Καθώς η Γερμανία ετοιμάζεται να αναλάβει την 6μηνη εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ (1η Ιουλίου), όσοι ενδιαφέρονται να την «αξιοποιήσουν», προετοιμάζονται. Είναι σε όλους γνωστό ότι αποτελεί την ισχυρότερη προεδρία στην ΕΕ, η Α. Μέρκελ αποτελεί την ισχυρότερη προσωπικότητα στο χώρο με ότι αυτό σημαίνει. Βέβαια ορισμένα ζητήματα που δεν λύθηκαν για χρόνια δεν θα λυθούν σε έξι μήνες. Μπορούν όμως να συμφωνηθούν διαδικασίες που θα αποδώσουν στη συνέχεια. Κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής για την Γερμανική Προεδρία η σχέση της ΕΕ με την Τουρκία και οι εντάσεις την Ανατολική Μεσόγειο-από το μεταναστευτικό μέχρι τους αγωγούς και τα θαλάσσια «οικόπεδα», μέχρι την απόφαση της κυβέρνησης του Ισραήλ να ενσωματώσει στο κράτος του την Κοιλάδα του Ιορδάνη.
Η σχέση ΕΕ-Τουρκίας διασυνδέεται πολύπλευρα με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και βέβαια το κυπριακό. Η εξεύρεση ενός modus vivendi στις ευρωτουρκικές σχέσεις εξυπηρετεί τα μεγάλα κράτη της ΕΕ, εξυπηρετεί όλα τα μέλη που διατηρούν εμπορικές σχέσεις μαζί της και όλες μαζί οι χώρες που ενδιαφέρονται για να «ελεγχθεί» περαιτέρω το μεταναστευτικό και η τρομοκρατία. Κατά συνέπεια όποιος ενδιαφέρεται να αξιοποιήσει την κυρίαρχη τάση μπορεί να αντιμετωπίσει, με τον ένα ή τον άλλο τροπο, ζητήματα ειδικότερου ενδιαφέροντος.
Στις 5 Ιουνίου ο Ν. Αναστασιάδη μιλώντας στο Politico έθεσε για πρώτη φορά ένα νέο ζήτημα στην ατζέντα. Είπε πως «εάν η Τουρκία δεν ανασχέσει την επιθετικότητά της στην Ανατολική Μεσόγειο, θα πρέπει να χάσει το καθεστώς της ως υποψήφιας για ένταξη στην ΕΕ». Δύο ζητήματα προκύπτουν από την θέση Αναστασιάδη:
1.Γνωρίζει ότι το καθεστώς που συμφωνήθηκε το 2005 για έναρξη ενταξιακών συνομιλιών «ανοικτού τέλους», εκ των πραγμάτων, δεν υφίσταται. Ωστόσο, θεσμικός τρόπος για να ακυρωθεί η συμφωνία του 2005, δεν υφίσταται.
2.Αν αυτή είναι η θέση του, γιατί δεν την έχει παρουσιάσει μέχρι τώρα σε κάποιο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο;
Σε κάθε περίπτωση η θέση Αναστασιάδη δεν έχει πραγματική απήχηση στα κέντρα που διαμορφώνουν αποφάσεις και αυτό φαίνεται από το γεγονός πως κανένας στην ΕΕ δεν την θεώρησε ως άξιαν κάποιου σχολιασμού. Προσέχω, δε, πως ούτε η Αθήνα έδωσε κάλυψη στις θολές του επιδιώξεις. Γι? αυτό κατέφυγε σε τηλεφώνημα απελπισίας στον αυστριακό καγκελάριο Σ. Κουρτς με την κρυφή ελπίδα να βρει έναν σύμμαχο για τη «δουλειά».
Τι επιδιώκει ο Αναστασιάδης με αυτές τις δηλώσεις του; Προφανώς δεν τον ενδιαφέρει καμιά λύση για κανένα σοβαρό ζήτημα, αλλά επιδιώκει να περιπλέξει τα πράγματα και έτσι μέσα από μια νέα αντιπαράθεση «με άλλα μέσα» να αποφύγει να απαντήσει στα ερωτήματα Γκουτέρες για την ολοκλήρωση του κύκλου των συνομιλιών για το κυπριακό: «αυτή τη φορά διαφορετικά, με την αίσθηση του επείγοντος και στοχευμένες στο αποτέλεσμα».
