Το κόστος μιας ζωής

Θανάσης Χειμωνάς 20 Αυγ 2013

28 Απριλίου 1993. Ημιτελικός πρωταθλήματος μπάσκετ, Πανιώνιος-Παναθηναϊκός στη Νέα Σμύρνη. Οκτώ λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, ο διαιτητής Κουκουλεκίδης σφυρίζει αμφισβητούμενο πέμπτο φάουλ σε βάρος του αθλητή των γηπεδούχων Μπόμπαν Γιάνκοβιτς. Ο τελευταίος, σε έξαλλη κατάσταση, χτυπάει ως διαμαρτυρία το κεφάλι του στην ατσάλινη βάση της μπασκέτας, σωριάζεται στο έδαφος και τελικά μένει παράλυτος μέχρι το τέλος της ζωής του, πριν από λίγα χρόνια. Μια από τις πιο αποτρόπαιες στιγμές στην ιστορία του (ελληνικού) αθλητισμού. Και, για κάποιο λόγο, η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό όταν πληροφορήθηκα τον άδικο χαμό του 18άχρονου Θανάση Καναούτη.

Για το ίδιο συμβάν, δεν έχω να πω κάτι. Πρέπει να αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Διαδικτυακή μου φίλη, συγγενής αυτόπτη μάρτυρα, μου διηγήθηκε μια εκδοχή, ζητώντας μου ωστόσο να μην την γράψω. Το σέβομαι. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως, από αυτά που ακούω, ο Καναούτης ήταν ένα καλό και ήσυχο παιδί που δεν έψαχνε για τσαμπουκάδες. Δυστυχώς, ζούμε σε μια άγρια εποχή όπου όλοι είναι στην τσίτα και μια σπίθα αρκεί για να φτάσουμε στο χειρότερο. Όπως συνέβη το βράδυ της Τρίτης 13 (μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν το πρόσεξε) Αυγούστου. Έχω γράψει κι άλλες φορές πως κάθε δυσάρεστο γεγονός στη χώρα μας έχει δύο διαστάσεις. Με απλά ελληνικά, η πρώτη είναι «αυτό που έγινε», η δεύτερη «αυτό που ακολούθησε».

Για την πρώτη διάσταση, τα είπαμε, δεν υπάρχει να προσθέσεις κάτι. Ένα παιδί νεκρό τζάμπα και βερεσέ. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες που πρέπει να ξεκαθαρίσουν σύντομα. Κι από την άλλη, ένας ελεγκτής που (αν τελικά απορριφθεί το σενάριο πως έσπρωξε εσκεμμένα τον άτυχο νεαρό από το τρόλεϊ) είναι επίσης θύμα. Γιατί ακόμα και και αν έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο και ξεπέρασε τα όρια δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε.

Η δεύτερη διάσταση είναι αυτή που πρέπει να μας προβληματίσει όλους μας. Από τα πρώτα λεπτά που μαθεύτηκε το συμβάν ξεχύθηκε ένας πρωτοφανής χείμαρρος λάσπης και χυδαιότητας. Όπως συνέβη και με το θάνατο των δυο νέων με το μαγκάλι στη Λάρισα, ο χαμός του Καναούτη χρεώθηκε αυτομάτως στο απεχθές Μνημόνιο: Ο άτυχος νέος δεν είχε 1,20 ευρώ λόγω της νεοφιλελεύθερης και ναζί Μέρκελ και των εδώ γκαουλάιτερ. Γονατισμένος από την ανέχεια οδηγήθηκε, μέσω της βίαιης κρατικής καταστολής, σε έναν (προσχεδιασμένο;) θάνατο. Ακόμη και η –προ διμήνου- δήλωση του Κώστα Χατζηδάκη «Δεν μπορούμε να ανεχθούμε το φαινόμενο των τζαμπατζήδων» του χάρισε τον χαρακτηρισμό του ηθικού αυτουργού. Σύμφωνα με τους «επαναστάτες» συνομωσιολόγους, ο υπουργός είχε έτσι περάσει το μήνυμα: «Θάνατος σε όποιον δεν κόβει εισιτήριο».

Καμία έκπληξη. Όταν κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να αποδίδουν μέχρι και θανάτους από παθολογικά αίτια στο ΔΝΤ (επειδή ο καρκινοπαθής/ καρδιοπαθής είχε σχετικά πρόσφατα απολυθεί) δεν θα περίμενε κανείς να μείνει ανεκμετάλλευτος ο βίαιος θάνατος ενός νέου. Αναμενόμενη, επίσης, και η «καταδίκη» του ελεγκτή (για πολλούς και του οδηγού) από τους Δικαστές Ντρεντ του διαδικτύου και των ΜΜΕ: Ο ελεγκτής είναι ένοχος φόνου εκ προμελέτης. Σκότωσε των 18χρονο επειδή ήταν άνεργος, επειδή αντιστεκόταν στην «κατοχική» κυβέρνηση. Πολλοί έφτασαν στο σημείο να κράξουν τους επιβάτες του λεωφορείου επειδή δεν λίντσαραν επί τόπου το κάθαρμα αυτό. Όπως θα γινόταν π.χ. στην, αγαπημένη τους, Πλατεία Ταχρίρ.

