Είναι αλήθεια ότι η χώρα άλλαξε εντυπωσιακά κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης, γνωρίζοντας υψηλά επίπεδα ανάπτυξης χάρις κυρίως στους πόρους που έρχονταν πλουσιοπάροχα από την Ευρώπη.
Ταυτόχρονα όμως έσκαβε το λάκκο στον οποίο θα έπεφτε αργά ή γρήγορα, οικοδομώντας με αμεριμνησία τη κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά του ‘’κρυφού’’ της κοινωνικού συμβολαίου.
Πρόκειται για ένα ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο όπου το κράτος (πολιτικές ηγεσίες, διοίκηση, και ένα στενό πλέγμα συμφερόντων) χειραγωγεί την αγορά (και χειραγωγείται από αυτή) και ταυτόχρονα αποσπά την νομιμοποίηση του από την κοινωνία εξασφαλίζοντας μαζικούς διορισμούς, ευνοϊκές συνθήκες εργασίας περίθαλψης και συνταξιοδότησης σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα σε συνδυασμό με την απουσία μηχανισμών ελέγχου.
Το δικό μας κοινωνικό συμβόλαιο αρνήθηκε σιωπηρώς στην πράξη τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή του θεσμικού προτύπου πάνω στο οποίο οργανώθηκαν τα ευρωπαϊκά κράτη. Η φροντίδα του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, της πνευματικής και οικονομικής ελευθερίας, της προστασίας του ανθρώπου ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Αυτό εννοούν οι εταίροι μας όταν λένε ότι η Ελλάδα αποτελεί μία μοναδική περίπτωση στην Ευρώπη.
Πως λειτούργησε
Τα κόμματα ως κομβικοί παίκτες αυτού του συμβολαίου επικεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην αναπαραγωγή τους, στο πελατειακό κράτος, στην εξυπηρέτηση των ημετέρων, αδιαφορώντας γι’ αυτό που θα έπρεπε πρωτίστως να κάνουν, την προώθηση του οικονομικού και θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας.
Οι οικονομικοί φορείς επένδυσαν στο εύκολο κέρδος μέσα από το σφικτό εναγκαλισμό τους με το κράτος αφήνωντας τις επενδύσεις στους εμπορεύσιμους κλάδους να περιμένουν.
Οι πολίτες στράφηκαν στη διεκδίκηση κυρίως οικονομικών αιτημάτων, είτε άμεσα μέσω της αύξησης των μισθών, είτε έμμεσα με τη φοροδιαφυγή και την διεκδίκηση προσλήψεων στο δημόσιο για τα παιδιά τους.
Συνολικά δηλαδή ως χώρα επικεντρωθήκαμε στο εύκολο χρήμα θεωρώντας όλα τα υπόλοιπα ως δευτερεύοντα.
Τι παρήγαγε
Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο δημιούργησε μια γενικευμένη μη θεσμική συμπεριφορά, και μια χαοτική δόμηση και λειτουργία όλων των συστημάτων του κράτους (φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, υγεία, παιδεία, δικαιοσύνη, περιβάλλον…).
Μετριοκρατία και αναποτελεσματικότα παντού
Η παγιωμένη πρακτική των κομμάτων να προσφέρουν τις θέσεις όλων των συστημάτων του κράτους με κομματικά κριτήρια δημιούργησε ιεραρχίες που δεν απολαμβάνουν τον σεβασμό και οι οποίες αδυνατούν όπως είναι φυσικό να λειτουργήσουν ως φορείς προόδου και αλλαγής. Αυτή η πρακτική, εξοστράκισε τις υγιείς δυνάμεις και αναπαράχθηκε με μεγάλη ευκολία προς τα κάτω κρατώντας έτσι ολόκληρους οργανισμούς και τομείς δημόσιας πολιτικής καθηλωμένους.
Άρνηση της ηθικής της αξίας και της εργασίας
Εκπαιδεύσαμε τους πολίτες να διεκδικούν μόνο χρήματα και να αδιαφορούν για όλα τα άλλα. Να αδιαφορούν για την κατασπατάληση των πόρων του κράτους, λες και δεν προέρχονται από τους ίδιους, να ζητούν περισσότερο κοινωνικό κράτος χωρίς να πληρώνουν τους φόρους τους, να διεκδικούν αυξήσεις μισθών ανεξάρτητα από το έργο που παράγουν, να επιζητούν πτυχία αλλά όχι τη γνώση, να απευχθάνονται την αξιολόγηση κ.ο.κ.
Εξοστρακισμός της λογικής
Όλα τα παραπάνω συνέβαλαν συνδυαστικά στην οικοδόμηση μιας κοινωνικής συμπεριφοράς η οποία δυσκολεύεται να διακρίνει το σημαντικό από το ασήμαντο. Ορισμένες φορές, αυτή η χώρα, σου δίνει την αίσθηση ότι διεξάγει μια συνολική αντίσταση στη λογική. Καταναλώνουμε ατέλειωτες ώρες στα δελτία των ειδήσεων για να σχολιάσουμε ασήμαντα πράγματα με ασήμαντο τρόπο. Πόσες φορές δεν έχουν κακοποιηθεί οι χώροι των πανεπιστημίων ή το κέντρο της Αθήνας και εμείς δεν κατορθώνουμε να καταλήξουμε στο ποια θα μπορούσε να είναι η λύση του προβλήματος, αναπαράγωντας απίστευτα επιχειρήματα τα οποία χλευάζουν τη λογική σκέψη. Το σύνηθες που συμβαίνει σε κάποιον που εκφέρει ένα λογικό επιχείρημα είναι το γνωστό ‘’α καλά τώρα κάτι μας είπες’’. Το δε καλλίτερο είναι το επίσης γνωστό ‘’καλά τα λες αλλά ποιος ακούει’’. Το παράδοξο κατέστη κανονικότητα.
