Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι ένας χαρισματικός και έξυπνος άνθρωπος. Διάβασα την παρουσίαση που έκανε στο ΒΗΜΑ της Κυριακής (31/7/16) για την προσωπική του συλλογή «αντικειμένων κιτς», όπως ο ίδιος την χαρακτήρισε!
Αυτή η συλλεκτική πρωτοβουλία του, με έβαλε σε σκέψεις. Πόσο μπορεί να αντέξει κάποιος να μαζεύει εν γνώση του αντικείμενα κιτς, δηλαδή να συλλέγει κάτι που δεν του αρέσει; Διότι το κιτς, ως αντικείμενο ή πνεύμα που δεν το αποδέχεσαι όταν το βλέπεις (ή όταν το ακούς), αποκαλύπτεται βαρετό και ευτελές, ιδιαίτερα όταν εμείς οι ίδιοι το έχουμε ξεχωρίσει από όσα χαρακτηρίζονται έργα τέχνης…
Ο ίδιος ο αρχειοθέτης ισχυρίστηκε πως «κάνει την πλάκα του» αλλά πόση «πλάκα» μπορεί να κάνει κανείς αγοράζοντας και αρχειοθετώντας αυτά τα, όπως συνηθίσαμε να τα λέμε, «κακόγουστα» αντικείμενα; Βέβαια, ο ίδιος ο συλλέκτης ομολόγησε πως «με προϋποθέσεις» θα ήταν πρόθυμος να πουλήσει αυτό το αρχείο. Αυτό λοιπόν σημαίνει(;) πως το κιτς διαθέτει μια κάποια… αίγλη, εκείνη τού κακόγουστου που υποκρύπτεται σε φόρμες, περιεχόμενα κλπ. Το κιτς, θα πρέπει να ομολογήσουμε, παίζει έναν σπουδαίο ρόλο στην καθημερινότητα για τον απλούστατο λόγο πως είναι πάντα παρόν στην έκθεση της ζωής τού καθενός.
Το κιτς και ό,τι το διέπει, είναι υπαρκτό στοιχείο τής καθημερινής ζωής, είναι ο οικείος χώρος συνήθως των μικροαστικών πλειοψηφιών (ή των νεόπλουτων) οι οποίες ζουν και συμπεριφέρονται αντίθετα από όλα όσα οι «λίγοι» αποστρέφονται και το εξοβελίζουν στο πυρ το εξώτερο…
Είναι λοιπόν αυτονόητο το χιλιοειπωμένο ερώτημα: «Τι είναι το κιτς;»
Μια βιαστική απάντηση στο ερώτημα θα είναι επιπόλαιη. Είναι σαν να αναρωτιέται κανείς, τι είναι η Ελευθερία; Τι είναι το ωραίο; Τι είναι το άσχημο; τι είναι η Μουσική; Ερωτήματα στα οποία δεν μπορεί να δοθεί σύντομη απάντηση γιατί ακολουθούν πολλές άλλες απορίες και διευκρινήσεις…
Το κιτς, θεωρητικά, δεν είναι η άλλη πλευρά του ωραίου όπως πολλοί υποστηρίζουν. Δεν είναι αποκλειστικά το άσχημο, το αντιαισθητικό, το φτηνιάρικο, το κακοσχηματισμένο ή το παραφορτωμένο ή το κακόηχο. Μπορεί όμως να είναι εκείνο που ξεπερνάει ό,τι επικρατεί «ως ορθό» στην αγορά τής αισθητικής, αλλά και αυτή η έννοια, δεν μπορεί να προσδιορίζεται από μειονότητες που κρίνουν και αποφασίζουν από τη θέση των ειδημόνων…
Θέλω να υποστηρίξω από αυτό το κείμενο πως, οι αναπόφευκτες και πάγιες ταξικές αισθητικές αντιθέσεις τής σύγχρονης ζωής, επιβάλλουν κατά πολύ τους διαχωρισμούς του ωραίου από εκείνο που ξεχωρίζει ως κιτς. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, όπως για παράδειγμα τα επιτηδευμένα σχισίματα στα τζιν παντελόνια αγοριών και κοριτσιών. Κάτι τέτοιο, στις εποχές του ’60-’70-’80, θα ήταν απαράδεκτο, κακόγουστο, έως και ένδειξη φτώχειας! Τα τατού στο σώμα ήταν κάποτε για τη δυτική κοινωνία σημάδι… περιθωρίου και ασχήμιας… Τα αλλοπρόσαλλα χρώματα στο ντύσιμο ήταν κάποτε απαράδεκτα και μη ανεκτά. Όλα αυτά, στην εποχή μας, εποχή απόλυτης ελευθερίας στα ενδυματολογικά «προσωπικά δεδομένα», με τα ατομικά δικαιώματα όμως καταπατημένα σε όλο τον κόσμο, βεβαίως-βεβαίως, σε κοινωνίες όπου συνεχίζεται η ισχυρότατη «παράδοση» ο πλούτος να περιορίζεται όλο και σε λιγότερους πολίτες, το ξέσπασμα, η εκτόνωση των τάσεων, της κάθε μόδας, των αισθητικών ρευμάτων, ακόμα και των ακραίων εκφράσεων των τεχνών, είναι για τον άνδρα-γυναίκα