Η – αναμενόμενη – καταψήφιση της πρότασης μομφής της ΝΔ δεν άφησε κανένα πολιτικό στρατόπεδο αλώβητο. Η κυβερνητική πλευρά μπορεί να καυχιέται για την παράταση ζωής που κέρδισε, στην ουσία ωστόσο παραμένει αιχμάλωτη της ακροδεξιάς συνιστώσας της και του λαϊκισμού της πλατείας που την έφερε στην εξουσία.
Η αξιωματική αντιπολίτευση κατάφερε να στείλει τον Τσίπρα στις Πρέσπες ενισχυμένο με μια νωπή ψήφο εμπιστοσύνης και ταυτόχρονα να επιβεβαιώσει ότι στα εθνικά θέματα εξακολουθεί να κινείται στον αστερισμό Σαμαρά.
Το Κίνημα Αλλαγής παρουσιάστηκε με δύο πρόσωπα. Εκείνο του παραδοσιακού «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» και το άλλο μιας Ελλάδας που προσπαθεί να ξεφύγει από τις ανάδελφες αγκυλώσεις της και να κοιτάξει μπροστά προς ένα σταθερό κοινό για τους λαούς της περιοχής ευρωπαϊκό μέλλον.
Τα δύο αυτά πρόσωπα προϋπήρχαν των διαδικασιών εκλογής αρχηγού του νέου φορέα. Το στοίχημα δεν ήταν να εκλεγεί απλά ένας αρχηγός αλλά να επιτευχθεί η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση των δυνάμεων του προοδευτικού χώρου. Η επίτευξη του φιλόδοξου αυτού στόχου, μετά από τόσες πέτρινες δεκαετίες αποτυχημένων προσπαθειών, δεν μπορεί να είναι υπόθεση καμιάς πλειοψηφίας των – στελεχωμένων συναινετικά – οργάνων του Κινήματος Αλλαγής.
Ο σεβασμός του δικαιώματος της εκλεγμένης ηγεσίας να διαμορφώνει τελικά τις θέσεις του Κινήματος είναι αυτονόητος, το ίδιο αυτονόητο είναι όμως και το καταστατικό δικαίωμα της μειοψηφίας να εκφράζει δημόσια, όταν δεν επιτυγχάνεται συναίνεση, και τις δικές της θέσεις.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός δεν μπορεί αποτελέσει την βασική αρχή λειτουργίας μιας σύγχρονης προοδευτικής παράταξης, δεν μπορεί να εκφράσει τον πλούτο των ιδεών και απόψεών της ούτε να αναδείξει την πολυσυλλεκτική της ικανότητα. Και δεν χωράει στο κοινωνικό μοντέλο που οι προοδευτικές δυνάμεις οραματίζονται.