημοσιοποιήσεις, όπως για τον αριθμό των μετακλητών που αυξήθηκε κατά 165 άτομα μετά τον τελευταίο ανασχηματισμό ή για όσα πληρώνουμε ως φορολογούμενοι για τους δωρεάν καφέδες και τα νερά των βουλευτών που συμμετέχουν σε επιτροπές, ακόμη και για τα κουλουράκια τους, έξοδα που όταν τα έμαθε ο πρόεδρος της Βουλής, σύμφωνα με τις διαρροές, έγινε έξαλλος, γιατί φυσικά δεν γνώριζε, δεν είδε και δεν άκουσε.

Στο μεταξύ τακτοποιήθηκαν δυο πρώην βουλευτές, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στον ΟΠΑΔ και στον ΟΚΑΝΑ, προκειμένου να μην ξεχάσουμε το βάθος της συναδελφικής αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει την ισχυρότερη -και φανατικά κρατικοδίαιτη- συντεχνία της χώρας.

Μετά από όλα αυτά, η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στη μείωση έως και 50% της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων και στην αυστηροποίηση του ελέγχου των οικονομικών τους, αφού έχουν καταλάβει ακόμη και οι ανυποψίαστοι ότι βασικά δεν δίνουν λογαριασμό. Ομως, με την απόφαση αυτή διαφωνεί ο ΣΥΡΙΖΑ που καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι διολισθαίνει σε διαπλεκόμενες ατραπούς, αφού η αξιωματική αντιπολίτευση προφανώς θεωρεί ότι ένα κόμμα είτε θα τα παίρνει από το κράτος είτε από εξωθεσμικά κέντρα που θέλουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Το χειρότερο είναι ότι στην περίπτωση της χώρας μας μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει δίκιο, αλλά ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να αναζητείται η απάντηση στα θαλασσοδάνεια ή στο κρατικό χρήμα.

Ολα αυτά τα παραδείγματα αποδεικνύουν ότι το πολιτικό σύστημα όχι απλώς δεν έχει αποφασίσει να αλλάξει το δικό του τρόπο σκέψης και λειτουργίας, μήπως και αλλάξουν κάποια πράγματα στο συλλογικό επίπεδο, αλλά δίνει μάχη επιβίωσης, αναπαραγωγής και διατήρησης του “κώδικα”. Ετσι, όσοι φοβούνται το σύνθημα “πολιτική χωρίς πολιτικούς”, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουν γιατί δεν τους τρομάζει η πραγματικότητα “πολιτική με πολιτικούς” – το ένα φέρνει το άλλο.