πολίτη, λύτρωση αναγκαία. Δεν νοείται έκφραση «ορθολογική», που να είναι απαλλαγμένη από υπερβολές ή άλλες παγίδες. Το κιτς ίσως να είναι η κουρασμένη από το χρόνο και το πνεύμα τέχνη. Μια περασμένη και μαραμένη ανθοφορία πνευματικών προϊόντων, η οποία οξειδώνεται μέσα σε χρόνους που έχουν ξεπεράσει τις παλαιότερες αισθητικές ανάγκες. Το «ωραίον» τού παρελθόντος καταλήγει, τις περισσότερες φορές, ξεπερασμένο και η φωτεινή του πλευρά παύει να φωτίζει τις αισθήσεις μιας σύγχρονης οπτικής που «μετράει» τα έργα με «άλλους» νεότερους κανόνες και μόδες, οι οποίες πρυτανεύουν στις νεότερες ανάγκες τής κάθε εποχής…
Επανέρχομαι όμως στο ερώτημα: «τι είναι το κιτς»;
Μήπως είναι ό,τι παλιώνει και ξεπερνιέται μέσα στο χρόνο; Με μια καταφατική απάντηση θα αδικούσαμε τα τόσα αντικείμενα και έργα τέχνης τα οποία μένουν κλασικά στο πέρασμα των χρόνων, των αιώνων και των χιλιετηρίδων. Ο χρόνος δεν μεταμορφώνει σε ευτελές ένα οποιοδήποτε έργο. Το παλαιό κομοδίνο της γιαγιάς από την Τραπεζούντα, δεν κινδυνεύει διόλου! Αντιθέτως, ο χρόνος και η ιστορία του κομοδίνου που μεταφέρθηκε μέσα στη φωτιά, εν μέσω καταστροφής, καθιστά το κομοδίνο αντικείμενο ιδιαίτερης μνήμης, φορτισμένο με το δράμα της γενιάς του ξεριζωμού. Συναισθηματικές φορτίσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τυχόν αισθητικές… ατέλειες τού κομοδίνου.
Εάν μεταφερθούμε στο χώρο της Μουσικής, εκεί, για να προσδιορίσουμε το κιτς, θα πελαγοδρομήσουμε…
Θα ήθελα να αντικρούσω την άποψη που εύκολα υποστηρίζει πως το κιτς (στο τραγούδι) ισοδυναμεί αποκλειστικά με το σκυλάδικο. Είναι μια εύκολη, επιδερμική και βιαστική απάντηση αυτή. Ένας τέτοιος προσδιορισμός «ξεχνά» πως τα ευτελή μουσικοστιχουργικά στοιχεία δεν συναντώνται μόνο στα σκυλοτράγουδα αλλά προεκτείνονται και σε άλλα μουσικά είδη που φέρουν την… καθαγιασμένη ορολογία «έντεχνο», «μπαλάντα», «νεοκυματικό», «λαϊκό», «ροκ», αλλά και σε πιο λόγιες, ακόμα και ιδιαίτερης κλασικής φόρμας, μουσικές. Εάν ψάξει κανείς με παρατηρητικότητα θα πέσει επάνω σε «αμαρτίες» προχειρότητας και ελαφράς συνείδησης συνθέσεις…
Δεν γνωρίζω πώς έχει ο καθένας μέσα στο κεφάλι του την έννοια του κιτς. Ομολογώ πως κι εγώ δεν γνωρίζω ακριβώς. Εκείνο που ξέρω είναι πως υπάρχουν στιγμές που με γοητεύει κάτι που μετά, όταν το σκέφτομαι λίγο περισσότερο (με περισσότερη λογική), αρχίζει να περιορίζεται ο αρχικός αισθητικός ενθουσιασμός μου. Εκείνη τη στιγμή μπαίνουν κανόνες, θεωρήματα, ιδεολογήματα, δημιουργείται ένας συναισθηματικός-θεωρητικός αχταρμάς, μια εκλογίκευση, που μου αλλάζει την πρώτη άποψη…
Δεν μου αρέσουν αυτές οι αισθητικές κωλοτούμπες και νιώθω αμήχανος για την τόσο εύθραυστη τοποθέτησή μου.
Θεωρώ πως το κιτς είναι κάτι αρνητικό και κακόγουστο που-όμως- καταγράφεται μέσα στο μυαλό τού καθενός με διαφορετικό… κώδικα.
Τα έργα τέχνης, όμορφα και άσχημα, βρίσκουν πάντα τον αποδέκτη και δημιουργούνται χάρις σ’ αυτόν. Ό,τι και να δημιουργηθεί, θα φτάσει κάπου. Κάποιος θα περιμένει πάντα στο ποτάμι ώσπου το νερό να φέρει μπροστά του κάτι… Αυτή η κινέζικη ρήση θα υπάρχει, ανεξάρτητα από την ποιότητα του δημιουργήματος. Επειδή ο κόσμος δεν μπορεί να είναι ενιαίος, ίσος, ομοιογενής και μόνο σοφός, το καλό έργο θα συμπορεύεται με το φθαρμένο (και με το κιτς) και θα ανταγωνίζονται πάντα, σε ένα πλαίσιο κατά το οποίο το ωραίο και το άσχημο είναι κανόνες δημιουργίας.