Το ζήτημα της ευρωτουρκικής σχέσης διασυνδέεται με την ρεαλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας και βέβαια με πολιτικούς που ενδιαφέρονται για να επιλύσουν ζήτήματα. Η Άγκυρα ζητά «επανεκκίνηση» της ευρωτουρκικής σχέσης χωρίς πλέον αναφορές στα κείμενα του 2005 και αυτό συνιστά μια ρεαλιστική εκτίμηση των γεγονότων που έχουν εν τω μεταξύ συντελεστεί. Πραγματικό περιεχόμενο αποκτά αυτή η προσέγιση μέσα από την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας-ΕΕ, ένα ζήτημα που είναι ώριμο να προχωρήσει. Αυτό είναι βήμα μπροστά γιατί και οι δύο πλευρές θα αφήσουν πίσω, κάτι που έχει ξεπεραστεί, 1 Ιανουαρίου 1996. Ένα τέτοιο πακέτο επαναφέρει στην ατζέντα τις διάφορες διαστάσεις της ευρωτουρκικής σχέσης, όπως οι διαφορερικές απόψεις κρατών-μελών, οι διαφωνίες πάνω σε αγροτικά προϊόντα που υφίστανται συνέπειες από τις αλλαγές σε μια ΤΕ κλπ.
Αυτό το «μίνι» πακέτο επιτρέπει κινήσεις ώστε προβλήματα που έχουν υπερωριμάσει να ξαναμπούν σε τροχιά επίλυσης με πρώτο στην ατζέντα το κυπριακό. Καμμία σοβαρή κίνηση δεν θα προκύψει με πρωτοβουλίες Αναστασιάδη, αντίθετα, βλέπουμε πόσο «αγωνίζεται» για το κάθε φορά χειρότερο δυνατό σενάριο. Μπορεί, όμως, να προκύψει αν ΟΗΕ και ΕΕ στο πιο υψηλό επίπεδο, ειδικά ο ΓΓ του ΟΗΕ Α. Γκουτέρες και ηγέτιδα της προεδρεύουσας χώρας Α. Μέρκελ, συνεννοηθούν πάνω στις προϋποθέσεις και στα πλαίσια που έχει θέσει, ήδη από το 2017, ο ΓΓ με στόχο την επανέναρξη των συνομιλιών και την αξιολόγηση της βούλησης κάθε πλευράς στο «τελευταίο μίλι». Ο Αναστασιάδης όσο εύκολα ποδηγετεί την κοινή γνώμη στο νησί μέσα από σειρά από ελεγχόμενα μέσα, άλλο τόσο δεν μπορεί να σταθεί «εκτός έδρας», εφόσον οι ηγέτες της ΕΕ παίξουν με τους κανόνες του fair play και θέσουν σε κίνηση κοινό μηχανισμό αξιολόγησης. Ο Αναστασιάδης κάνει ότι περνά από το χέρι του για να μην αξιολογηθεί σε τελική έκθεση του ΓΓ του ΟΗΕ για τα πεπραγμένα του 2016 και του 2017, στο Κραν Μοντάνα, κυρίως. Συνεπώς αν κάθε «εξωτερικός» παίκτης αξιοποιήσει τους μοχλούς επιρροής στο νησί, μπορεί να δημιουργηθεί κινητικότητα.
Το κυπριακό αφορά, βέβαια, πρώτα τους κυπρίους αλλά και μια σειρά από παίκτες, την οποίων συμφέροντα ακινητοποιούνται λόγω της μη λύσης. Με άλυτο το κυπριακό η ΕΕ δεν μπορεί να επηρεάζει στα σοβαρά τα ανοικτά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής στη περιοχή-έρευνα, διάσωση, ανθρωπιστικές αποστολές, και δευτερευόντως τρομοκρατία, μεταναστευτικό. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα συνεννόησης Μέρκελ-Ερτογάν και η θεσμική σχέση Μέρκελ- Αναστασιάδη «περικλείουν», με κοινή πρωτοβουλία ΟΗΕ-ΕΕ, τη δυνατότητα ανάπτυξης της διαδικασίας επίλυσης στο κυπριακό, με αναζωογόνηση της ευρωτουρκικής σχέσης με τη μορφή της Τελωνειακής Ένωσης και με «συμπληρώσεις» στη συμφωνία για το μεταναστευτικό.