Αυτό που πραγματικά τρομάζει, όμως, είναι το ότι, σε χρόνο dt, στοχοποιήθηκε ένας ολόκληρος κλάδος εργαζομένων. Οι ελεγκτές, που χαρακτηρίστηκαν «Κυνηγοί κεφαλών» από την Αυγή ενώ παραλληλίστηκαν με τα SS από αρθρογράφο του (μετριοπαθούς) Protagon, αποτελούν πλέον τον νέο «Εχθρό του Λαού»- λες και υπάρχει χώρα στον κόσμο που να μην γίνεται έλεγχος εισιτηρίων στα ΜΜΜ. Ωσάν νέοι Αρτέμηδες Μάτσες παραμονεύουν τους φτωχούς αντιμνημονιακούς και πρέπει να έχουν την τιμωρία που τους αξίζει από τον Λαό-Τιμωρό. Η συλλογική ευθύνη σε όλο της το μεγαλείο. Μετά τους μεταλλωρύχους στων Σκουριών, τους εργαζομένους της ΕΡΤ που ζήτησαν να επαναπροσληφθούν έρχονται τώρα οι ελεγκτές των ΜΜΜ να πάρουν την θέση τους στη μεγάλη «πυρά» που θα ανάψει ο «Λαός» για την οριστική σωτηρία του.

Ωστόσο, το νταβαντούρι δεν σταμάτησε στους ελεγκτές. Σειρά πήραν οι συγγραφείς! Ένα άστοχο (κυρίως σε ό,τι αφορά την διατύπωσή του όσο και το timing) tweet της καλής φίλης (συγγνώμη που έχουμε φίλους, εσείς που δεν έχετε, τι καταλαβαίνετε;) Λένας Διβάνη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για το μανιασμένο πλήθος. Τα «Ψόφα», τα «Βγάλε καρκίνο και AIDS, εσύ και τα παιδιά σου!» συνοδεία από έναν καταιγισμό από σεξουαλικά μπινελίκια γκρέμισαν τον «τοίχο» της συγγραφέως ενώ γρήγορα η επίθεση επεκτάθηκε τόσο στον Πέτρο Τατσόπουλο, επειδή ως αριστερός (!) δεν αποκήρυξε μετά βδελυγμίας τη φίλη και συνάδελφό του, όσο και στον Χρήστο Χωμενίδη γιατί –όπως έγραψε το site του «Θέματος»- έβαλε like (!!!) σε στάτους (όχι το επίμαχο) της Διβάνη.

Ίντερνετ αλλά και γραπτός Τύπος γέμισαν από βαθυστόχαστα, δακρύβρεχτα, φευτοεπαναστατικά άρθρα που κατακεραύνωναν όλους τους υπευθύνους. Μιλούσαν για «ένα παιδί που δολοφονήθηκε επειδή δεν είχε να πληρώσει 1,40 ευρώ» αγνοώντας πως α/ Το εισιτήριο στο τρόλεϊ είναι 1,20 ευρώ και β/ αν συλληφθείς χωρίς εισιτήριο δεν καταβάλει το αντίτιμό του αλλά πρόστιμο ύψους 72 ευρώ. Πού να τα ξέρουν όμως όλα αυτά οι ψαγμένοι αρθρογράφοι; Σάμπως έχουν πατήσει ποτέ τα ποδάρια τους σε τρόλεϊ;

Ο θάνατος του Θανάση Καναούτη πήρε –κατά τα ειωθότα- πολιτική χροιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να διοργανώσει πορείες και διαδηλώσεις μέχρι και στην ίδια την κηδεία. Γιατί; Ο Θανάσης Καναούτης δεν ήταν στέλεχος κανενός κόμματος. Δεν ξέρουμε αν ασπαζόταν κάποιο πολιτικό χώρο, αν ήταν φιλελεύθερος, σοσιαλδημοκράτης ή αριστεριστής. Δεν γνωρίζουμε καν την άποψή του για το Μνημόνιο. Αν φυσικά είχε άποψη στα 18 του.

Για μένα ισχύει αυτό που έγραψα και για το περιστατικό της Λάρισας. Για τον χαμό του Καναούτη έφταιξε η κακιά στιγμή. Δύο άνθρωποι τσακώθηκαν (δι σήμαντον αφορμήν) μέσα στον Δεκαπενταύγουστο. Άγνωστο πως, ο ένας κατέληξε νεκρός στο οδόστρωμα. Σίγουρα υπάρχει θύμα. Θύτης όμως; Ναι. Πολλοί- έστω και «κατόπιν γιορτής». Οι θύτες της υπόθεσης είναι οι τυμβωρύχοι, όλοι αυτοί οι «βρικόλακες της επανάστασης» που έσπευσαν να σκυλέψουν το κουφάρι, να ξεκοκαλίσουν το άψυχο σώμα ενός παιδιού.