Υπάρχει ένα κλειστό επάγγελμα το οποίο δεν έχει γίνει καν θέμα δημόσιας συζήτησης. Το κλειστό επάγγελμα που λέγεται «αναπτυξιακός νόμος». Διατηρείται κλειστό, για να ασκείται μόνο από τους πολιτικούς – διαχειριστές του κράτους, οι οποίοι φαίνεται να μην αντέχουν να στερηθούν την εξουσία να κρίνουν ποια επένδυση θα ενισχυθεί, ποια όχι.
Ο πρώτος από τους αναπτυξιακούς νόμους αυτού του τύπου, ουσιαστικά, ήταν ο νόμος 1262/1982. Η αλήθεια είναι ότι με εκείνον δεν έγιναν πολλές επενδύσεις. Αυτό που κυρίως έγινε ήταν να γεμίσει η Βόρεια Ελλάδα με κουφάρια εργοστασίων. Με εργοστάσια που δεν ολοκληρώθηκαν κι έμειναν αραχνιασμένα μνημεία μιας ατσιδοσύνης που είχε μετονομαστεί (για να ακούγεται εύηχα…) σε «επιχειρηματικότητα». Κατερειπωμένοι σκελετοί, για να μαρτυρούν και να θυμίζουν ένα (ακόμη) όργιο διασπάθισης δημοσίου χρήματος, λεηλασίας πολύτιμων πόρων, που έγινε στο όνομα της «ανάπτυξης».
Από τότε, τριάντα χρόνια, οι κυβερνήσεις θεωρούν αυτονόητη υποχρέωσή τους να αλλάξουν (εκάστη τουλάχιστον άπαξ…) τον επενδυτικό νόμο που είχαν παραλάβει από την προηγούμενη. Τι άλλαζαν; Το ενδιαφέρον τους περιοριζόταν στα κίνητρα. Αλλά το βασικό θέμα είναι οι διαδικασίες για την υπαγωγή μιας επένδυσης στον νόμο. Αυτές δεν άλλαζαν. Γιατί όριζαν, σταθερά, τον νόμο αυτόν ως ένα κλειστό επάγγελμα των πολιτικών. Παραμένουν ίδιες και με το σχέδιο του νέου νόμου.
Εξηγούμαι: Το κράτος, η πολιτική, οφείλουν να επεξεργάζονται αναπτυξιακά σχέδια σε επίπεδο περιφέρειας όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στη βάση τέτοιων σχεδίων, το κράτος καταρτίζει μελέτες σκοπιμότητας, ποιες επενδύσεις χρειάζονται και, άρα, ποιες επιχορηγούνται σε κάθε περιοχή. Εκεί θα έπρεπε να τελειώνει η δουλειά του υπουργείου Ανάπτυξης. Μετά, η αξιολόγηση του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου επενδυτικού σχεδίου, κάθε υποψήφιας επένδυσης, είναι δουλειά που μπορεί (ασύγκριτα καλύτερα…) και πρέπει να κάνει το τραπεζικό σύστημα. Διότι αυτό (α) διαθέτει ένα ευρύ πανεθνικό δίκτυο που «γνωρίζει» την οικονομία, (β) διαθέτει πολυάριθμο, ικανό και εξειδικευμένο σε τέτοιες αξιολογήσεις ανθρώπινο δυναμικό και (γ) το κράτος, όχι δύσκολα, μπορεί (και οφείλει…) να εποπτεύει το πιστωτικό σύστημα, ενώ δεν μπορεί ούτε να αυτο-ελέγχεται ούτε (κι αν ήθελε…) να κάνει τη δουλειά μιας τράπεζας.
Αντί να γίνεται αυτό, γίνεται το ανάποδο: Στην ουσία δεν υπάρχει περιφερειακός και εθνικός σχεδιασμός, ώστε να γίνονται αξιόπιστες μελέτες σκοπιμότητας, άρα το κράτος δεν κάνει καλά τη δουλειά που όφειλε να κάνει. Ακόμη χειρότερα, το κράτος αναλαμβάνει να κάνει τη δουλειά που δεν μπορεί να κάνει, δηλαδή εμπλέκεται κυριαρχικά στην αξιολόγηση των υποψήφιων επενδυτικών σχεδίων, μοριοδοτώντας τα με μια δική του, ιδιαίτερα απλοϊκή μεθοδολογία και σχηματικά κριτήρια (ή κατ’ άλλους, λιγότερο καλόπιστους, ενίοτε με πελατειακά κριτήρια). Μεθοδολογία και κριτήρια, τα οποία μπορούν και αλλάζουν με αποφάσεις του κάθε φορά υπουργού, άλλης ή ακόμη και της ίδιας κυβέρνησης. Ετσι, ο αναπτυξιακός νόμος ήταν και παραμένει «κλειστό επάγγελμα» της πολιτικής εξουσίας.
Οπερ έχει τρεις αρνητικές παρενέργειες: (α) Οι κυβερνήσεις διαιωνίζουν και αναπαράγουν κλίμα αβεβαιότητας – αυτό που στα λόγια ξορκίζουν, (β) συχνά, πόροι που έχουν προϋπολογιστεί για επενδύσεις μένουν αδιάθετοι, εφόσον η αξιολόγηση της κρατικής υπηρεσίας είναι διαφορετική από την αξιολόγηση που κάνει η τράπεζα κι έτσι δεσμεύεται η επιχορήγηση για να γίνει μια επένδυση που δεν θα γίνει ποτέ και (γ) βάζουν τον επενδυτή στον πειρασμό να ψάχνει «τρύπες» για να εγκριθεί η επένδυσή του, δηλαδή να αναζητεί δυνατότητες συναλλαγής με τις κρατικές υπηρεσίες.
Η ενδελεχής αξιολόγηση του σχεδίου του νέου νόμου που παρουσιάστηκε δεν είναι αντικείμενο ενός σύντομου σχολίου. Ούτε θα μπορούσε να γίνει, με άγνωστο το περιεχόμενο σημαντικού αριθμού υπουργικών αποφάσεων που θα ρυθμίζουν διάφορα θέματα. Ωστόσο, ο πυρήνας του σχεδίου του νέου νόμου, η κυριαρχική εμπλοκή της πολιτικής και, άρα, η πελατειακή οσμή που αναδίδεται, δεν εμπνέουν αισιοδοξία. Ούτε ότι δεν θα επαναληφθούν τα φαινόμενα διαφθοράς – σαν εκείνα που, πριν από δώδεκα μήνες, τίναξαν στον αέρα τις αρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες ακόμα δεν έχουν συνέλθει. Ούτε ότι θα σταματήσει το φαινόμενο να τιμωρείται όποιος αξιοποιεί τον νόμο, όπως συμβαίνει σήμερα: Μερικές εκατοντάδες επενδύσεις (που δεν έμειναν κουφάρια…) έχουν ολοκληρωθεί εδώ και δύο χρόνια, αλλά ακόμη δεν έχουν λάβει τις επιχορηγήσεις που τους αναλογούν – συνολικά, 1 δισ. ευρώ περίπου. Θα αντέξουν, όλες, να λειτουργούν μέχρι να τις εισπράξουν;..