«Δεν μου αρέσει η πραγματικότητα» μουγκρίζει σε κάποιο σημείο της ταινίας ο έφηβος Ναπολιτάνος Φαμπιέτο. Το ποδόσφαιρο και το σινεμά είναι οι ράγες που θα τον απομακρύνουν, θα τον βοηθήσουν να ξεφύγει από αυτόν τον εφιάλτη και να πλησιάσει τις επιθυμίες του, τα όνειρά του και την Αιώνια πόλη.
«Αν χρησιμοποίησα το χέρι μου; Ήταν το χέρι του Θεού». Αυτή είναι η απάντηση που έδωσε ο Μαραντόνα στις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων στον αγώνα μεταξύ Αργεντινής και Αγγλίας. Το δεύτερο γκολ, πάντως, στον ίδιο αγώνα επιβεβαίωσε ποιος ήταν ο θεός του ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή.
Ο Φαμπιάνο Σκίζα ένας αδέξιος Ιταλός έφηβος γιος ενός υπαλλήλου τραπέζης και μέλος μιας συνηθισμένης μεσοαστικής τετραμελούς οικογένειας, προσπαθεί να πάρει ανάσες και να ανδρωθεί ανάμεσα στην οικογενειακή παραζάλη και τη φύση που τον καλεί. Φάρσες, γκροτέσκα πρόσωπα, παρακμή και μικροαστικό κιτς βουτηγμένο σε κομμουνιστικές κορώνες, πληθωρικές γυναίκες, ακατάσχετη σεξουαλικότητα, το άγχος της πρώτης ερωτικής επαφής, αβεβαιότητα και συνεχείς εκρήξεις της φασαριόζικης κι αυθεντικά λαϊκής ναπολιτάνικης φαμίλιας του ανήσυχου και ανίσχυρου έφηβου.
Ο Σορεντίνο επιστρέφει στη γενέθλια πόλη και μας αφηγείται περιστατικά από την εφηβεία του, μας μιλά για μπάλα, για τον Μαραντόνα και την άφιξή του στη Νάπολη, για το σινεμά, τον έρωτα, για τις ενοχές και τις ελπίδες του νεαρού Φαμπιέτο για τη «θεά» θεία Πατρίτσια του παραζαλισμένου έφηβου. Η ταινία και ο δημιουργός της δεν μας κρύβουν ότι είναι αυτοβιογραφική, αλλά αυτό που δεν θα μάθουμε ποτέ, πιθανόν να μην θυμάται πια ούτε ο ίδιος ο Σορεντίνο, ποια περιστατικά είναι αληθινά και ποια είναι γεννήματα της φαντασίας του.
Ο Σορεντίνο δείχνει να μην έχει δισταγμούς να μιλήσει με χαμόγελο, ειλικρίνεια και όποτε χρειαστεί με συγκρατημένο λυγμό για τον εαυτό του, την οικογένειά του, τους γείτονες και την πόλη του. Λιτός όσο σε καμιά άλλη ταινία του, θυμάται τον εαυτό του, ψάχνει να βρει τα πρώτα κινηματογραφικά ερεθίσματα, αποθεώνει τους ήρωές του και κυρίως πελεκάει ένα τρυφερό εξομολογητικό φιλμ αφιερωμένο στους γονείς του στους οποίους «οφείλει τα πάντα και δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ».
Ο Πάολο Σορεντίνο είναι ένας κινηματογραφικός δημιουργός χωρίς ενιαίο αφηγηματικό ύφος «Il Divo», «Loro», «The young Pope», «Η Τέλεια Ομορφιά», «Νιότη», «Εκεί που Χτυπά η Καρδιά μου». Με τη βραβευμένη «Τέλεια Ομορφιά» με ξενόγλωσσο Όσκαρ. Ένα εικαστικά συναρπαστικό δημιούργημα με θέμα τη Ρώμη και τους ανθρώπους της.
Το δικό του «Αμαρκόντ» προσπαθεί να δημιουργήσει ο Σορεντίνο με το «The hand of God», σχεδιάζοντας μερικές εικόνες γεμάτες αλήθεια, συγκίνηση και μπόλικη κακογουστιά της εποχής είναι αλήθεια, ανακατεμένες με στιγμές ποδοσφαιρικής Ναπολιτάνικης ανάτασης και στιγμιότυπα αυθεντικού οικογενειακού πανζουρλισμού. Μια γλυκόπικρη αυτοβιογραφία με τη μορφή αποσπασματικών ιστοριών - κατά βάσει κωμικών - που έχουν πρωταγωνιστή τον ανυποψίαστο και εσωστρεφή Φάμπιο.
Ο Τόνι Σερβίλο και η Τερέζα Σαπονάντζελο υποδύονται ξέχειλα τους Ναπολιτάνους, φαρσέρ γονείς του Φαμπιέτο. Αυτοί είναι που κρατούν το χέρι και παρασύρουν τον έφηβο με ασφάλεια, χαρά και έμπνευση στους δρόμους που οδηγούν στην γεροδεμένη ενηλικίωση και στην βέβαιη μετατόπιση του κέντρου του κόσμου, στα βάθη του κόσμου των επιθυμιών του. Όταν οι γονείς του μετά από ένα φρικτό δυστύχημα χάνουν τη ζωή τους ο Φαμπιέ χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια του, το χέρι του Θεού - Μαραντόνα, παύει να είναι θεϊκό κι όλα γίνονται για τον θολωμένο έφηβο, πολύ εύθραυστα, απελπιστικά ασυνάρτητα, φοβερά μπερδεμένα.
Όταν χάνονται οι γονείς, όλα τα χέρια του Θεού αποσύρονται προς πάσα κατεύθυνση από τον νεαρό Φαμπιέτο, γιατί το χέρι του Θεού είναι το χέρι των γονιών μας. Φαίνεται όμως πως το χέρι του Θεού αποσύρεται και από την ταινία η οποία από μια τοιχογραφία εποχής ξεπέφτει σε άλλη μια ταινία ενηλικίωσης. Μένει ένα βασανιστικό ερώτημα για τον νεαρό εκκολαπτόμενο σκηνοθέτη που είναι βέβαιο ότι ακολουθεί ακόμα τον σκηνοθέτη και κάθε ευσυνείδητο δημιουργό «Έχεις κάποια ιστορία να πεις;»
Στην πιο προσωπική του ταινία, ο Σορεντίνο δημιουργεί ένα σύμπαν γεμάτο με αστεία, φάρσες, τραγωδίες, ερωτισμό, αγάπη, πάθος, παραλογισμό και ανατροπές, και οδηγεί το alter ego του τον νεαρό Φαμπιέτο να βρει διέξοδο στην αναχώρηση, τη φαντασία και το όνειρο που τον περιμένει στην Αιώνια πόλη.