Η ευθύνη των πολιτών
Τα παραπάνω δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στην υιοθέτηση απλουστευτικών και εν τέλει επικίνδυνων προσεγγίσεων του τύπου ‘’φταίει ο λαός’’ ‘’αυτά θέλει, αυτά παθαίνει’’, ‘’έχει τις ηγεσίες που του αξίζουν’’ ή στο αντίθετό τους ‘’ο λαός έχει πάντα δίκιο’’, διότι φταίει το σύστημα, η Ευρώπη, η Μέρκελ, ο καπιταλισμός…
Η απάντηση στο ερώτημα εάν φταίνε οι πολίτες είναι ότι φταίνε και οι πολίτες αλλά όχι αποκλειστικά αυτοί. Οι πολίτες φταίνε γιατί ποτέ δεν διεκδίκησαν το θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Η ευθύνη όμως επιμερίζεται σύμφωνα με την ισχύ και τον ρόλο του καθενός. Τα κόμματα έχουν κατά συνέπεια απείρως μεγαλύτερη ευθύνη γιατί αυτά λαμβάνουν τις κυρίαρχες αποφάσεις και έχουν την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ο σεβασμός των θεσμών
Πώς να σεβαστείς όμως τους θεσμούς όταν οι ίδιοι σε καλούν για το αντίθετο; Όταν βλέπεις ότι οι διπλανοί σου μπορούν να χτίσουν ένα αυθαίρετο, χωρίς καμία συνέπεια, παίρνοντας φως, νερό, τηλέφωνο, δηλαδή τη de facto νομιμοποίηση από το κράτος, γιατί να μην βάλεις και εσύ ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, με τον ίδιο τρόπο; Όταν οι γείτονές σου φοροδιαφεύγουν, όταν βλέπεις ότι ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις καριέρα είναι να είσαι ο κολλητός των κομμάτων, όταν ακούς για τόσα σκάνδαλα για τα οποία ποτέ δεν αποδίδονται ευθύνες κ.ο.κ. ποια μπορεί να είναι η συμπεριφορά των πολιτών;
Η απάντηση είναι η προσαρμογή σε αυτό που επιτάσσουν οι θεσμοί. Και προφανώς οι πολίτες χλευάζουν τις ηθικολογικές ρητορείες τους ακολουθώντας την πραγματική τους λειτουργία.
Συζητούμε για όλους και για όλα πλην της αλλαγής του μοντέλου
Αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο δεν φαίνεται να θέλουμε να το αλλάξουμε.
Δεν είναι εντυπωσιακό ότι μετά από πέντε χρόνια μιας τόσο μεγάλης και βίαιης κρίσης (υπενθυμίζω ότι η χώρα έχασε το 25% του ΑΕΠ της και αύξησε τους ανέργους της κατά 1 εκ.) δεν έχουμε διεξάγει ούτε μία σοβαρή συζήτηση για τους λόγους που μας οδήγησαν σε αυτή τη κατάσταση;
Ξεπερνάμε το ζητούμενο με μια απίστευτη εμμονή στο ποιος έφαγε τα λεφτά και οι απαντήσεις που δίνουμε είναι ‘’τα λεφτά τα έφαγαν οι προηγούμενοι’’ ή ‘’η διαπλοκή και η διαφθορά’’ ή ‘’όλοι μαζί τα φάγαμε’’. Αλλά ακόμα και γι’αυτό το θέμα ξεχνάμε να δούμε όλο το εύρος, όπως π.χ. το κόστος της γενναιόδωρης παροχής συντάξεων σε 50άρηδες ποιος το έφαγε; Το κόστος της εξίσου γενναιόδωρης πρόσληψης χιλιάδων ατόμων χαμηλών δεξιοτήτων στο δημόσιο ποιος το έφαγε; Πόσο είναι αυτό το κόστος και πόσο είναι το κόστος της διαφθοράς; Τα κόμματα αλλά και οι πολίτες ξεχνούν επιμελώς αυτά τα ερωτήματα και κυρίως δεν ανοίγουν τη συζήτηση στις κυρίαρχες διαστάσεις της κρίσης. Τι γίνεται με το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, με το παραγωγικό μοντέλο, με τη λειτουργία των θεσμών, ποιος είναι ο λόγος που δεν πιστεύουμε σε αυτούς κ.ο.κ.
Και τώρα τι κάνουμε;
Είναι κοινότοπο να πούμε ότι μια κοινωνία η οποία δεν πιστεύει στους θεσμούς της, είναι αδύνατο να προχωρήσει. Και αφού δεν πιστεύουμε στους θεσμούς που έχουμε πρέπει να οικοδομήσουμε νέους.
Εάν η χώρα αποφασίσει τελικά να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο, κάτι που φαντάζει δυστυχώς ως το πιο πιθανό, τότε θα σέρνεται για πολλά χρόνια και το κυρίαρχο πρόβλημα δεν θα είναι η δυσπραγία της οικονομίας, αλλά η καθήλωσή μας μέσα στη θεσμική και αξιακή παρακμή.